Mε τον Βασίλη Σκουλά συναντιόµαστε στα Σεπόλια, όπου µένει όταν έρχεται στην Αθήνα. Προτείνει να κάνουµε την κουβέντα στο στέκι του, ένα µεζεδοπωλείο της περιοχής. Μόλις τον βλέπουν να κατευθύνεται στο µαγαζί δυο παρέες θαµώνων σηκώνονται, τον χαιρετούν εγκάρδια και του µιλάνε µε σεβασµό.
Η κουβέντα µας γίνεται µε αφορµή τη συνεργασία του µε τον Γιώργο Νικηφόρου Ζερβάκη στο άλµπουµ «Κεχριµπάρι και ζαφείρι». «Τον εκτίµησα σαν ένα νέο παιδί µε αξιοπρέπεια και ήθος και έτσι τον αγκάλιασα» λέει ο Β. Σκουλάς για τον συνθέτη και στιχουργό και συνεχίζει: «Είχαµε πολύ ωραία συνεργασία, ανθρώπινη πάνω απ’ όλα». Σύντοµα η κουβέντα πηγαίνει στα Ανώγεια, στην κρητική µουσική και τη ζωή του. Ακολουθούν όσα είπε.
«Πρώτη φορά κράτησα λύρα στα εφτά µου»
Γεννήθηκα στα Ανώγεια. Πρώτη φορά έπιασα λύρα στα χέρια µου όταν ήµουν εφτά χρονών, το ’53 δηλαδή. Μου την πήρε ο πατέρας µου επειδή είδε ότι είχα έφεση. Ηταν δύσκολα χρόνια τότε. Οχι µόνο παιχνίδια δεν υπήρχαν, τίποτε δεν υπήρχε. Και τη λύρα την έβλεπα σαν παιδικό παιχνίδι. Επειτα από δυο χρόνια πήρα τη δεύτερη λύρα. Επαιζα σε παρέες, στο καφενείο του πατέρα µου, στις γυµναστικές επιδείξεις του δηµοτικού σχολείου που πήγαινα. Το καφενείο του πατέρα µου το είχε παλιότερα ο παππούς µου και εξακολουθεί µέχρι σήµερα να βρίσκεται στα χέρια της οικογένειάς µας. Εκεί µέσα γαλουχήθηκα και από πολύ µικρό παιδί είχα τα ακούσµατα αυτών των ανθρώπων, των µερακλήδων. Οι φωνές τους και ο ήχος της λύρας της εποχής εκείνης ήταν µεγάλο σχολειό για µένα. ∆ώδεκα χρόνων έπαιξα για πρώτη φορά σε γάµο και από τότε µέχρι σήµερα έχω συνεχή επαγγελµατική παρουσία.
Η γενιά µας και οι παλιότερες γενιές ωρίµαζαν νωρίς, γιατί νωρίς έµπαιναν στην εργασία. Ο πατέρας µου και όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στον χώρο που γαλουχήθηκα είχαν µια συνέπεια, µια ευγένεια. Αυτό µε σηµάδεψε και µου έδωσε καλές βάσεις. Από πολύ νωρίς κατάλαβα ότι έπρεπε να δώσω το παρών χωρίς ασυνέπεια. Τι συµβαίνει µε τα Ανώγεια τώρα και έχουν τόσους καλλιτέχνες; Εµείς έτυχε να έχουµε µια κληρονοµιά από γενιά σε γενιά σε σχέση µε τη λύρα. Επαιζε ο προπάππους µου, ο παππούς µου, ο αδερφός του παππού µου που ήταν και παππούς του Ξυλούρη από την πλευρά της µάνας του. Τα Ανώγεια είναι και περιοχή που έχει πάρα πολλούς µερακλήδες, βγάζει πολλούς καλλιτέχνες και πολιτικούς. Πολλοί είναι εκείνοι που έχουν να δώσουν κάτι σε κοινωνικό, καλλιτεχνικό και επιστηµονικό επίπεδο.
