Του Χρίστου Κωνσταντινίδη*
Εισαγωγή
Επισκέπτοντας κανείς την Κρήτη και ιδιαίτερα το νομό Ρεθύμνου δε γίνεται να παραλείψει την επίσκεψη του στη Μονή Αρκαδίου, στην οποία έλαβε χώρα το δραματικό επεισόδιο – ορόσημο της Κρητικής Επανάστασης με την ανατίναξη της μονής. Για το λόγο αυτό, η μονή είναι διεθνώς γνωστή ως μνημείο και σύμβολο της Πίστεως και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων του κρητικού λαού, αλλά και ως διεθνές σύμβολο ελευθερίας και αντίστασης σε κάθε είδους μορφής εξουσία.
Η UNESCO έχει ανακηρύξει μάλιστα τη Μονή Αρκαδίου ως Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας και Πολιτισμού, καθώς πέρα από την ιστορική του σημασία σώζονται σε αυτό σημαντικά εκκλησιαστικά κειμήλια, αλλά ταυτόχρονα και το ίδιο το κτήριο της μονής φέρει μεγάλη και σπάνια αρχιτεκτονική αξία.
Στο Εκκλησιαστικό Μουσείο που βρίσκεται στο χώρο της μονής διαφυλάσσονται ποικίλα κειμήλια, μεταξύ άλλων, το ιερό λάβαρο, εικόνες της μεταβυζαντινής περιόδου, όπλα της επαναστατικής περιόδου, αντικείμενα λατρείας, χρυσοκέντητα άμφια σπουδαίας καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας, χειρόγραφοι κώδικες, και σφραγίδες.
Οι γιορτές της μονής Αρκαδίου είναι τρεις: στις 6 Αυγούστου του Σωτήρος, και στις 21 Μαΐου των Κωνσταντίνου και Ελένης, από τους δύο ναούς που είναι αφιερωμένοι σε αυτούς, ενώ στις 8 Νοεμβρίου των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, που συμπίπτει και γιορτάζεται μαζί με το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής.
Η Μονή Αρκαδίου βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Ρεθύμνου. H πρόσβαση στη Μονή μπορεί να γίνει μέσα από τρεις διαφορετικές διαδρομές: α) ακολουθώντας το δρόμο ανατολικά του Pεθύμνου, β) μέσα από τον Πλατανιά ή τον Σταυρωμένο, και γ) από τη Bιράν Eπισκοπή Mυλοποτάμου. Μάλιστα, η τοποθεσία της Μονής επιτρέπει την γεωγραφική σύνδεση των τριών προαναφερθέντων περιοχών. Περίπου 23 χιλιόμετρα νότια του Pεθύμνου στις παρυφές του Ψηλορείτη μπορεί να αντικρύσει κανείς το μεγάλο οροπέδιο, όπου είναι χτισμένη η Μονή Αρκαδίου, η οποία βρίσκεται μεταξύ Pεθύμνου, και των χωριών Aμαρίου και Mυλοποτάμου (Zambettakis, 1954).
Το οροπέδιο αυτό είναι σπάνιας και άγριας, γραφικής ομορφιάς. Στο βόρειο τμήμα του η βλάστηση είναι πλούσια, με πολλά δέντρα, σε αντίθεση με το νότιο επίπεδο τμήμα του, στο οποίο είναι χτισμένη η Μονή. Η περιοχή φαίνεται να διαχωρίζει τη δύση με την ανατολή με ένα βαθύ φαράγγι που κατακλύζεται από πέτρα και άγριους θάμνους. Το βόρειο οροπέδιο δείχνει να συμπληρώνει αρμονικά την εικόνα ξηρασίας του νοτιοανατολικού μέρους του (Βενέρης, 1938).
