Συντάκτης: Παναγιώτης Γεωργουδής
Στην αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης έχουν βρεθεί πολλά ψηφίσματα απελευθέρωσης δούλων ανάμεσα στον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Aλλες επιγραφές, εκτός της γνωστής Μεγάλης Επιγραφής, μαρτυρούν πως σε μια νέα ομάδα πληθυσμού δόθηκαν κλήροι οικοδομήσιμοι «σε συνθήκες ισοτιμίας και ισότητας».
Μηνύματα διαχρονικά και επίκαιρα με τα πολιτικά και ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Αλλωστε στην ίδια περιοχή, στις όχθες του Ληθαίου ποταμού, κάτω από έναν αειθαλή πλάτανο -ακόμα υπάρχουν τέτοιοι-, η Ασιάτισσα Ευρώπη συνευρέθη με τον Δία, ο οποίος την είχε απαγάγει μεταμορφωμένος σε ταύρο
O Iταλός καθηγητής, αρχαιολόγος Αντονίνο ντι Βίτα (1926-2011), που εργάστηκε 24 χρόνια στην ανασκαφή της κρητικής Γόρτυνας στη Μεσαρά, αξιοποιώντας τις πολύχρονες εργασίες της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (υπήρξε και διευθυντής της), έγραψε μία συνθετική μελέτη για τη μακραίωνη ιστορία 15 αιώνων της πόλης, η οποία στους ρωμαϊκούς χρόνους ξεπέρασε σε δυναμική τη μεγίστη Κνωσό, φυσικά και τη Φαιστό και υπήρξε πρωτεύουσα της ενιαίας Ρωμαϊκής Επαρχίας Κρήτης και Κυρηναϊκής.
Στην περίοδο της ακμής της, 2ος-3ος αιώνας μ.Χ., η Γόρτυνα κάλυπτε μία τεράστια έκταση πάνω από τετρακόσια εκτάρια, δηλαδή τέσσερις χιλιάδες (4.000) στρέμματα περίπου μαζί με τις νεκροπόλεις.
Ο πληθυσμός ανερχόταν σε 50-60.000 κατοίκους ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις ακόμα και για διπλάσιους αριθμούς.
Το αμφιθέατρο χωρούσε περισσότερους από 18.000 ανθρώπους και ο ιππόδρομος γύρω στους 13.000.
Ο διάσπαρτος εντυπωσιακός μνημειακός πλούτος της Γόρτυνας που συμπλέκεται με τα λιόδεντρα καθορίζει την εικόνα της Μεσαράς.
Για την ίδρυση της πόλης υπάρχουν πολλές αρχαίες αναφορές, ο Πλάτωνας στο έργο του «Νόμοι» σημειώνει πως η Γόρτυνα δημιουργήθηκε από Γορτύνιους της Αρκαδίας, ενώ ο Παυσανίας αναφέρει ως ιδρυτή τον Γόρτυνα από την Αρκαδία, γιο του Τεγεάτη, για τον οποίο όμως οι Κρητικοί θεωρούν πως ήταν γιος του Ραδάμανθη, αδελφού του Μίνωα.
Για μία τόσο σημαντική πόλη οι διεκδικητές είναι πολλοί. Ο Στράβωνας την τοποθετεί στις λακωνικές αποικίες, ενώ άλλες εκδοχές αναφέρουν ως οικιστές της πόλης τους Αχαιούς των Αμυκλών της Λακωνίας και τους Μίνυους της Λήμνου και της Ιμβρου «που είχαν εκδιωχθεί από τη Σπάρτη».
Τέλος, μία άλλη ιστορική εκδοχή υποστηρίζει πως Μυκηναίοι που είχαν εγκατασταθεί στην Κρήτη, μαζί με Δωριείς, Αρκάδες και Λάκωνες που ήρθαν αργότερα τον 8ο αιώνα π.Χ., υπήρξαν οι αρχικοί οικιστές.
Η Γόρτυνα έχει περιγραφεί από αρκετά σημαντικούς περιηγητές, όπως ο Ιταλός Χριστόφορο Μπουαντελμόντι, ο οποίος την επισκέφθηκε μεταξύ 1415 και 1418 αρκετές φορές και τη συγκρίνει σε έκταση με τη Φλωρεντία.
Ο Τουρνεφόρ αργότερα, το 1700, έφτασε στην Κρήτη και σχεδίασε, εκτός των άλλων, και μία γκραβούρα με τα εντυπωσιακά ερείπια της πόλης κ.λπ.
Ο συγγραφέας, συνδυάζοντας κυρίως πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα και γραπτές πηγές, θεωρεί πως τον 7ο αιώνα π.Χ., βαθμιαία «μέσω προοδευτικού συνοικισμού σε διάστημα δεκαετιών», συγκροτήθηκε μια ισχυρή κοινότητα η οποία απέκτησε πολιτικές δομές, ενώ είχε πλέον τη δυνατότητα να αμύνεται στον χώρο της.
