Η Αγία Λουκία έζησε γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από τις Συρακούσες της Σικελίας.
Μοναχοκόρη, είχε ορφανέψει μικρή από τον πατέρα της και έμεινε μόνη με τη μητέρα της, η οποία ήταν βαριά άρρωστη με μία ανίατη ασθένεια.
Έχοντας απελπιστεί από την βοήθεια των γιατρών, ευελπιστούσαν μόνο στη Θεία Χάρη για την ίαση της ασθένειάς της.
Γι’ αυτό μετέβηκαν στην Κατάνη, όπου βρίσκονταν το λείψανο της Αγίας Αγαθής.
Το βράδυ που έπεσε να κοιμηθεί η Λουκία, αφού είχε προσευχηθεί θερμά για την υγεία της μητέρας της, είδε την Αγία Αγαθή σε όραμα.
Η Αγία της είπε ότι η μητέρα της θα γιατρευτεί, αλλά η ίδια θα στεφθεί το στέφανο του μαρτυρίου.
Η Λουκία περιχαρής, ξύπνησε το πρωί για την ανάρρωση της μητέρας της, αλλά και για το μαρτυρικό στέφανο που την περίμενε.
Όταν γύρισαν στις Συρακούσες την κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Δέκιο, λόγω του φιλανθρωπικού και χριστιανικού της έργου.
Επειδή δε δεν απαρνήθηκε την πίστη της στον Κύριο, διατάχθηκε ο θάνατός της.
Η Αγία Λουκία παρέδωσε το πνεύμα της κάτω από το ξίφος του δημίου.
Πηγή: saint.gr