Γύρω από τη Μονή, λοιπόν, εκτείνεται μια πεδιάδα, ωστόσο εξαιτίας της ανυδρίας δεν παρέχει τη δυνατότητα καλλιέργειας. Ενδεικτικά, το 1932, σε μία προσπάθεια εκμετάλλευσης της γης, επισκέφτηκε την περιοχή ο Γεράσιμος Τζωρτζάτος, ο οποίος προχώρησε σε υδρογεωλογικές μελέτες του εδάφους και του φαραγγιού, προκειμένου να προτείνει λύσεις για την τεχνητή παροχή νερού στην περιοχή (Βενέρης, 1938). Έτσι δημιουργήθηκαν τα πηγάδια, που βρίσκονται κοντά στη Μονή, αλλά και η υπόγεια δεξαμενή που χρησιμοποιούνταν για την άρδευση της Μονής. Η υπόγεια δεξαμενή βρίσκεται μέσα σε μια μεγάλη αυλή της Μονής.
H παλαιότερη ιστορία της μονής Αρκαδίου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή. H ίδρυση της μονής εικάζεται να έγινε κατά τη δεύτερη Bυζαντινή περίοδο (961-1204) ή κατά τιςαρχές της Bενετοκρατίας στην Kρήτη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ήταν ένα θρησκευτικό κέντρο με ανθηρή πνευματική και οικονομική ζωή (Βλάχος, 1953).
Η παράδοση αναφέρει πως η θεμελίωση της έγινε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ηράκλειο, ενώ ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο τον 5ο αι. μ.Χ., ο οποίος της έδωσε και το όνομα της. Σύμφωνα όμως με επιστημονική έρευνα που έχει συντελεστεί αφενός η ίδρυση, και αφετέρου και η ονοματοδοσία της μονής προέρχονται από έναν μοναχό που έφερε αυτό το όνομα (Βλάχος, 1953), όπως συνέβαινε σε πολλές Μονές της Κρήτης (Βενέρης, 1938).
Αναφορικά με την κατασκευή του κεντρικού δίκλιτου ναού της μονής, φαίνεται πως χτίστηκε αρχικά τον 14ο αιώνα και ανακαινίστηκε το 1587, οπότε και αφιερώθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο και τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Τότε ο ναός αναδιοργανώθηκε ριζικά και απέκτησε την εντυπωσιακή σημερινή του πρόσοψη σε στυλ μπαρόκ. Η ανακαίνιση αυτή έγινε με πρωτοβουλία των οικογενειών Xορτάτση και Kαλλέργη του Ρεθύμνου, με σκοπό την κάλυψη των τότε αυξημένων αναγκών του μοναστηρίου, καθώς από εκείνη την εποχή και έως τη λήξη της Bενετοκρατίας ήταν πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.
Ωστόσο, την περίοδο της Tουρκοκρατίας η πνευματική ακμή του μοναστηριού σταμάτησε, καθώς οι Τούρκοι κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη μονή. Το 1669 ο Πορθητής πασάς έδωσε διαταγή που απαγόρευε να χτυπούν τις καμπάνες σε όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια του νησιού, αλλά ο ιεροδιάκονος της μονής, Νεόφυτος Πατελάρος, που γνώριζε τουρκικά, γέμισε με πολλά δώρα τον πορθητή παρακαλώντας τον να επιτρέψει τη χρήση της καμπάνας μόνο στη Μονή του Αρκαδίου. Έτσι, ο πασάς έκανε δεκτό το αίτημα του, αφού δέχτηκε τα πλούσια δώρα και εκτίμησε τον ιεροδιάκονο, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που τον επισκέφθηκε. Εξαιτίας αυτού του συμβάντος η Μονή Αρκαδίου την περίοδο εκείνη αποκαλούταν “Τσανλί-Μαναστίρ” που σήμαινε “ζωντανό Μοναστήρι”. Πολύ σύντομα, μάλιστα, της επετράπη να λειτουργεί με ορισμένα επιπλέον προνόμια, όπως η φύλαξη από συγκεκριμένη φρουρά. Μάλιστα από τον 18ο αιώνα και μετά η μονή Αρκαδίου θεωρούταν η πιο γνωστή και σημαντική ολόκληρης της Κρήτης, συγκεντρώνοντας πολλούς επισκέπτες κάθε χρόνο (Φραγκάκης, 1996).
