Γράφει ο Αλέκος Ανδρικάκης
«Στις 4 Οκτωβρίου ο Μέγας Βεζίρης έκανε την επίσημη είσοδό του από την Πύλη του Αγίου Ανδρέα μαζί με όλο το στρατό του, ο οποίος ανέρχεται περίπου σε 15.000 στρατιώτες, με 10 ή 11.000 επίλεκτους, και άλλους απαραίτητους ακολούθους. Βρήκε την πόλη άδεια, χωρίς εμπορεύματα και προμήθειες.
Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι, τους οποίους ο Βεζίρης θα μπορούσε επίσης να απομακρύνει, αλλά αυτοί θεώρησαν προτιμότερο να αλλάξουν την πίστη τους παρά την πόλη τους, και έγιναν Τούρκοι».
Η αναφορά αυτή ανήκει στον Φραντζέσκο Μοροζίνι, τον Βενετσιάνο αρχιστράτηγο του Χάνδακα κατά την τελική φάση της πολιορκίας της πολιτείας από τις δυνάμεις των Οθωμανών, που είχαν επικεφαλής τον μέγα βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλή. Αποτελεί απόσπασμα επίσημης ενημέρωσης που έστειλε στη σύγκλητο της Βενετίας για την παράδοση της πόλης, ενώ βρισκόταν ακόμη πάνω στο πλοίο του, στην περιοχή της Ντίας. Ολόκληρη την επιστολή είχαμε φέρει στο φως στο παρελθόν, σε αφιέρωμα για τα 340, τότε, χρόνια της κατάκτησης της πόλης από τους Τούρκους. Το σημαντικό είναι ότι έχουμε μια μαρτυρία του Μοροζίνι τόσο για την ημέρα που ο Κιοπρουλή πάτησε στην πόλη, όσο και για τους ανθρώπους που είχαν απομείνει σ’ αυτήν.
Σαν αύριο λοιπόν, τη Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 1669, σαν αύριο πριν 342 χρόνια, ο Κιοπρουλή πατούσε στην πόλη. Οι άνθρωποί του είχαν μπει στην πολιτεία μία ακριβώς εβδομάδα πριν, τη Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669, όταν πλέον είχαν αποχωρήσει ο Μοροζίνι με όλους τους υπερασπιστές και σχεδόν όλους τους κατοίκους, και ο Χάνδακας γινόταν κτήση των Οθωμανών, μετά από πολιορκία 22 χρόνων. Η πόλη που ξεχώριζε ανάμεσα στις επαρχίες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Ενετίας, δεν άντεξε άλλο τις επιθέσεις των ορδών του σουλτάνου. Στην υπεράσπισή της έδωσαν πολλές δυνάμεις και τους καλύτερους στρατιωτικούς τους όχι μόνο η Δημοκρατία, αλλά και σχεδόν ολόκληρη η χριστιανική Ευρώπη, με επικεφαλής τον Πάπα της Ρώμης. Γιατί οι Ευρωπαίοι χριστιανοί ηγεμόνες και ο καθολικός θρησκευτικός ηγέτης έβλεπαν σ’ αυτή την υπόθεση τον αγώνα τότε του χριστιανισμού απέναντι στον επεκτατισμό της μουσουλμανικής Τουρκίας. Τον οποίο τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1669 ο Χάνδακας ήταν μια έρημη πόλη. Την προηγούμενη ημέρα την είχαν εγκαταλείψει οι λιγοστοί κάτοικοι και οι υπερασπιστές της, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φραντζέσκο Μοροζίνι, που αργότερα έγινε Δόγης στη Βενετία. Ασφαλώς ο ηρωικός αγώνας του, από την άνοιξη του 1667 που βρέθηκε στον Χάνδακα ως αρχηγός των υπερασπιστών του, θα πρέπει να μέτρησε πολύ στο να αναλάβει το ύψιστο αξίωμα της καταρρέουσας, μετά από αυτή την απώλεια, Γαληνότατης Δημοκρατίας της Ενετίας.
Στις 6 Σεπτεμβρίου (κατά τον αείμνηστο Νίκο Σταυρινίδη, αλλά και τον ιστορικό του 19ου αιώνα Βασίλειο Ψιλάκη) ή στις 16 Σεπτεμβρίου (κατά τον καθηγητή κ. Θεοχάρη Δετοράκη) της ίδιας χρονιάς ο Μοροζίνι αναγκαζόταν να υπογράψει συνθηκολόγηση για την παράδοση της πόλης. Πλέον οι υπερασπιστές δεν άντεχαν άλλο, καθώς είχαν μείνει ελάχιστοι κι αποκλεισμένοι από παντού. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι στρατιώτες, και πριν απ’ όλους οι Γάλλοι, εγκατέλειπαν τον Χάνδακα, βάζοντας, στην ουσία, την υπογραφή τους στην παράδοσή του.
Οι Τούρκοι, κυρίαρχοι πλέον στην ιστορική πόλη, πατούσαν τον Χάνδακα στις 27 Σεπτεμβρίου 1669. Μερικές μέρες μετά, ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων μέγας βεζίρης (πρωθυπουργός) του Σουλτάνου Αχμέτ Κιοπρουλής, που είχε το προσωνύμιο Φαζίλ (Δίκαιος), έμπαινε κι ο ίδιος θριαμβευτικά και εν μέσω εκδηλώσεων που οργάνωσαν για εκείνον οι υφιστάμενοί του. Συνολικά οι Τούρκοι χρειάστηκαν σχεδόν 25 χρόνια για να καταλάβουν ολόκληρη την Κρήτη. Γενιές στρατιωτών τους χάθηκαν σ’ αυτή την προσπάθεια. Και τουλάχιστον δύο πασάδες έχασαν τα κεφάλια τους γιατί δεν μπορούσαν να προσφέρουν ολόκληρο το νησί στο σουλτάνο.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Αλέκου Ανδρικάκη εδώ