ΜΕΡΟΣ Α
Η χρήση της γραφής αποτελεί, ως γνωστόν, το συνηθέστερο –αν και όχι απόλυτα ασφαλές– κριτήριο για το διαχωρισμό της προϊστορίας από την ιστορία και, συνακόλουθα, για την ταξινόμηση των ανθρώπινων κοινωνιών του παρελθόντος σε προϊστορικές ή ιστορικές. Στο πλαίσιο της πρωτοϊστορίας λοιπόν, η εμφάνιση της γραφής σε αρχικό στάδιο συνέπεσε με την εμφάνιση των πρώιμων μορφών του κράτους.
Αυτό συνέβη στη Μέση Ανατολή, και ειδικότερα στην πόλη Ουρούκ της Μεσοποταμίας, κατά τους τελευταίους αιώνες της 4ης χιλιετίας π.Χ. Στο θρησκευτικό κέντρο της πόλης αυτής, που διακρινόταν για την πολιτική ισχύ της, την πολύπλοκη κοινωνική διαστρωμάτωσή της και τις εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές της, εντοπίστηκε –σε χιλιάδες ενεπίγραφες πήλινες πινακίδες και σε πολυάριθμα σφραγίσματα κυλινδρικών σφραγιδόλιθων– η παλαιότερη γνωστή ένδειξη για τη χρήση της γραφής. Κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., κι ενόσω εξελισσόταν και τελειοποιούνταν (με τη μετατροπή των συμβόλων από εικονιστικά σε σφηνοειδή διαμέσου της σφηνοειδούς γραφίδας) το εν λόγω σύστημα γραφής, ώστε να ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις της νέας πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας, η χρήση της γραφής διείσδυσε στα περισσότερα πεδία του δημόσιου και του ιδιωτικού βίου, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο. Από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. και μετά η σφηνοειδής γραφή εξαπλώθηκε και σε άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής.
Όσον αφορά τώρα την εμφάνιση της γραφής στην Αίγυπτο, αυτή έλαβε χώρα όπως και στην περίπτωση της Μεσοποταμίας πριν από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ., ενδεχομένως ως απόρροια επαφών της αιγυπτιακής κοινωνίας με τη νοτιοδυτική Ασία κατά την περίοδο αυτήν. Και εδώ το σύστημα γραφής εξελίχθηκε και τελειοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., προκειμένου να παρουσιαστεί με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο από τα ολιγάριθμα μέλη της εγγράμματης αριστοκρατίας η ιδεολογία της κεντρικής εξουσίας (πυλώνες τού αυστηρώς συγκεντρωτικού αιγυπτιακού συστήματος διοίκησης ήταν αφενός ο θεϊκός χαρακτήρας του και αφετέρου ο ρόλος του ως εγγυητή της πολιτικής και γεωγραφικής ενότητας του κράτους). Από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. και μετά οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην Αίγυπτο επέτρεψαν την ευρύτερη διάδοση της γραφής και τη χρήση της για κείμενα ποικίλου –και όχι μόνο θρησκευτικού, όπως συνέβαινε έως τότε– περιεχομένου.
ΜΕΡΟΣ Β
Μετά τη γενική επισκόπηση που πραγματοποιήσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας αναφορικά με την εμφάνιση και τη διάδοση της γραφής στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο την 4η-3η χιλιετία π.Χ., μπορούμε τώρα να εξετάσουμε πιο διεξοδικά την κατάσταση που επικρατούσε την αντίστοιχη περίοδο στον ελλαδικό χώρο. Εδώ το ενδιαφέρον των μελετητών μονοπωλούν αφενός η Κρήτη και αφετέρου η νότια ηπειρωτική Ελλάδα, όπου άνθησαν ως γνωστόν ο μινωικός και ο μυκηναϊκός πολιτισμός αντίστοιχα.
Κατ’ αρχάς, από απόψεως γραφειοκρατικής οργάνωσης κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., η Κρήτη μειονεκτεί κατά πολύ –βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων– έναντι των περιοχών που βρίσκονται ανατολικά και νότια αυτής, εκτός του ελλαδικού χώρου, ενώ παρουσιάζει υστέρηση ακόμα και έναντι των περιοχών της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας. Όμως, η εικόνα αυτή έμελλε να αλλάξει άρδην με την έλευση της 2ης χιλιετίας π.Χ. και τη ριζική μεταβολή της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας στη μεγαλόνησο. Στις αρχές της εν λόγω χιλιετίας έκαναν τη σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνισή τους σε ορισμένους οικισμούς της Κρήτης (Κνωσός, Φαιστός, Μάλια κ.α.) τα λεγόμενα Παλαιά ή Πρώτα Ανάκτορα, κτιριακά συγκροτήματα χωρίς προηγούμενο στην περιοχή του Αιγαίου από πλευράς μεγαλοπρέπειας και πολυπλοκότητας.
Τους δύο επόμενους αιώνες, μέχρι το 1700 π.Χ. –εκεί περίπου τοποθετείται η καταστροφή τους–, τα μνημειακά αυτά οικοδομήματα λειτούργησαν ως πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα, ως πυρήνες των πρώτων κρατών που σχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν στον αιγαιακό χώρο. Οι αποθήκες, τα εργαστήρια και οι τελετουργικοί χώροι των Παλαιών Ανακτόρων φανερώνουν την τεράστια ισχύ των τότε ηγεμόνων, την απόλυτη κυριαρχία τους σε όλα τα κοινωνικά πεδία, προπάντων δε σε αυτό της οικονομικής δραστηριότητας.
Φυσική συνέχεια των ανωτέρω ήταν να προκύψουν πολύμορφες νέες ανάγκες στους κόλπους των πρώτων αυτών μινωικών ανακτορικών κοινωνιών. Για την κάλυψή τους έγιναν σημαντικά βήματα προόδου σε τομείς όπως η γεωργία (αλλαγές στα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια της γης), η κεραμική (χρήση του τροχού) και η μεταλλουργία (ανάμειξη χαλκού και κασσίτερου). Παράλληλα, η κατασκευή ιστιοφόρων επέτρεψε την ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή της Κρήτης στο εκτεταμένο δίκτυο εμπορικών επαφών που είχε αναπτυχθεί στο Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο (διακίνηση μετάλλων, πρώτων υλών, αρωμάτων, υφασμάτων και ξυλείας).
ΜΕΡΟΣ Γ
Στο πλαίσιο των αλλαγών που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της Παλαιοανακτορικής Περιόδου (2000/1900-1700 π.Χ.) στο πεδίο της παραγωγικής διαδικασίας και της γενικότερης οικονομικής δραστηριότητας –σε αυτές αναφερθήκαμε στο τέλος του προηγούμενου άρθρου μας– εντάσσεται και η ανάπτυξη ενός σύνθετου γραφειοκρατικού συστήματος διοίκησης. Η εν λόγω διοικητική δομή, που πρωτοεμφανίστηκε στο Αιγαίο το 18ο αιώνα π.Χ., συγκροτήθηκε προκειμένου να ελεγχθούν η παραγωγή (μαλλιού, προϊόντων εργαστηρίου) και τα αποθέματα των αποθηκών, ενδεχομένως δε και το σύστημα πληρωμών των υπαλλήλων.
Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν σφραγίδες, σφραγίσματα, έγγραφα σε πήλινες πινακίδες κ.ά. Αρχεία και έγγραφα κρητικών προαλφαβητικών γραφών (κείμενα της ανερμήνευτης μέχρι σήμερα εικονογραφικής ή ιερογλυφικής γραφής και κείμενα σε Γραμμική Α, λογιστικά κατάστιχα διοικητικού χαρακτήρα ως επί το πλείστον) έχουν εντοπιστεί σε λιγοστές θέσεις του Αιγαίου, αλλά το πόσο εκτεταμένη ήταν η χρήση της γραφής παραμένει ερωτηματικό, όπως και το τι σημαίνει στην πραγματικότητα η παρουσία των εγγράφων αυτών αναφορικά με την επιρροή –ή και την κυριαρχία ακόμα– που ασκούσαν τότε στον αιγαιακό χώρο οι Μινωίτες.
Σε κάθε περίπτωση, η γραφή –μαζί με το σφραγιστικό σύστημα– υπήρξε μια από τις καινοτομίες που εισήγαγαν οι κατά τόπους αριστοκρατίες, οι ηγεμόνες των παλαιότερων ανακτορικών κοινωνιών της Κρήτης, θέλοντας να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις των καιρών, που ήταν απόρροια τόσο σταδιακών εσωτερικών μεταβολών όσο και εξωτερικών επιδράσεων (ακόμα πιο ενισχυμένων επαφών με τις υπόλοιπες περιοχές του Αιγαίου).
Γύρω στο 1700 π.Χ., όπως έχουμε προαναφέρει, τα Παλαιά ή Πρώτα Ανάκτορα καταστράφηκαν από σεισμούς. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε τη μετάβαση του μινωικού πολιτισμού στην επόμενη περίοδο, τη λεγόμενη Νεοανακτορική, όπου γνώρισε την ύψιστη ακμή του. Κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής, που διήρκεσε έως το 1500/1450 π.Χ., ήταν η ταχεία και πολυτελέστερη ανακατασκευή των περισσότερων ανακτόρων, η ριζική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, η εκ βάθρων αναδιάρθρωση της πολιτικοοικονομικής ζωής, της μινωικής κοινωνίας εν γένει.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο περίφημος δίσκος της Φαιστού (πιθανώς 17ου αιώνα π.Χ.), με ιερογλυφική μινωική γραφή αποτυπωμένη σπειροειδώς και στις δύο πλευρές του.
Πηγή: in.gr – Του Βαγγέλη Στεργιόπουλου