Ο ρόλος της και η ενεργή συμμετοχή της μονής στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες της Ελλάδας υπήρξε ισοδύναμη με το πνευματικό της έργο. Από τα μέσα του 1830 μετατράπηκε σε θρησκευτικό και εθνικό κέντρο της περιοχής με σημαντική ιστορική δράση.
Το ιστορικό γεγονός που αναμφίβολα έχει καταστήσει τη μονή σύμβολο αυτοθυσίας και ελευθερίας ήταν το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου τη νύχτα της όγδοης προς ενάτης Νοεμβρίου του 1866 κατά τη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869).
Συγκεκριμένα, η τουρκική κυριαρχία στην Κρήτη συνεχιζόταν για περίπου 250 χρόνια με τον κρητικό λαό να προβαίνει συχνά σε εξεγέρσεις, οι οποίες οδήγησαν στην επανάσταση του 1866. Ειδικότερα, οι επαναστάτες είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο Αρκάδι από τις 3 Μαρτίου του 1866 και το Μάϊο του ίδιου έτους είχαν φτάσει τους 1.500 πολεμιστές από όλο το νησί. Ο αρχικός τους σκοπός ήταν η εκλογή πληρεξουσίων για όλες τις επαρχίες της Κρήτης (Βλάχος, 1953).
Η τουρκική ηγεσία ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη να απομακρύνει την Επαναστατική Επιτροπή από τη μονή απειλώντας τον ότι θα την καταστρέψουν αλλά ο ηγούμενος αρνήθηκε. Στις 24 Σεπτεμβρίου έφτασε εκεί ο συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, Κορωναίος, ο οποίος και εκλέχτηκε αρχηγός της επανάστασης. Αν και ο Κορωναίος θεώρησε πως η τοποθεσία της μονής δεν ήταν κατάλληλη για άμυνα, ο Ηγούμενος Γαβριήλ δε θέλησε να την εγκαταλείψει. Για το λόγο αυτό, ξεκίνησε να κάνει αμυντικά έργα, όρισε φρούραρχο της μονής τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο και ο ίδιος πήγε στις επαρχίες για να στρατολογήσει πολεμιστές (Βλάχος, 1953).
Η επίθεση του τουρκικού στρατού, ο οποίος αποτελούταν από 15.000 άντρες και υποστηριζόταν από 30 κανόνια υπό την ηγεσία του Μουσταφά Ναϊλή Πασά, ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου. Αρχικά, ο πασάς ζήτησε από τον ηγούμενο να παραδοθούν, αλλά και πάλι ο ηγούμενος με θάρρος αρνήθηκε. Την πρώτη ημέρα, οι Έλληνες έδειξαν γενναία αντίσταση, όμως την επόμενη ημέρα ο εξωτερικός κλοιός της άμυνας έσπασε και οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να εισέλθουν στον προαύλιο της μονής, ενώ ο ηγούμενος Γαβριήλ σκοτώθηκε (Βλάχος, 1953).
Τότε οι 325 άνδρες και τα 639 γυναικόπαιδα έχοντας στο μυαλό τους σίγουρο το επακόλουθο της αιχμαλωσίας με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη κλείνονται στην πυριτιδαποθήκη. Όλοι μαζί αποφάσισαν να πυροδοτήσουν τα βαρέλια με το μπαρούτι και να πεθάνουν, παρά να γίνουν αιχμάλωτοι των Τούρκων. Η έκρηξη κατέστρεψε ολόκληρη τη μονή και οδήγησε σε θάνατο πολλούς Έλληνες, αλλά και Τούρκους. Ωστόσο, ακόμα και μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ορισμένοι πολεμιστές συνέχισαν να μάχονται στο προαύλιο της μονής εναντίον των Τούρκων με επικεφαλής τον Ι. Δημακόπουλο, ο οποίος παραδόθηκε όταν δέχθηκε εγγυήσεις για τη ζωή των τελευταίων που αντιστέκονταν μέσα από τα ερείπια. Μολαταύτα, ο ίδιος όπως και πολλοί άλλοι εκτελέστηκαν (Φραγκάκης, 1996).
