Η μάχη αυτή ήταν μοναδική τα χρόνια της κατοχής, γιατί δόθηκε μεταξύ είκοσι δύο (22) ανταρτών και πολυάριθμου γερμανικού στρατού (4.000 σύμφωνα με τον Αρχηγό Πετρακογιώργη). Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν ο θάνατος εφτά παλικαριών του Πετρακογιώργη και ο τραυματισμός των υπόλοιπων δεκαπέντε. Οι Γερμανοί είχαν αρκετές απώλειες (33 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών).
Η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα και στο τέλος η νίκη έστεψε τα όπλα των ανταρτών, όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τον Ψηλορείτη, αφού πρώτα περισυνέλεξαν τους νεκρούς τους. Στο κείμενό του ο Καπετάν Πετρακογιώργης περιγράφει την περίοδο από την Τρίτη 10 ως την Κυριακή 15 Αυγούστου 1943 που δόθηκε η μάχη. Οι λεπτομέρειες της μάχης αλλά και όσων προηγήθηκαν, είναι συγκλονιστικές. Ενδεικτικά, θα σταθούμε με σεβασμό σε τέσσερα σημεία της περιγραφής του Αρχηγού, αφού τονίσουμε πρώτα ότι στην αντιγραφή διατηρήσαμε την ορθογραφία και τη σύνταξη του εγγράφου:
Α. Στην πεποίθηση του Πετρακογιώργη ότι η θέση της Ομάδας του στον Ψηλορείτη προδόθηκε από Έλληνες τους οποίους ο ίδιος ονομάζει «γερμανόδουλους Έλληνες που μόλυναν τα δοξασμένα χώματα του Γέρω Ψηλορείτη». Αυτό το τεκμηριώνει με τη μάχη που έδωσαν με ζωοκλέφτες την Τρίτη 10 Αυγούστου 1943 αλλά και τις περιφορές ενός άγνωστου σκύλου, (γνωστός ο κάτοχός του κατά τον Πετρακογιώργη και τους άντρες του), που τριγύριζε στο λημέρι τους τα ξημερώματα της μάχης.
Β. Το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του Αρχηγού και των ανδρών του. Στο ημερολόγιό του ο Πετρακογιώργης περιγράφει ότι περίμεναν να περάσουν τα μεσάνυχτα της 14ης Αυγούστου, ώστε να ξεκινήσει η ημέρα της Παναγίας που έβαζε τέλος στην δεκαπενθήμερη νηστεία των χριστιανών. Μετά τα μεσάνυχτα, ο Πετρακογιώργης και οι άντρες του δοκίμασαν τους τρεις λαγούς που είχαν μαγειρέψει στον Ψηλορείτη.
Γ. Η εντιμότητα των ανταρτών καταδεικνύεται στο ημερολόγιο του Πετρακογιώργη από το γεγονός ότι τον τράγο που ήθελαν να ψήσουν την ημέρα της Παναγίας, τον αγόρασαν από τον Γενάρη (Μανόλη Καργάκη). Οι σημερινοί αναθεωρητές της ιστορίας, γράφουν συχνά ότι οι άντρες της Αντίστασης στην Κρήτη ενεργούσαν παράνομα. Το γραφτό κείμενο του Πετρακογιώργη αποδεικνύει ότι, σε κάθε τι που χρησιμοποιούσαν στην ομάδα, (τροφές, ενδυμασία, καπνό, κλπ.), απέδιδαν το ανάλογο τίμημα και
Δ. Στην ονομαστική κατάσταση των ανταρτών που πήραν μέρος στη μάχη, (στο σύνολό τους ήταν 22 μαζί με τον Αρχηγό). Ο Πετρακογιώργης στην κατάσταση δεν συμπεριλαμβάνει τον μικρότερο αντάρτη που ήταν ο δεκαεξάχρονος Χουστουλάκης Αντώνης από το χωριό Κισσοί και τον Κωνσταντίνο Καργάκη – Ψαρόκωστα από το χωριό Βορρίζα.