Η πολιτική οργάνωση δομήθηκε γύρω από σημαντικά ιερά, τον εξαιρετικό ναό του Πύθιου Απόλλωνα, που βρίσκεται στην πεδιάδα και εξυπηρετούσε τις διάφορες κοινότητες, και ένα άλλο σημαντικό λατρευτικό κέντρο στην ακρόπολη της Γόρτυνας, ναοί που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, αν και βρίσκονταν σε απόσταση επτακοσίων μέτρων.
Η πρώτη εντυπωσιακή αρχαιολογική ανακάλυψη, για την οποία είναι γνωστότερη η Γόρτυνα, πραγματοποιήθηκε το 1884 όταν ο αρχαιολόγος Ηalbherr εντόπισε τη σημαντικότερη επιγραφή νόμων που έχει βρεθεί στην Ελλάδα.
Ενα «σώμα» Δικαίου ανάμεσα στα 480–450 π.Χ. αποτελούμενο από 31-32 πλίνθους μήκους 8,71 μ. και ύψους 1,705 μ. με μορφή παπύρου, συγκροτούν 12 ενεπίγραφες στήλες.
Σύμφωνα με αυτόν τον «Κώδικα», όπως αποκαλείται στους επιστημονικού κύκλους ή «Μεγάλη Επιγραφή», η θέση της γυναίκας στη Γόρτυνα ήταν η πλέον ελεύθερη συγκριτικά με τις άλλες πόλεις στην Ελλάδα.
Είχε τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να παντρευτεί ακόμα και δούλο της οικίας της και τα παιδιά της να είναι ελεύθερα.
Επιπρόσθετα στο διαζύγιο η γυναίκα έπαιρνε πίσω την περιουσία της και τη μισή παραγωγή από τα αγαθά της.
Σε άλλα σημεία της Μεγάλης Επιγραφής που δεσπόζει στη Γόρτυνα διασαφηνίζονται ζητήματα κληρονομιάς, ιδιωτικού Δικαίου αλλά και προστασίας της ελευθερίας του ανθρώπου από απαγωγές, σεξουαλικά εγκλήματα (βιασμός κ.λπ.).
Ο Αντονίνο ντι Βίτα αναφέρει για τη νέα επιγραφή:
«Από αυτήν γνωρίζουμε ότι σε μια νέα ομάδα πληθυσμού “σε συνθήκες ισοτιμίας και ισότητας” παραχωρήθηκαν κλήροι οικοδομήσιμοι στην τοποθεσία Λατώσιον, μια περιοχή ιδιοκτησίας του Δημοσίου… Στο Λατώσιον είχαν εγκατασταθεί -ή είχαν αναγκαστεί να κατοικήσουν- απελεύθεροι και μέτοικοι, όπως δείχνει η αναφορά των όρων τίται (εγγυητές της πράξης απελευθέρωσης) και κσένιος κόσμος (εκείνος δηλαδή από τους ενιαύσιους άρχοντες που ασχολούνταν με τους ξένους).
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι έχουν βρεθεί ανάμεσα στον Μαυρόπαπα και τη Μητρόπολη πολλά ψηφίσματα απελευθέρωσης δούλων». Η πόλη απογειώνεται από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως και τον 7ο αιώνα μ.Χ. αναπτυξιακά. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα αποκτά «μια ταξική οργάνωση χαρακτηριστική μιας αστικής δομής, που είχε ως συνεκτικά στοιχεία όχι μόνο κοινές λατρείες και νόμους αλλά και έναν αστικό ιστό “πολιτών”».
Πολυσήμαντα δημόσια κτίρια χτίζονται στους ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους, όπως ο ναός των αιγυπτιακών θεοτήτων, στάδιο, βουλευτήριον, Ωδείον, το Πραιτώριο, ρωμαϊκό θέατρο, ιππόδρομος, η βασιλική του Ηρακλείου, βυζαντινές θέρμες, η Βασιλική του Ιουστινιανού, ο Αγιος Τίτος κ.λπ.
Ο καλαίσθητος τόμος με χάρτες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό αναδεικνύει εντυπωσιακά την ιστορία της Γόρτυνας.
Info:
Antonino Di Vita, Η Γόρτυνα της Κρήτης – Δεκαπέντε αιώνες αστικού βίου
Μετάφραση: Ιλαρία Σιμιακάκη, Ειρήνη Παπαδάκη.
Φιλολογική επιμέλεια: Ειρήνη Παπαδάκη, Μανώλης Δρακάκης
Εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου