Του Αντώνη Κουκλινού
Ήβρεξε και εμαλάκωσενε η Γης.
Εδά δε ν’ έχει ξάργητες.
Λαδοχρονιά θα ξετελέψει και γλακούνε ούλοι στα λιόφυτα, να μαζώξουνε το καρπό.
Αξημέρωτα εσηκώθηκενε η Ψεβία, να ετοιμάσει τα δυό μεγάλα να πάνε στο σκολειό και να βράσει γάλα να πχεί το στεροβύζι.
Ανημένει τη μάνα τζη, να ποσαστεί με το γέρο και η γ’ ώρα τη νε βάνει να φανεί.
Ο Στεφανής εκρέμασε τα καλάθια με τα τσουβάλια στο σωμάρι του γαιδάρου κ’ ανημένει τη κερά ντου να μολάρουνε.
-Μρέ γυναίκα ίντα εγίνηκε η μάνα σου σήμερο, άμε τση το κοπέλι να φύγομε…
-Σώπαινε απου θα ξυπνήσω το κοπέλι να γύρω κάτω, νάρθει θέλει, ντα σάμε να τση το πάω θα νάρθει.
Περνά μνιά ολιά ώρα και τση ξαναφωνιάζει..
-Μπρέ Ψεβία… αργούμενε, κοντώ εμεροκοιμήθηκενε η γρά..? σάλευγε να πα να τση φωνιάξεις…!
-Εκειά που σε γροικώ να κόψει θέλει το αίμα σου…! εμά ζόρε να μολάρομε… ογρασά είναι ακόμη ίντα βγιάζεσαι..?
Απάνω στη κουβέντα να τη γρά σκασμένη, να βαστά τα καπούλια τζη, να σαλεύγει τη ν’ ανηφόρα…
-Πούσαι μπρέ μάνα, επλάκωσέ σαι το γιοργάνι σήμερο..?
Εστάθηκενε να τση απαντήσει γιατί εκόπηκε η αναπνιά τζη να γλακά τη ν’ ανηφόρα…
-Ροβύθια είχα βαρμένα στο νερό και στάθηκα να το σε παίξω μνιά βράση, απου να γοργοψηθούνε το μεσημέρι.
-Καλά το καμες να βρούμενε μαγερεμένα οντε θα γιαγύρομε.
-Μα για κειονά παιδί μου τό καμα και του λόγου μου.
-Έεεε μάνα, φεύγομε, μονο να ταϊσεις του κοπελιού τσι πατάτες σε μνιά ολιά οντε θα σηκωθεί, το γάλα ντου το χει πχιωμένο.
-Σαλεύγετε να μη ξαργείτε, μα γω θα του τσι μαχτίσω στο πχιατάκι ντου και θα φάει.
-Απις φανεί ο αφέντης μου, να πάει οξυνίδες τω ν’ ορνηθώ και ότι αυγά είναι στη φωλιά να τα πάρει, γιατί τα μαζώνω να θέσω μνιά κλωσού.
-Άμετε στη ν’ ευκή μου και καλή δύναμη…
Ενεσκούμπωσε τσι μανίκες τση, να κάμει ότι λάτρα ήφηκε πομεινάρικη η θυγατέρα τζη.
Ετοίμασε και του κοπελιού το φαγάκι ντου, εδα απου θα ξυπνήσει να το ταϊσει.
Ήφταξε κ’ ο γεροντής να ποσάσει τσ’ όρθες και σα ν’ εγιάγυρε, ήβρηκε το γλάνι να τρώει αμοναχό ντου.
Ήφαε το κοπέλι κ’ εγίνηκε μπριντούσκι το κοιλιδάκι ντου κ’ εδά νε η γ’ ώρα για παιχνίδι.
Ετσά θα περάσει τη μέρα ντου, σάμε να φέγγει ο Θεός τη μέρα.
Εφτάξανε στο λιόφυτο και τζενώνει τα ζούμπερα να βοσκήσουνε, εδά απου είναι ‘τοιμόγεννα, θα κατεβάσουνε γάλα οι μουσταρές τως.
Ήβγαλε το σωμάρι του γαιδάρου να ξεκουραστεί και μολέρνει το κουλούκι να βολτάρει.
Έδεσε τη (μ)ποδιά στη μέση ντου και ντακέρνουνε το λιομάζωμα.
Οι ελιές φορτωμένες απούνε χαμόστρωμα και πολλές σταφιδιασμένες, σα ντο χρυσάφι.
-Γυναίκα όσες θωρείς σταφιδιασμένες να τσι βάνεις ξεχωριστά στη (μ)ποδία σου, να τσ’ αλατσίσομε στο πιθάρι.
-Ντα ίντα θαρρείς… ανε συνοριστούμενε, ούλες είναι για το αλάτσι.
Ετσάνε οι χοντρολιές οι πλιά πολλές θεόρατες, απου δε τσ’ αγκαλιάζουνε δυό τρείς άντρες.
Ούλη μέρα γονατιστοί, μαζώνουνε με τα χέργια μνιά, μνιά ν’ ελιά και γεμίζουνε τα καλάθια, σάμε αργά θα χουνε τσι φάρδους ανετρούλι καωμένους.
Εκειά που μαζώνανε, εσκιάχτηκε αμανίτους σ’ ένα διπλανό χωράφι.
-Γυναίκα… μα ξάνοιξε εκειέ αμανίτους, επετύχαμε το κρασομεζέ, να μου τσι κάμεις στο τηγάνι το βράδυ.
-Ναι… σάλευγε μάζωξέ τσι, μη πάει το κουλούκι και τσι τσαλοπατήσει.
Ετσά θα πάει η μέρα και σήμερο… κολατσό μισή ώρα να φάνε μνιά μπουκιά ψωμί στο πόδι και φαϊτό αργά στο σπίτι.
Το χρυσάφι τση Γης, το ευλοημένο λάδι, θέλει πολύ κόπο σάμε να το βάλεις στο πιθάρι.
Εγεμώσανε τσι φάρδους και τσι φορτώσανε στο γάιδαρο, να γύρουνε το χωργιό.
Στα ξέτελα εμάζωξενε και μνιά δεμαθιά λιόφουντες τω ν’ αιγώ και κάμποσους θύμους, ν’ άφτει εύκολα η φωθιά στη παρασθιά.
Η Γης γεννά και η εξοχή σου προσφέρει πλουσιοπάροχα τα ελέη του Μεγαλοδύναμου.
Φύτεψε, σκάψε, πότισε, κλάδεψε και θα σε ανταμείψει για το κόπο σου.
Όπως και την οικογένεια σου, τη ν’ ίδια αγάπη θέλει και το χωράφι, για σου προσφέρει.
Μνιά μέρα στο χωργιό, μνιά μέρα στη ζωή, μνιά μέρα στσι πρώτες του Νοέμβρη…