«Πολύ σύντομα δεν θα έχουμε εντατικολόγους στην Ελλάδα. Και όσοι θα έρχονται στις Μονάδες θα είναι μέχρι να βρουν κάτι άλλο. Εάν δεν είναι λίγο “παλαβοί”, δηλαδή να αγαπούν το αντικείμενο, θα προτιμήσουν να πάνε εκεί που είναι πιο εύκολα. Και όταν λέω πιο εύκολα, εννοώ σωματικά πιο εύκολα». Την ανάγκη να δοθούν επιπλέον οικονομικά κίνητρα στους γιατρούς των μονάδων εντατικής θεραπείας των δημόσιων νοσοκομείων τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, και έως πριν από λίγο διάστημα διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, Δημήτρης Γεωργόπουλος. «Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να δοθούν ουσιαστικά οικονομικά κίνητρα για τους γιατρούς που είναι εντός των μονάδων εντατικής θεραπείας. Είναι μια πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Εχουμε μετρήσει ότι σε μία εφημερία ο κάθε γιατρός εντατικολόγος κάνει περίπου 13 χιλιόμετρα μέσα στη Μονάδα. Είναι επίσης μια πολύ ψυχοφθόρος δουλειά με πολύ μεγάλη ευθύνη», σημειώνει ο κ. Γεωργόπουλος, προσθέτοντας ότι «μελέτες έχουν δείξει ότι οι γιατροί που εκδηλώνουν συχνότερα burnout είναι οι εντατικολόγοι».
Παρά το γεγονός αυτό, η μισθολογική αντιμετώπιση των εντατικολόγων δεν ανταποκρίνεται στις δυσκολίες αυτής της ειδικότητας. «Αντίθετα, μάλιστα», αναφέρει ο καθηγητής. «Γνωρίζετε ότι υπάρχουν ειδικότητες που, νόμιμα, μπορεί να βγάζουν έως και 30.000 ευρώ επιπλέον των άλλων γιατρών μηνιαίως; Π.χ. ένας διευθυντής στην Πυρηνική Ιατρική ή στην ακτινοθεραπεία μπορεί μέσω των απογευματινών ιατρείων να βγάζει 20.000 ευρώ ή και 30.000 ευρώ τον μήνα. Δεν λέω να μην πληρώνονται επιπλέον. Λέω απλώς ότι υπάρχει μια αδικία, καθώς οι γιατροί που είμαστε στην Εντατική δεν έχουμε τη δυνατότητα να συμμετέχουμε στα απογευματινά ιατρεία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αδικία αυτή δεν μπορεί να διορθωθεί με την αύξηση της τάξεως του 50% στο επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης που προβλέπει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Υγείας το οποίο συζητείται στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής αυτές τις ημέρες. Και η οποία αύξηση, όπως τονίζει ο καθηγητής, δεν προβλέπεται να δοθεί στους πανεπιστημιακούς γιατρούς. «Στη ΜΕΘ όλοι οι γιατροί, πανεπιστημιακοί και του ΕΣΥ, κάνουν την ίδια δουλειά. Οι πανεπιστημιακοί έχουν μία επιπλέον ευθύνη στην εκπαίδευση – εξειδίκευση των γιατρών. Ωστόσο εξαιρούνται από αυτό το επίδομα».
Η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου στους γιατρούς του ΕΣΥ ως ένα μέσο να αυξήσουν τις αποδοχές τους, που προβλέπεται στο σχέδιο νόμου, στην πράξη δεν αφορά τους εντατικολόγους, οι οποίοι, υπενθυμίζεται, δεν έχουν καν δυνατότητα συμμετοχής στην ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων. «Δουλεύω στην Εντατική 30 χρόνια. Το ότι η βασική μου ειδικότητα είναι η Πνευμονολογία δεν μου δίνει το ηθικό δικαίωμα να ανοίξω ιδιωτικό ιατρείο και να ασχολούμαι με περιστατικά πέραν της εξειδίκευσής μου, που είναι και το αντικείμενό μου τα τελευταία 30 χρόνια», αναφέρει ενδεικτικά ο κ. Γεωργόπουλος.
Και τονίζει: «Εάν συνεχίσουμε να μη δίνουμε κίνητρα στους εντατικολόγους, από εδώ και πέρα οι “καλοί” θα φεύγουν στο εξωτερικό. Και όσο περνάει ο καιρός θα μένουν στο ΕΣΥ δύο ειδών γιατροί στις ΜΕΘ: όσοι έχουν υπερβολική αγάπη στο αντικείμενο, οι “παλαβοί”, που είναι και η μειονότητα, και όσοι δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Εάν αυτό θέλουμε να λέγεται εντατική θεραπεία στη χώρα μας, τι άλλο μπορώ να πω;».
Έργο χωρίς αναγνώριση
Ο ίδιος βγήκε στη σύνταξη στα τέλη Αυγούστου. «Δεν έχω να κερδίσω κάτι για εμένα από αυτά που σας λέω. Απλώς εκφράζω τη μεγάλη αδικία για την ειδικότητά μου αλλά και για όλη μου την καριέρα. Γιατί ήρθα από τον Καναδά, βρήκα μια μονάδα με τέσσερις κλίνες, την ανέπτυξα και την άφησα με 27 κλίνες, τέσσερα εργαστήρια και ένα εργαστήριο ζώων. Ενα μεγάλο έργο, και το κράτος δεν αναγνώρισε τίποτα. Οχι μόνο δεν αναγνώρισε την προσφορά, αλλά είδα φίλους μου να παίρνουν 30.000 ευρώ περισσότερα από εμένα και νόμιμα. Ποιο είναι λοιπόν το ευχαριστώ;» επισημαίνει ο κ. Γεωργόπουλος.
Ο καθηγητής, πριν δουλέψει στην Ελλάδα, εργαζόταν στον Καναδά όπου, όπως σημειώνει, οι απολαβές ενός εντατικολόγου μπορεί να φθάσουν τις 200.000 δολάρια ετησίως. Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα οι απολαβές –μισθός και επιδόματα– ενός διευθυντή μονάδας είναι περίπου 40.000 ευρώ τον χρόνο. «Ηρθα από τον Καναδά γιατί ήθελα να προσφέρω στη χώρα μου. Δεν το μετάνιωσα, αλλά με πιάνει καμιά φορά η πίκρα», καταλήγει ο κ. Γεωργόπουλος.
Πηγή: kathimerini.gr