Κείμενο – Φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Σε κάθε γειτονιά στα χωριά της Κρήτης, υπήρχε και μια βρύση, που ήταν συνήθως τσιμεντένια, με μια γούρνα με δύο γούρνες, ή και περισσότερες.
Στα σπίτια δεν είχε πάει ακόμα το δίκτυο ύδρευσης, και το νερό δεν ήταν για κήπους και δένδρα, απλά για τα απολύτως απαραίτητα .
Εκεί, στη βρύση της γειτονιάς, ήταν η θέση προμήθειας νερού σε όλες τιςγυρω οικογένειες, και στους τυχόν περαστικούς.
Εκεί πότιζαν και τα ζώα τους όλοι, έπιναν τα παιδιά που έπαιζαν τριγύρω, και έριχναν και μια σταλιά στο πρόσωπο τους, ή έπλεναν τα πόδια τους.
Συνήθως κάθε σπίτι είχε ένα σιδεροβάρελο, ή κανένα μικρό πιθαράκι, και ενίοτε «αγκάρευαν» τα παιδιά τους, να κουβαλούν νερό μέχρι να το γεμίσουν, όταν ήταν να κάνει μπάνιο η οικογένεια, στα χοιροσφάγια, στα ζυμωταριά, όταν επρόκειτο να χτίσουν κάποιο τοίχο κλπ
Πολλές φορές τα παιδιά στη γειτονιά έπαιζαν ομαδικά μπάλα με τα χέρια, μπιζμπώλ, ντελιμά, γουρούνα, σκλαβιά, ψείρες κλπ. Μετά ως ήταν φυσικό δίψαγαν!
Δεν έτρεχε πάντα νερό η βρύση αυτή που ήταν κοντά τους, γιατί πολλές φορές στέρευε, όταν γινόταν μεγάλη κατανάλωση, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Τις εποχές εκείνες, οι νοικοκυρές πήγαιναν με τη στάμνα στο χέρι, και έφευγαν έχοντας τη στον ώμο. Στο σπίτι το τοποθετούσαν στην ειδική θέση στο σταμνοστάτι.
Τύχαινε να έρχονται εκείνα τα χρόνια, διακονιάρηδες, και έπιναν και εκείνοι. Ερχόταν και γύφτοι ή γύφτισσες, που τα καλοκαίρια δεν έχαναν καιρό εκείνες να σηκώσουν τη φουστάνα τους και να πλύνουν τα ποδάρια τους και να δροσιστούν, θαυμάζοντας τις ο ανδρικός πληθυσμός!
Τα παιδιά, που συνήθως «δεν τα τρέχανε καλά με το νερό» το χειμώνα, και με το ζόρι καθόταν να τους κάνουν μπάνιο οι μανάδες, ζεσταίνοντας νερό με λεμονόφυλλα και δαφνόφυλλα. Το καλοκαίρι όμως δεν είχαν πρόβλημα να μπουγελώνονται όλη μέρα, που το είχαν δει σαν παιγνίδι, και στο τέλος σε πολλά τους άρεσε να βάζουν ολόκληρο το κεφάλι τους μέσα στο νερό, αφού πρώτα άνοιγαν τη βρύση να γεμίσει καλά η γούρνα. Το ότι μπορεί να είχαν πιεί πριν μια ώρα οι γαϊδάροι και τα πρόβατα, αυτό δεν ήταν πρόβλημα!…
Το νερό που πίνανε τα πρόβατα δεν το συχαινόταν τα παιδιά του δημοτικού.
Θυμάμαι ένα χειμώνα στο δημοτικό που είχε τόση παγωνιά που πάγωσε το νερό στο πάτο της γούρνας στη βρύση του σχολείου! Ένα δυό παιδιά που είχαν στη τσέπη «τσακάκι» (μαχαιράκι αναδιπλούμενο), έκοβαν κομμάτια από τον πάγο και τα έτρωγαν σαν να ήταν …παγωτό!
Ένα άλλο εγλίστρισε στο παγωμένο νερό που ήταν απέξω από τη βρύση και έπεσε!
Δε φτάνει μόνο αυτό, αλλά το είδε και ο δάσκαλος και νευριασμένος που ήταν απρόσεχτο, του δίνει κάμποσες μπατσαριές στα μάγουλα, και «εθρουλίσανε τα’ αφθιά του» από το πόνο!
Δεν ήταν σπάνιο, σαν είχε στερέψει η βρύση αυτή, κάποιο παιδί στη προσπάθειά του να πιεί έστω και μια γουλιά νερού, να ρουφάει με δύναμη, μπας και κατέβει λίγο!
