Ο ασκητής έκαμε το σημάδι του σταυρού.
Τα χέρια του έτρεμαν.
– Ποιος είσαι; έκανε με φωνή ξεψυχισμένη ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
– Γέροντά μου, του κάνω, δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, δεν είμαι ο Πειρασμός.
Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, χωρίς να ρωτάει, όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, μα δεν μπορώ.
– Αλίμονό σου, δυστυχισμένε.
Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.
Ο αρχάγγελος Εωσφόρος που εσύ υπερασπίζεσαι και θες να τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;
Όταν στράφηκε στον Θεό και είπε:
Εγώ. Άκου νεαρέ και βάλτο καλά στο νου σου.
Ένα μονάχα πράγμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος.
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, μην το κακολογάς πάτερ Μακάριε.
– Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό.
Πρώτα ήταν όλα ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του.
Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος.
Δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου, δεν υπήρχαν δύο, υπήρχε ένα το Ένα, ο Ένας.
Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς, κανένας άλλος από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάμαι και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει βλογημένος ο θάνατος!
Τι είναι ο θάνατος, θαρρείς;
Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, και όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζονταν γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο
ξεχύνονταν από τα χείλη του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο.
Ένιωθες βυθίζονταν στην Παράδεισο.
– Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου;
– Είναι να μην χαμογελώ; μου αποκρίθηκε.
Είμαι ευτυχής, παιδί μου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριον τούτο απαρνητή της ζωής’ μα είδα ήταν ακόμα πολύ νωρίς.
Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο μυαλό μου, δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού.
Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σαν ξεθυμάνει μέσα μου ο Εωσφόρος.
Σηκώθηκα.
Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
– Φεύγεις; έκαμε. Άμε στο καλό.
Ο Θεός μαζί σου.
Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
– Χαιρετίσματα στον κόσμο.
– Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα.
Και πες στο Θεό, δεν φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.
Νίκος Καζαντζάκης
Στις 26 Οκτωβρίου το 1957, έφυγε από τη ζωή.
……………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Πηγή: Πρόσωπα