Μετά την καταστροφή αυτή η Μονή Αρκαδίου αναστηλώθηκε πλήρως κατά την προηγούμενη του μορφή. Ωστόσο, και μετά το ολοκαύτωμα η μονή συνέχισε να έχει ενεργό δράση και κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής προσφέροντας στον ελληνικό λαό τα μέγιστα. Εκεί μάλιστα έχει θαφτεί και ο Τιμόθεος Λαγουδάκης, διάκονος της μονής, ο οποίος είχε σημαντική δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (Zambettakis, 1954).
Η θυσία της μονής Αρκαδίου αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός της σύγχρονης ιστορίας της, καθώς ανέδειξε σε πανευρωπαϊκο επίπεδο το Κρητικό ζήτημα ξεσηκώνοντας τα φιλελληνικά αισθήματα της Ευρώπης και αλλάζοντας την προσέγγιση και την αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι σε αυτούς.
Η ομαλότητα του επίπεδου εδάφους στο συγκεκριμένο σημείο και τα γενικότερα γεωλογικά στοιχεία της περιοχής επέτρεψαν την ανοικοδόμηση των κτισμάτων της Μονής Αρκαδίου, αφού παρείχαν τη δυνατότητα ορθογώνιου σχεδιασμού αλλά και την ύπαρξη ασφάλειας από επιδρομές, χάρη στην ύπαρξη της χαράδρας. Ακόμη, η συγκεκριμένη τοποθεσία παρείχε τη δέουσα απομόνωση του μοναστηριακού χώρου (Βενέρης, 1938).
Η Μονή Αρκαδίου από την πρώτη κιόλας ματιά εντυπωσιάζει τον επισκέπτη που την αντικρύζει, τόσο λόγω του μεγέθους της, αλλά και για την αρχιτεκτονική της, η οποία αναδεικνύεται περαιτέρω από τον περιβάλλοντα χώρο. Η τοποθεσία της επιτρέπει την αρμονική συνύπαρξη της πλούσιας φύσης και του απόμερου φαραγγιού, ενώ η μεγάλη αυλή που υπάρχει στο κέντρο του συγκροτήματος κτισμάτων της Μονής προσδίδει ιδιαίτερη ομορφιά δημιουργώντας πέρασμα στις πύλες της Μονής, τη δυτική (Εικόνα 1) και την ανατολική.
Όλοι όσοι συνέβαλαν στο κτίσιμο των υποδομών της Μονής αναφέρονται σε επιγραφές που υπάρχουν διάσπαρτες στην περιοχή. Ο φρουριακός της χαρακτήρα της χαρακτήρας γίνεται εύκολα διακριτός, το κτηριακό της συγκρότημα στο σύνολο του συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής, η οποία διαμορφώθηκε στην Kρήτη κατά τα τελευταία έτη της Bενετοκρατίας (Βενέρης, 1938).
Γύρω από το χώρο της μονής παλιότερα είχε χτιστεί ένα πλήθος από μικρότερα μοναστήρια, τα οποία αργότερα έγιναν μετόχια της μεγάλης Mονής κατά τον 17ο αιώνα. Αναμφίβολα το πιο σημαντικό μέρος της Μονής Αρκαδίου είναι ο κεντρικός δίκλιτος ναός, το καθολικό. Το βόρειο τμήμα αυτού είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ενώ το νότιο, το οποίο και περιβάλλεται από ένα παχύ αυλότοιχο, μέσα στον οποίο υπάρχουν άλλα βοηθητικά οικήματα, στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (Zambettakis, 1954).
Η επιγραφή που βρίσκεται στο κωδωνοστάσιο, (με το προνόμιο ύπαρξης καμπάνας στο ναό να κατέχει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας του), αναφέρει πως ο δίκλιτος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα χτίστηκε το 1587. Κατά συνέπεια, δε χωρά αμφιβολία ότι η μονή είναι έργο της περιόδου της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη, γεγονός που μαρτυράται και από ένα σύνολο άλλων στοιχείων της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Συγκεκριμένα, ο σημερινός ναός είναι το αποτέλεσμα της ανακαίνισης του προηγούμενου που είχε χτιστεί αρχικά τον 14ο αιώνα. Στις οροφές των κτηρίων της μονής είναι τοποθετημένες επάλξεις με σκοπιές και τυφεκιοθυρίδες (Βενέρης, 1938).
Το συγκρότημα του μοναστηρίου έχει εμβαδό 5.200 τ.μ. και τα πιο σημαντικά κτήρια των βοηθητικών χώρων της κεντρικής μονής είναι: ο ξενών, το ηγουμενείο, η τράπεζα, η αίθουσα κοινής εστίασης, τα κλάουστρα, που ήταν τα θολωτά διώροφα κελιά των μοναχών, σε αντίθεση με τα κελλία, που ήταν χώροι κατοικίας των μοναχών και διακρίνονταν σε ισόγεια και ανώγεια, οι αποθήκες, το σκευοφυλάκιο, τα κελαρικά, το μεγάλο θολωτό διαμέρισμα που χωρίζεται σε μαγειρείο, ζυμωτήριο, φούρνο, αρταποθήκη και αλευραποθήκη. Ακόμη, σημαντικό ρόλο έπαιζε και η «Πυριτιδαποθήκη», μια μεγάλη επιμήκης αίθουσα, που χρησιμοποιούταν παλαιότερα ως οιναποθήκη, και κατά το 1866 μετατράπηκε σε πυριτιδαποθήκη, ενώ τα «Μεσοκούμια» εικάζεται πως ήταν χώρος περίθαλψης που αποτελούταν από οχτώ επιμέρους κελιά (Βενέρης, 1938· Μπούρας, 2001).
Τα κτίσματα αυτά που συγκροτούν τη Μονή Αρκαδίου χτίστηκαν σταδιακά στο πέρασμα του χρόνου, ενώ κοντά στην περιοχή του χτίσματος της Μονής, μπορεί κανείς να διακρίνει το Ηρώο, ιστορικής αξίας μνημείο από τα μέσα του 19ου αιώνα (Μπούρας, 2001).
H πρόσοψή του καθολικού της Ι. Mονής (Εικόνες 3 και 4) θεωρείται ενδεχομένως η πιο εντυπωσιακή όλων των ναών της Kρήτης, καθώς αντικατοπτρίζει την ιστορική σημασία της Μονής και παράλληλα αποτυπώνει τη νέα τάξη πραγμάτων και την εξέλιξη στην αρχιτεκτονική τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία έως τότε παρέμενε φτωχή και χωρίς την εύνοια τεχνολογικών διευκολύνσεων. Αποτελείται από δύο ζώνες. Το καθολικό τοποθετείται στο κέντρο της τετραγωνικής κάτοψης του συγκροτήματος (Εικόνα 2), ενώ στην περίμετρο του βρίσκονται τα κελιά και άλλοι βοηθητικοί χώροι του Μοναστηριού (Βενέρης, 1938· Μπούρας, 2001).
H κάτω ζώνη αποτελείται από τέσσερα ζεύγη ημικιόνων γοτθικού ρυθμού με ρωμαϊκές επιρροές. Πάνω από τα κορινθιακά επίκρανα των ημικιόνων ξεκινά ένας κορινθιακός θριγκός, ενώ ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν τρία ημικυκλικά τόξα που στηρίζονται σε παραστάδες. Τα δύο τόξα που βρίσκονται στις άκρες έχουν στο εσωτερικό τους ένα κυκλικό άνοιγμα με έναν περιμετρικό ανθεμωτό διάκοσμο (Μπούρας, 2001).