Γράφει λοιπόν ο Καπετάν Πετρακογιώργης στο ημερολόγιό του για τις ημέρες από την Τρίτη 10 ως το Σάββατο 14 Αυγούστου 1943:
´Πριν χαράξω τις παρακάτω γραμμές σκέφτηκα πολύ αν έπρεπε να πράξω τούτο κι ακόμα περισσότερο με βασάνισε η σκέψις, αν έπρεπε να φέρω στη δημοσιότητα ωρισμένα φύλλα του ημερολογίου μου τα οποία είναι ματωμένα από το αίμα των συναγωνιστών μου και γραμμένα πραγματικώς με δάκρυα.
Η σκέψις με βασάνισε πολύ και τούτο, γιατί πιστεύω απόλυτα, πως ότι έκαμε καθένας μας πολεμώντας τον Κατακτητήν της Πατρίδας μας το έπραξε από μια βαθιά πίστη προς ωρισμένα ιδανικά αφ’ενός και αφ’ετέρου από υποχρέωσι προς την συνείδησί του και μόνον, ότι έπραξε το καθήκον του έναντι της Πατρίδος του και των σκληρών βασανιζομένων αδελφών του.
Κατέληξα εις την απόφασιν να φέρω στην δημοσιότητα ωρισμένα γεγονότα, τα οποία είναι άγνωστα για τον πολύ κόσμον.
Μ’αυτό δεν έχομε την απαίτησι να πούμε πως γράφομε Ιστορία γιατί αυτή θ’αποτελέση αντικείμενον του αυστηρού κριτού του μέλλοντος, ο οποίος υπό το πρίσμα του χρόνου θα βγάλη ακριβοδίκαια συμπεράσματα απηλλαγμένα παθών προσωπικών υπολογισμών και διενέξεων.
Εν πάσει όμως περιπτώσει έχομεν την γνώμην, ότι θα αδικούσαμε τους αδικοσκοτωμένους συναγωνιστάς μας, αν κρατούσαμε μόνον για τον εαυτόν μας και για τον λίγο κόσμο, που ξέρει τις λεπτομέρειες, τας ηρωικάς πράξεις και την αυτοθυσίαν εκείνων, που έπεσαν αλλά και εκείνων που επέζησαν.
Θα ήτο μία σοβαρά παράλειψις εκ μέρους μας, εάν δεν εδίδαμε στην δημοσιότητα τα πτωχά φύλλα του ημερολογίου μας το περιεχόμενον των οποίων μόνον να αδικήση δύναται τα κατορθώματα εκείνων, οι οποίοι έδωσαν το αίμα τους σε μια σκληρή μάχη και σε μια μεγαλειώδη ανάτασι της Κρητικής ψυχής που ποτέ δεν υπεδουλώθη στον βάρβαρον κατακτητή, εκείνων των οποίων οι κεφαλαί καίτοι αιμόφυρτοι δεν υπέκυψαν αλλά στάθηκαν ψηλά για να συμβολίζουν εις τους αιώνας το πνεύμα της αυτοθυσίας, την γρανιτώδη θέλησι και τον διακαή έρωτα προς την ελευθερίαν.
Την μάχη που παρακάτω περιγράφω μπορούσαμε να την αποφύγωμε δικαιολογημένα ίσως γιατί αι δυνάμεις που μας εκύκλωσαν ήσαν συντριπτικώς μεγαλύτερες και το αποτέλεσμα βέβαιον εκ των προτέρων, δεν το εκάμαμε όμως όχι γιατί φοβηθήκαμε πως ο κόσμος θα μας κατεδίκαζε γιαυτό, αλλά διότι όταν πιάσαμε το τουφέκι στο χέρι μας είχαμε αποφασίσει τους εαυτούς μας κι’είχαμε ορκισθή να πολεμίσωμεν τον κατακτητή όπου κι’αν τον βρίσκαμε.
Τα παραπάνω δεν είναι υπερβολή, όσοι ζήσανε τον ελεύθερο καθαρό αλλά κι’επικίνδυνο αέρα του Κρητός αντάρτου, κι’όσοι πατούσαν την εποχή εκείνη τα αγιασμένα χώματα των Κρητικών βουνών, πιστεύω να μας δικαιολογήσουν πλήρως τας σκέψεις μας αυτάς και θα νοιώθουν την ψυχολογία μας και θα πιστεύσουν απόλυτα, ότι σε τέτοιες περιστάσεις, αι αποστάσεις που χωρίζουν την ζωή από τον θάνατο είναι ελάχισται και πολλές φορές εκμηδενίζονται. Γιαυτό κι’ο πολεμιστής δεν λογαριάζει την ζωήν του την οποία προσφέρει πρόθυμα, η απώλειά της δε θα επηρεάζη τον συμπολεμιστήν ο οποίος βλέπει τον σύντροφόν του σκοτωμένο κι’όμως εξακολουθεί να πολεμά και πέφτει κι’αυτός δίπλα του και μόνον όταν η μάχη κοπάση, τότε οι επιζώντες συνέρχονται κι’άφθονα χύνουν τα δάκρυα για τους χαμένους συντρόφους των.
Με την πίστι πως κάτι προσφέρω το θετικόν εις την απονομήν δικαίου επαίνου εις εκείνους που θυσίασαν την ζωήν τους,, ξεφυλλίζω λίγα φύλλα του ημερολογίου τα οποία μου έμειναν και τα παραδίδω εις την δημοσιότητα, ζητώ δε επιεική κρίσιν από εκείνους που θα διαβάσουν, διότι είναι γραμμένα πολύ βιαστικά λόγω των συνθηκών της εποχής εκείνης, λόγοι δε δυστυχώς υγείας δεν μου επέτρεψαν την συμπλήρωσιν και διόρθωσίν των.
Συμπλοκή 10 Αυγούστου 1943 στον Πόρο του Σταυρού
Μετά την συμπλοκήν της 17 Ιουλίου 1943 στο Κουρουπητό, έπρεπε ν’αλλάξωμε λιμέρι για να χάση ο εχθρός τα ίχνη μας. Αποφασίζομε και πάμε στις ανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη και λιμεριάζομε στην θέσι Μπριγιά μεταξύ Νίδας και Ρούβα.
Τρίτη 10 Αυγούστου 1943
Την ώρα που αρχίζει να χαράζη και να ροδίζη η Ανατολή, ξυπνήσαμε όλοι μελαγχολικοί, χωρίς να μπορούμε να το εξηγήσωμε. Πριν ακόμα πλυθούμε να κάμωμε τον σταυρό μας και να Καλημεριστούμε, ο Σκουρομανώλης κι’ο Χατζομανώλης που πήγαιναν εις το νερό πριν πλησιάσουν στο λιμέρι φωνάζουν δυνατά: Τρέξετε γρήγορα στον Πόρο του Σταυρού γιατί από κει βγαίνουν πυροβολισμοί. Προς εκείνο το μέρος έχει σταλή μια περίπολος για να φυλάττη τον πόρο του Σταυρού γιατί είναι το πιο επικίνδυνο πέρασμα των ζωοκλεπτών και το συνηθισμένο σημείο διαβάσεως των Γερμανών.
Η περίπολος ανακαλύπτει σπείρα ζωοκλεπτών οπλοφόρων που οδηγούσανε 48 κατσίκια του Μανουσόκωστα κλεμένα από το κοπάδι του. Η περίπολος προσπαθεί να εξακριβώση ποίοι είναι οι ζωοκλέπται μ’αυτοί ακροβολισθήκανε κι’αρχίνησαν να πυροβολούν την περίπολό μας, οπότε αρχίνησε μάχη και πριν ακόμα ξημερώσει οι ζωοκλέπται αφήνουν τα κλοπιμαία και φεύγουν προς την Νίδα στο μιτάτο των ανωγειανών Κλαρετζάνηδων, όπου και παραμείνανε.