Πολλές φορές πράγματι, με το κάθε ρούφηγμα κατέβαινε μια ποσότητα νερού!
Κάποιοι μεγαλύτεροι που έβλεπαν παιδί να έτσι ρουφάει νερό απ’ τη βρύση, έχοντας «μπουκώσει» στη κυριολεξία το στόμιο της βρύσης, του έλεγαν:
-Μη τη «μπουκιάζεις» μωρέ τη βρύση, γιατί θα βγάλεις κακομοίρη λυχναράδες!
Δεν ήξεραν τα παιδιά τι ήταν οι «λυχναράδες», ωστόσο πράγματι ήταν μια αρρώστια της εποχής, που προερχόταν από τα μικρόβια που είχε η βρύση, και εκδηλώνονταν με σκάσιμο των χειλιών δεξιά αριστερά.
Τους «λιχναράδες» τους λέγανε άλλοι και «λειχήνες»
Το πρόβλημα όμως, πως η κάθε γειτονιά είχε μονάχα μία βρύση, αυτό ήταν και η αιτία ο κόσμος το νερό «να το συνορίζεται»! Κάποιες φορές είχε ουρά και τσακωνότανε ποιος θα πρωτογεμίσει τα δοχεία του.
Βέβαια δεν ήταν τόσο μεγάλο το πρόβλημα να γεμίσει κάποιος μια στάμνα, αλλά όταν ερχόταν ο άλλος με δύο κτήματα φορτωμένα με τέσσερις κανίστρες στενόπορες ή πλατύπορες σε κάθε «κτήμα» (για να ποτίσει «τσι αργουλίδους» του, εκεί έπρεπε να περιμένεις ώρα πολύ!
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι μανάδες μας έδιναν το σταμνί να πάμε να το γεμίσουμε από τη βρύση και να τους το πάμε. Για τη περίπτωση, μας είχαν μάλιστα και μικρά παιδικά σταμνάκια!
Τα παιδιά τότε ήταν όλα φιλότιμα, και πηγαίνανε εύκολα στα θελήματα, στο μπακάλη κλπ, ακόμα και στη γειτόνισσα όπου τα έστελνε για θελήματα
Πηγαίνανε γιατί τους άρεσε «να μαζεύουν ευκές», και μετά από κάποια ευκή, κοιτάζανε τα νύχια τους αν εμφανιστεί το άσπρο γνώριμο σημαδάκι!
Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα παιδιά έσπαγαν το σταμνάκι, γιατί ως συνήθως ήταν απρόσεχτα!
Κι όμως, το ευλογημένο νερό αυτό, που ήταν και καθάριο, ήταν δωρεάν από την κοινότητα!
Όλα τα έργα αυτά για να πάει το νερό σε όλες στις γειτονιές, μια βρύση σε κάθε μια, τα έκανε εξ ολοκλήρου η κοινότητα, και το νερό το παρείχε δωρεάν.
Όμως ο ανδρικός πληθυσμός βοηθούσε ενεργά στις εργασίες αυτές.
Έσκαβε ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού με κασμάδες και σκαλίδες (αξίνες), και ένας πίσω στο χαντάκι να πετάει με το φτυάρι τα χώματα έξω.
Γινόταν έτσι ένα βαθύ χαντάκι για να περάσουν οι σωλήνες, αμιάντου τότε.
Τα μεροκάματα αυτά που ονομαζόταν και «γκαρικοί», ήταν υποχρεωτικά, και αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένο αριθμό ανά οικογένεια.
Αν κάποιος δεν πήγαινε στους «γκαρικούς» που του αναλογούσαν, έπρεπε στη θέση του υποχρεωτικά να ορίσει κάποιον άλλο, έστω και αν τον πληρώσει
Έτσι κάποια στιγμή, οι κοινότητες, κατάφεραν με δικά τους τα έξοδα και τις εργασίες των πολιτών, και έφεραν σιγά – σιγά και το νερό ακόμα και μέσα σε κάθε σπίτι του χωριού!
Δυστυχώς το νερό, αυτό το πολύτιμο αγαθό, σήμερα έγινε προϊόν εκμετάλλευσης από τη πολιτεία, και μπήκαν ρολόγια παντού, ακόμα και στα νερά για το πότισμα στα χωράφια.
Έμεινε μονάχα; ο ήλιος και ο αέρας που να παρέχεται δωρεάν, γιατί η θάλασσα σε πολλές περιπτώσεις έχει δεσμευθεί, και πληρώνεις είσοδο…