Η ανώτερη ζώνη της πρόσοψης, η οποία και αναπτύσσεται πάνω από τον κορινθιακό θριγκό, αποτελείται από μια σειρά κυματίων και ελλειψοειδών ανοιγμάτων, κατασκευασμένα ακριβώς πάνω από τα κυκλικά ανοίγματα της κάτω ζώνης. Στη μέση του υψηλότερου τμήματος της πρόσοψης βρίσκεται το κωδωνοστάσιο, ενώ στις άκρες του δύο διακοσμητικοί οβελίσκοι γοτθικής αρχιτεκτονικής (Μπούρας, 2001).
Το αξιοσημείωτο στοιχείο της πρόσοψης αυτής είναι η αρμονική ένωση στοιχείων αρχιτεκτονικής, όπως τα γοτθικά τόξα και οι οβελίσκοι, τα αναγεννησιακά ανθέμια, τα κορινθιακά κυμάτια της όψιμης αναγέννησης και οι μπαρόκ σπείρες, οι οποίες φανερώνουν τη σύνδεση του αρχιτέκτονα του Αρκαδιού με το αρχιτεκτονικό έργο της των Sebastiano Serlio και Andrea Palladio κατά την Αναγέννηση (Μπούρας, 2001).
Γενικότερα, στην κατασκευή της συνυπάρχουν αρμονικά γοτθικά, αναγεννησιακά και μετααναγεννησιακά στοιχεία, συνδυασμένα με αριστοτεχνικό τρόπο. Πολλοί είναι αυτοί που χαρακτηρίζουν την όψη του Ναού ως καλλιτεχνικό και όμορφο, παρά τις ζημιές που προκάλεσαν οι διάφορες επιδρομές στην ιστορία ύπαρξης της Μονής, όπως για παράδειγμα η πτώση της ανατολικής εισόδου της Μονής μετά την ανατίναξη το 1866 (Βενέρης, 1938). Στο πέρασμα του χρόνου πραγματοποιήθηκαν ανακαινίσεις στους χώρους της Μονής προς επισκευή των ζημιών και βελτιστοποίηση της αισθητικής του εσωτερικού της Μονής.
Η διακόσμηση στο εσωτερικό της Μονής Αρκαδίου στη βενετοκρατούμενη Κρήτη θυμίζει, όπως είναι αναμενόμενο, σε μεγάλο βαθμό δυτικά πρότυπα, από τις αναλογίες στην επιλογή των χρωμάτων στις τοιχογραφίες έως τις θολωτές λεπτομέρειες στο κατά τα άλλα γοτθικού χαρακτήρα κωδωνοστάσιο (Βενέρης, 1938), χωρίς να απουσιάζουν τα στοιχεία που θυμίζουν βυζαντινή περίοδο (Εικόνα 5).
Όσο περνούσαν τα χρόνια, με τις συνεχείς προσπάθειες διατήρησης και διακόσμησης του Ναού, υπήρξαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις, καθώς συνεχώς μεγάλωνε με την προσθήκη κτισμάτων και την αναδόμηση κατεστραμμένων τμημάτων της, ενώ παράλληλα η αισθητική και η μπαρόκ διακόσμηση του εσωτερικού της Μονής γνώριζε ακμή (Μανούσακας, 1966).
Έχουν διασωθεί πολλά κειμήλια, όπως εικόνες και επιγραφές, χρυσοκέντητα πετραχήλια και επιμανίκια (Εικόνα 6), τα οποία ανήκαν σε ηγούμενους της Μονής. Ακόμη, η άψογη κατεργασία του λίθου και των ανάγλυφων λεπτομερειών υποδηλώνουν ότι κατασκευάστηκαν από άριστους τεχνίτες (Βενέρης, 1938· Μπούρας, 2001). Όλα αυτά εμπεριέχουν και υπερτονίζουν την ιστορική και καλλιτεχνική σπουδαιότητα της Μονής Αρκαδίου.