Την ώρα που περνούσε η περίπολός μας στον Πόρο της Νίδας, δέχθηκε επίθεσι από Γερμανούς.
Ήρχησε μάχη και τραυματίσθηκε ελαφρά ο Χαράλαμπος Κατσούγκρης από την Λοχριά. Μόλις ακούσαμε τους πυροβολισμούς στο λιμέρι, όλοι μας τρέχομε προς τον Σταυρό που ακούσθηκαν οι πυροβολισμοί. Λίγο πιο πέρα συναντούμε και τους Γεώργιος Μπαχρήν ή Τζίτζικαν – Κυριάκο Κατσαντώνην – Πετρακάκη Μανώλη και τον Σαρτζετάκην Νικολή από την Κρύα Βρύση Ρεθύμνης, δηλαδή την δεύτερη περιπολία μας κι όλοι μαζί τρέχομε στον πόρο της Νίδας.
Πλησιάζομε τους Γερμανούς και λαμβάνομε κατάλληλες θέσεις. Μόλις μας αντελήφθησαν φύγανε προς το δάσος κι’έτσι έληξε το επεισόδιο και οι συντρόφοι μας τρέξανε στο μέρος που βρισκόμαστε.
Ίσως δεν έχει και μεγάλη σημασία το επεισόδιον αυτό γι’αυτούς που θα το διαβάσουν, για μας όμως που μετά λίγες μέρες 7 παληκάρια μας σκοτώθηκαν στου Τραχηλιού την μάχη είναι μεγάλη η σημασία του και τούτο γιατί εκείνην την ημέραν βρισκότανε μυστηριωδώς κρυμμένος εκεί κοντά ο Γερμανός Αστυνόμος Καμαρών και τού’δωσαν οι φίλοι του ακριβείς πληροφορίας των κινήσεών μας, οι Γερμανόδουλοι Έλληνες που μόλυναν τα δοξασμένα χώματα του Γέρω Ψηλορείτη κι’από κοινού κατέστρωσαν τα σχέδια εξοντώσεώς μας.
Τετάρτη 11 Αυγούστου και Πέμπτη 12 Αυγούστου 1943
Τις δυο μέρες αυτές περνούμε με ανησυχία, γιατί αφ’ενός το επεισόδιο με τους Γερμανούς και αφ’ετέρου οι διάφοροι κινήσεις ζωοκλεπτών μας κάνουν να υποψιαζώμεθα χίλια δυο πράγματα και πάντοτε είμεθα ακροβολισμένοι σε επίκαιρες θέσεις. Φοβούμεθα, πως ο Γερμανός Αστυνόμος Καμαρών έχει πληροφορηθή τας κινήσεις μας και τα σημεία που λιμεριάζαμε και σκεπτόμεθα να φύγωμε σ’άλλα λημέρια του Ψηλορείτη. Συμφωνούμε όλοι, μα ενώ ετοιμαζόμαστε, μια θρησκευτική υποχρέωσις μας κάνει και μεταβάλαμε σκέψεις. Έχομε συννενοηθή με τον Ηγούμενο της Μονής Βροντησίου για να έλθη στο δάσος του Ρούβα να μας λειτουργήση και να μας κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων.
Γιαυτό και επειδή η ημέρα του μυστηρίου ήτανε η 13 Αυγούστου, παραμείναμε για να εκπληρώσωμε τον όρκο που δώσαμε στο Μεγαλοδύναμο να μας βοηθήση να νηστεύσωμε όλο το 15ντάρη και να λάβωμε την αγία μετάληψι των αχράντων μυστηρίων έστω και κλέφτηκα, αφού έτσι επεβάλλετο.