Από τα Ανώγεια έφυγα πολύ µικρός αναζητώντας ένα καλύτερο µέλλον. Τα τελευταία χρόνια έχω επιστρέψει και πάλι εκεί, στις ρίζες. Φεύγοντας πήγα στο Ηράκλειο. Για λίγο έµεινα σε συγγενείς, έπειτα αυτονοµήθηκα. Συνεργάστηκα µε πολύ αξιόλογους µουσικούς που έπαιζαν λαούτο, µεγαλύτερους και πιο έµπειρους από µένα. Στο Ηράκλειο κάναµε παρέα µε τον Νίκο Ξυλούρη αλλά δεν παίζαµε µαζί. Ποτέ δυο λυράρηδες δεν έπαιζαν µαζί. Ούτε ως παιδιά όµως συµπέσαµε, γιατί ο Νίκος ήταν µεγαλύτερος από µένα δεκατρία χρόνια. Ωραίος καλλιτέχνης ήταν και πολύ αγαπητός άνθρωπος.
Η οικογένειά µου, όπως όλες τότε, έζησε σε αντίξοες συνθήκες, Κατοχή, καταστροφή του χωριού, ολοκαύτωµα. Οι άνθρωποι είδαν τα σπίτια τους να καίγονται, να έχουν µείνει µόνο οι εκκλησίες. Επρεπε λοιπόν να ανοικοδοµήσουν τα σπίτια τους και παράλληλα να βρουν τα προς το ζην. Ο πατέρας µου στο χωριό δεν είχε µόνο το καφενείο. Για να αναθρέψει την πολυµελή οικογένειά του –εννέα παιδιά ήµασταν– έκανε ό,τι µπορούσε. Εκανε τον κτηνοτρόφο, τον χασάπη, τον κουρέα µέσα στο καφενείο, για να µπορεί να αντεπεξέλθει. Ετσι ήταν το χωριό όσο έζησα εκεί. Γι’ αυτό έφυγα µικρός.
Μέχρι τα 17-18 µου χρόνια έπαιξα σε όλα τα χωριά της Κρήτης και καθιερώθηκα. Αµέσως µετά το στρατιωτικό µου και για έναν χρόνο έπαιξα στο µαγαζί ενός συγχωριανού µου. Τη δεύτερη χρονιά άνοιξα δικό µου. Οταν απολύθηκα από τον στρατό ο πατέρας µου είχε πάρει σύνταξη του ΤΕΒΕ, η µάνα µου ήταν άρρωστη, τους έφερνα στο Ηράκλειο τη χειµερινή περίοδο. Τον πατέρα µου όµως δεν τον ενέπνεε το περιβάλλον της πόλης. Ηταν άνθρωπος του χωριού, της φύσης. Ενιωθε ότι ήταν κλεισµένος σε κλουβί. Για να περνάει η ώρα του έπιανε το µολύβι και ζωγράφιζε. Ετσι σε µεγάλη ηλικία του βγήκε αυτό το ταλέντο. Τα καλοκαίρια που γυρνούσαν στο χωριό έπιανε και ξυλογλυπτούσε. Ετσι πορεύτηκε µέχρι τα 95 του που πέθανε. Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε νεότερο Θεόφιλο. Τον είχε παρουσιάσει και ο Φρέντυ Γερµανός. Πολλοί επισκέπτονταν τότε το εργαστήρι του, άνθρωποι των τεχνών. Πάρα πολλά έργα του τα είχαν πάρει Κινέζοι και Ιάπωνες.
Ο Μαρκόπουλος, ο Βόγλης και η ανάγκη του κόσµου
Πολύ σηµαντική για µένα ήταν η συνεργασία µου µε τον Γιάννη Μαρκόπουλο το 1980. Επηρεάστηκα πολύ από τον µεγάλο συνθέτη. Μέχρι τότε ήµουν στην Κρήτη, στο παραδοσιακό πλαίσιο, και αυτή η εµπειρία ήταν πολύτιµη για µένα. Μετά την περιοδεία µας προέκυψε ο δίσκος «Ρίζες». Ακολούθησαν κι άλλες δουλειές, στο θέατρο Παρκ, το «Καφενείον η Ελλάς», σε µουσική δική του. Εβδοµήντα πέντε άνθρωποι επί σκηνής ήµασταν. Τραγουδούσαµε εγώ, ο Γιάννης Κούτρας, η Αφροδίτη Μάνου και η Λιζέτα Νικολάου. Ηµουν τότε στο ίδιο καµαρίνι µε τον Μίµη Φωτόπουλο. Είχα την τύχη να δω από κοντά το µεγαλείο αυτού του ογκόλιθου, την ευγένεια και την ταπεινότητά του. Ο Φωτόπουλος ήταν και ζωγράφος. ∆ηµιουργούσε µε γραµµατόσηµα. Μια µέρα µου ζήτησε µια φωτογραφία του πατέρα µου και τον ζωγράφισε µε αυτό τον τρόπο.
Λίγο µετά ήρθε και µε βρήκε στα Ανώγεια ο Γιάννης Βόγλης. Μου ζήτησε να ανεβάσουµε τον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη για δύο βραδιές στον Λυκαβηττό. Μόλις άκουσα ότι θα είµαστε χωρίς µικρόφωνο προβληµατίστηκα. Με καθησύχασε ο Γιάννης. Πήγε τόσο καλά που γυρίσαµε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο. Το 2012 έκανα δύο µεγάλες συναυλίες στο Ηρώδειο. ∆εν ήταν η πρώτη φορά που εµφανιζόµουν εκεί· είχα ξαναπάει µε τον Μαρκόπουλο παλιότερα όπου είχα τραγουδήσει τρία τραγούδια. Νιώθεις τυχερός όταν βλέπεις ότι η διαδροµή σου σε οδηγεί σε τέτοιες συνεργασίες.
Στην Κρήτη είχα µαγαζιά µέχρι το 1995. Εργαζόµουν εφτά µήνες τον χρόνο χωρίς ρεπό, 27 χρόνια ασταµάτητα. Το τελευταίο µαγαζί που είχα είχε χωρητικότητα εξακοσίων θέσεων. Το σκέφτοµαι σήµερα και αισθάνοµαι ότι ήταν άθλος. Η εκτίµηση και η αγάπη του κόσµου µου έδωσαν τη δύναµη να προχωρώ και να αντέχω. Νιώθω υπερήφανος που σε αυτά τα χρόνια δεν δηµιουργήθηκε κατάσταση που να µε στενοχωρήσει. Υπήρξαν άνθρωποι που έπιναν και ξέφευγαν λιγάκι, αλλά αυτό είναι ανθρώπινο στο πλαίσιο που γινόταν.
Το 1982 στην αυλή του σπιτιού µου κάναµε το γλέντι του γάµου της ανιψιάς µου. Εγώ είχα µεθύσει από ενθουσιασµό – ποτό δεν πίνω, δεν έπινα ποτέ. Ο πατέρας της ανιψιάς µου, ο οποίος έχει πεθάνει, µε γαλούχησε από µικρό παιδί. Επιασα τη λύρα και ένας από κάτω έβγαλε το πιστόλι στο ένα µέτρο για να παίξει. Πηγαίνοντας να το απασφαλίσει, αυτό πήρε φωτιά και µε χτύπησε. Μετά το συµβάν επέβαλα να µη ρίχνουν πυροβολισµούς όταν έπαιζα. Σε µια περίπτωση έφυγα κιόλας. Αυτό έχει µεγάλο κόστος, όµως δεν µε ενδιαφέρει. Θα αγωνιστώ και θα επιµείνω µέχρι εκεί που µπορώ. Ολα αυτά τα χρόνια αρνήθηκα να πάω σε εκδηλώσεις που θα έβγαζα πάρα πολλά λεφτά τη βραδιά. Ελεγα «καλέστε άλλον». ∆εν έχει καµία σχέση µε την παράδοση όλο αυτό µε τα όπλα. Φταίει ο νεοπλουτισµός, το κατοχικό σύνδροµο, ο εγωισµός και το αντριλίκι.
Η κρητική µουσική δεν είναι των καλλιτεχνών, είναι του λαού. Εµείς είµαστε διασκεδαστές και εκφραστές του. Ο κόσµος επιλέγει τον διασκεδαστή του, τον τροβαδούρο του. Υπάρχουν βραδιές που κάθε χωριό έχει µια διασκέδαση, ένα πανηγύρι. ∆εν µπορούν πέντε, δέκα, είκοσι να καλύψουν όλο το φάσµα. Το χωριό τότε θα βάλει έναν µη επαγγελµατία. Τη στιγµή όµως που αυτός θα διευθετήσει την ανάγκη του κόσµου είναι ισάξιος µε τους άλλους.
Πηγή: documentonews.gr