Εν κατακλείδι, η Μονή Αρκαδίου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά και αρχιτεκτονικά μνημεία της Κρήτης, αλλά και ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας. Πρόκειται για τη σημαντικότερη Μονή της Κρήτης, αφού η ιστορική, αρχιτεκτονική και πνευματική της αξία είναι ανυπολόγιστη.
Η ιστορική αξία της Μονής διαφαίνεται στο αξιοσημείωτο γεγονός του ολοκαυτώματος που έλαβε χώρα εκεί κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (Φραγκάκης,1996). Στο μουσείο της μονής, που χτίστηκε το 1932 με πρωτοβουλία του τότε επισκόπου Ρεθύμνου και Αυλοποτάμου, Τιμόθεου Βενέρη, σώζεται το Ιερό λάβαρο της επανάστασης και άλλα κειμήλια της μονής, όπως εκκλησιαστικά σκεύη, χρυσοκέντητα άμφια και όπλα (Φραγκάκης, 1996). Έτσι, εύκολα γίνεται αντιληπτή η σύνδεση της Μονής με την ιστορική εξέλιξη του κρητικού ζητήματος και την προσάρτηση της Κρήτης στον ελλαδικό χώρο αργότερα.
Ωστόσο, η συμβολή της Μονής Αρκαδίου και η σπουδαιότητά της και ως προς την Τέχνη, δε θα έπρεπε να παραγκωνίζεται. Δεν αποτελεί μόνο μια ιερά μονή, αλλά συγκεντρώνει πάνω της το ενδιαφέρον των επισκεπτών εξαιτίας της πλούσιας αρχιτεκτονικής της τεχνοτροπίας.
Εκτός από τα εξωτερικά της προνόμια, όπως η χρήση του κωδωνοστασίου ή η εμφανής αρχιτεκτονική της, ήδη από τον 18ο αιώνα θεωρείται ένα κέντρο πολιτισμού και μέρος όπου άκμαζε η πνευματικότητα. Συγκεκριμένα, στο χώρο της Μονής υπήρχε σχολείο, μια σπουδαία βιβλιοθήκη που περιλάμβανε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εργαστήρι αντιγραφής χειρόγραφων και κέντρο χρυσοκεντητικής (Φραγκάκης, 1996), μία τέχνη που φαίνεται να ακμάζει τον ίδιο αιώνα.
Βενέρης, Τ. (1938). Το Αρκάδι διά των αιώνων. Τύποις “Πυρσού”.
Βλάχος, Ν. (1953). Λόγος επί τη Επετείω της Ολοκαυτώσεως της Μονής του Αρκαδίου και των Υπερασπιστών της. Κρητικά Χρονικά 7 (3), 422-435. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2021 από http://hdl.handle.net/11615/10839
Μανούσακας, M.I. (1966). Άγνωστα κεφάλαια της παλαιοτέρας ιστορίας του Αρκαδίου. Νέα Εστία 944. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2021 από http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=108185&code=2074
Μπούρας, Χ. (2001). Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. (Επιμ. Δ. Κομίνη-Διαλέτη). Εκδόσεις: Μέλισσα.
Φραγκάκης, Μ. (1996). Μελέτη και αξιολόγηση των κακώσεων των κρανίων των θυμάτων του ολοκαυτώματος της Μονής Αρκαδίου Κρήτης-1866 (Doctoral dissertation, University of Crete (UOC); Πανεπιστήμιο Κρήτης).
Zambettakis, E. (1954). Influence de l’holocauste d’Arcadi sur l’opinion mondiale. Κρητικά Χρονικά 8 (3), 413-427. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2021 από http://hdl.handle.net/11615/10427
Ο κ. Χρίστος Κωνσταντινίδης είναι εκπαιδευτικός