Μετά την συμπλοκήν όλες τις ημέρες ήμαστε όλοι σκεπτικοί και μελαγχολικοί χωρίς να μπορούμε να το εξηγήσωμε, μα πιο πολύ απ’όλους μας ο Σύντεκνος ο Διονύσιος Φραγκιαδάκης ή Τσελέκος, το ξακουστό παληκάρι του Ψηλορείτη, ο οποίος κάθε βράδυ και κάθε πρωί έρχεται στο καλύβι μου και πάντοτε με μια κακή προαίσθηση μου συζητά για μελανάς προβλέψεις και πολλές φορές μου επαναλαμβάνει τας προφητικάς φράσεις. “Σύντεκνε, το τέλος εγγίζει και ως ημέραν θεωρώ την 15ην Αυγούστου”.
Στα πρόσωπα όλων φαίνεται καθαρά η στενοχώρια ζωγραφισμένη και πάντοτε με πλησιάζουν και συζητούν για θλιβερά επεισόδια, φαίνεται πως πράγματι υπάρχει τηλεπάθεια.
Σε μια συζήτησί μας όλοι για κακές προβλέψεις συζητούν, ο Χατζογιώργης ή Ονειροκρίτης όπως τον αποκαλούσαμε επικυρώνει υπευθύνως, πως σύντομα θα μας βρουν θλιβερά επεισόδια – επίσης ο Ψαρόκωστας, ο Ψαρογιώργης, ο Μανουσομανώλης, ο Μπαλάσκας κι’ο Κατσούγκρης τα ποιο παληά μου παληκάρια συζητούν και στενοχωρεμένοι συγκρίνουν τα όνειρά τους και συμφωνούν όλοι με τας προβλέψεις του Διονύση και Χατζογιώργη και όλα αυτά τα επικυρώνει ο Αλέξης Ανυφαντάκης και δηλώνει κατηγορηματικά, πως πολύ γρήγορα θα έχωμε θανατηφόρα επεισόδια. Έτσι περνούν οι μέρες μας μέχρι την Πέμπτη το βράδυ. Μόλις σουρούπωσε ετοιμαστήκαμε για την πρωινή λειτουργία της επομένης και την μετάδοσι της θείας Κοινωνίας στο δάσος του Ρούβα.
Παρασκευή 13 Αυγούστου 1943
Πριν ακόμα αρχίση να χαράζη ξεκινώ μαζί με 20 παληκάρια μου και με το ρόδισμα της Ανατολής φθάνομε στο πυκνό δάσος του Ρούβα. Βρίσκομε το κατάλληλο σημείο που θα τελεσθή το Άγιον μυστήριον και ανυπόμονοι περιμένομε τον Ηγούμενο του Βροντησίου. Σε λίγο φθάνει ο Ηγούμενος με τον Αναγνώστη του Στειβακτάκη κι’αμέσως αρχίζει η θεία λειτουργία με μια μεγαλοπρέπεια που δεν μπορώ να περιγράψω στις περιωρισμένες γραμμές του χαρτιού.
Ο Ηγούμενος με απλή θρησκευτική στολή αποπέμπει τας δεήσεις του προς τον Μεγαλοδύναμον Θεόν μέσα από το Παρθένον δάσος και την ψαλμουδικήν του καθαρή φωνή ενισχύουν τα μαγευτικά κελαδήματα των πουλιών του δάσους και νομίζει κανείς, πως κι αυτά λαμβάνουν μέρος στην θεία και Αγία Λειτουργία. Με το ξημέρωμα τελειώνει η λειτουργία και ο καθ΄ένας μας με την σειρά του πλησιάζει και μεταλαμβάνει την Αγίαν Μετάληψι.
Μετά λίγη ώρα ο Αναγνώστης έφερε μια μποτίλια κρασί και μας κερνά όλους κατά το έθιμο της θρησκείας, συγχρόνως δε επειδή η ώρα περνούσε με ευχαριστήρια εμείς κι’ευχές ο Ηγούμενος με τον Αναγνώστη, χωρίζομε και φεύγουμε αυτοί με χίλιες προφυλάξεις για το Μοναστήρι τους κι’εμείς για το Λιμέρι μας. Φθάνομε στο λιμέρι μας όλοι μαζί εγώ και τα 20 παλικάρια μου.
1) Διονύσης Φραγκιαδάκης ή Τσελέκος, το ξακουστό παλικάρι του Γέρω Ψηλορείτη
2) Χαράλαμπος Κατσούγκρης
3) Νικόλαος Σαρτζετάκης
4) Κωνσταντίνος Αποστολάκης
5) Αλέξης Ανυφαντάκης
6) Πολύδωρος Λιανουδάκης
7) Γεώργιος Κρυοβρυσανός
8) Γεώργιος Καργάκης ή Ψαρογιώργης
9) Εμμανουήλ Βεϊσάκης ή Μανουσομανώλης
10) Γεώργιος Χατζάκης ή Χατζογιώργης
11) Εμμανουήλ Χατζάκης ή Χατζομανώλης
12) Γεώργιος Χαραλαμπάκης ή Μπαλάσκας
13) Εμμανουήλ Τσικριτζής ή Σκούρος
14) Γεώργιος Τζίτζικας ή Μπαχρής
15) Γεώργιος Καζάκης ή Μπίλλιος
16) Εμμανουήλ Πετρακάκης
17) Κυριάκος Κατσαντώνης
18) Ιωάννης Κυργιακάκης
19) Γεώργιος Αναγνωστάκης – Κυριανίτης
20) ;
Οι λοιποί εκ των 70 λόγω της εορτής είχον μεταβή εις τα χωριά.
Πριν φύγουν οι σκοποί σκεφθήκαμε να φύγωμε σε μακρυνά Λιμέρια, λόγω όμως της μεταλήψεως και επειδή μας χώριζε μια μέρα από την εορτή της Παναγίας αποφασίσαμε να μείνωμε, για να εορτάσωμε την θρησκευτική και Εθνική μας εορτή της 15 Αυγούστου και για να συναντήσωμε τους συνδέσμους μας και φίλους που θα ερχότανε για να μας δουν και να μας φέρουν νέα.
Σάββατο 14 Αυγούστου 1943
Μόλις ξημέρωσε αρχίζομε την ετοιμασία για την αυριανή μεγάλη Εορτή. Έχομε σε δυο σιδεροβάρελα μικρούς λαγούς σαβοριασμένους που φυλλάξαμε όλο το δεκαπενταύγουστο γιατί νηστέψαμε και κοινωνήσαμε, για να φάμε όμως και φρέσκο κρέας αγοράζομε ένα τράγο του Γενάρη και έτσι το βράδυ όλα είναι έτοιμα, για να εορτάσωμε την μια από τις πιο μεγάλες θρησκευτικές Εθνικές και Ιστορικές ημέρες της φυλής μας.
Πριν ακόμη νυκτώση τακτοποιούμε και τη φωτογραφική μηχανή για να πάρωμε αναμνηστικές πλάκες. Σε λίγο νύκτωσε κι’πιο ανυπόμονοι Μανουσομανώλης, Ψαρογιώργης και Ψαρόκωστας με χίλια καλαμπούρια προσπαθούν να τους επιτρέψω να ανοίξουν τα βαρελάκια να δοκιμάσουν τους λαγούς, μήπως έπαθαν βλάβη – τους λέγω να ετοιμασθή ο πατσάς και ύστερα θα φάμε όλοι μαζί.
Αμέσως οι δυο πρώτοι οι πλέον επιτήδειοι στην μαγειρική αναλαμβάνουν και ψήνουν τον πατσά και λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυκτα φωνάζουν “όλα έτοιμα”. Σε λίγο συγκεντρωθήκαμε όλοι κι αφού κάμαμε τον Σταυρό μας φάγαμε τα πασχαλινά μας φαγητά. Μόνον ο μακαρίτης ο Διονύσης έλειπεν από το δείπνο, γιατί είχε μεταβή από το βράδυ στο χωριό του για να τακτοποιήση τα παιδιά του».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.
Πηγή: patris.gr