«Πάρε παιδί μου μεταπτυχιακό». Έτσι, μεταλλάχθηκε –εν μέσω πολυεπίπεδης κρίσης στην Ελλάδα– το κλασικό «μάθε παιδί μου γράμματα». Ο αριθμός των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που προσφέρουν τα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ έχει εκτιναχθεί, ξεπερνώντας τα 1.000. Εάν προστεθούν και τα μεταπτυχιακά ιδιωτικών φορέων και των πανεπιστημίων της Κύπρου, στα οποία εγγράφονται Έλληνες, ο αριθμός ανέρχεται στα 1.500, με τους σπουδαστές τους να ξεπερνούν τις 50.000. Οι νέοι μέσω των μεταπτυχιακών σπουδών ελπίζουν ότι θα βρουν μια καλύτερη θέση στην αγορά εργασίας. Συμβαίνει;
Σαφώς βελτιώνουν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα, αλλά τελικά πολλοί καταλήγουν είτε να κάνουν δουλειές που δεν ανταποκρίνονται στα εφόδιά τους, είτε ετεροαπασχολούνται. Σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), η Ελλάδα –με βαθμό μόλις 9 στα 100– κατατάχθηκε στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 μελών της Ε.Ε. στην αντιστοίχηση των δεξιοτήτων των πτυχιούχων με την αγορά εργασίας, δηλαδή στο κατά πόσον οι πτυχιούχοι βρίσκουν δουλειά ανάλογη των ακαδημαϊκών εφοδίων τους. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που όντας άνεργοι κάνουν ένα μεταπτυχιακό και κατόπιν μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Η ανεργία των νέων στην Ελλάδα σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat βρίσκεται στο 39,1%!
Σε 1.143 καταγράφονται τα μεταπτυχιακά προγράμματα που υπάρχουν στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ της χώρας, από τα περίπου 650 που λειτουργούσαν πριν από το νέο θεσμικό πλαίσιο που ψηφίστηκε το 2017, επί υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου. Η εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού –υπερκορεσμός, πλέον– οφείλεται και στον όρο που έθεσε το υπουργείο κάθε μεταπτυχιακό να μην έχει περισσότερες των τριών κατευθύνσεων. Ετσι, πολλές κατευθύνσεις που ήταν ενταγμένες σε μεταπτυχιακά, πλέον έχουν μετατραπεί σε αυτόνομα προγράμματα. Ωστόσο, το υπουργείο Παιδείας επιβεβαιώνεται καθώς υποστηρίζει την ανάγκη καλών και οικονομικών –με λογικά επίπεδα διδάκτρων– μεταπτυχιακών.
«Αποφοίτησα από το Παιδαγωγικό του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά κατόπιν αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και να κάνω οικονομικές σπουδές. Ετσι βρήκα δουλειά στον ΟΤΕ και φοιτώ στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα διοίκησης επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρώ ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές προσφέρουν τη δυνατότητα να αλλάξεις κατεύθυνση. Το ορθό, λοιπόν, είναι να ξεκινήσεις από σπουδές ευρύτερου και όχι πολύ εξειδικευμένου αντικειμένου» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», η 23χρονη Κέλλυ Μιχελιδάκη.
«Κάνω το μεταπτυχιακό γιατί μου αρέσει το αντικείμενο. Πολλοί συμφοιτητές μου το παρακολουθούν για τους ίδιους λόγους. Βεβαίως, μπορεί να συμβάλει στην επιλογή τους ότι δεν έχουν κάποια επαγγελματική ενασχόληση», προσθέτει ο 28χρονος Γιάννης Τουρνικιώτης, ο οποίος παρακολουθεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ, από όπου και αποφοίτησε. «Υπάρχουν καθηγητές που μας προτείνουν να αναζητήσουμε προοπτικές και στο εξωτερικό, με δεδομένη την κατάσταση στην Ελλάδα, και ιδίως στον επιστημονικό κλάδο μας. Ορισμένοι φοιτητές στο μεταπτυχιακό έχουν ολοκληρώσει τις προπτυχιακές τους σπουδές στο ίδιο τμήμα. Νομίζω ότι νιώθουν ασφάλεια να συνεχίζουν τις σπουδές τους στο τμήμα από το οποίο πήραν το πρώτο τους πτυχίο. Πιστεύουν ότι μπορεί να βρουν δουλειά από το τμήμα, ίσως και σε ερευνητικά προγράμματα», συμπληρώνει ο κ. Τουρνικιώτης.
«Είναι αναμενόμενο να υπάρχει μεγάλη ζήτηση για μεταπτυχιακά, όταν το πτυχίο πλέον έχει περίπου την αξία που είχε το απολυτήριο του λυκείου πριν από τη δικτατορία. Οι νέοι άνθρωποι θέλουν να ξεχωρίσουν κάπως όταν κάνουν αιτήσεις για εργασία και αυτός είναι ένας τρόπος.
Ενας άλλος είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Η ανεργία των νέων, επίσης, πάντα οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για μεταπτυχιακά. Τέλος, πολλοί νέοι άνθρωποι επιθυμούν απλώς να αλλάξουν αντικείμενο, να εισαχθούν σε μια σχολή ή τμήμα που θεωρούν καλύτερο από εκείνο των προπτυχιακών σπουδών τους ή που θα τους βοηθήσει περισσότερο στην ανεύρεση εργασίας, δηλαδή με αντικείμενο πιο πρακτικό», προσθέτει από την πλευρά του στην «Κ» ο κ. Αριστείδης Χατζής, καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών, στο ΕΚΠΑ.
Για τη γνώση
«Βέβαια, πάντα, υπάρχουν οι νέοι που ενδιαφέρονται για τη γνώση, τη συνέχιση των σπουδών, την εξειδίκευση, την ακαδημαϊκή καριέρα. Είναι ένας χώρος δύσκολος μεν αλλά από τους λίγους στην Ελλάδα όπου υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες για τους νέους ανθρώπους, π.χ. κονδύλια για όσους επιθυμούν να εκπονήσουν διδακτορική διατριβή ή να ασχοληθούν με την έρευνα». «Εκτός από τα στοιχεία της έρευνας του CEDEFOP, και η πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ, πέρα από το εύρος της αποσύνδεσης εκπαιδευτικού συστήματος – αγοράς εργασίας μετά την έναρξη της κρίσης, με βάση στοιχεία της Eurostat ανέδειξε επιπλέον ότι η συνάφεια εκπαίδευσης και εργασίας που εκτελούν οι εργαζόμενοι απόφοιτοι στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Εδειξε ακόμα ότι στην Ελλάδα, τη μεγαλύτερη συνάφεια με την εργασία έχουν οι μεταπτυχιακές σπουδές. Τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην Ελλάδα υπήρξαν αναμφίβολα περισσότερο ευέλικτα στην κατάρτιση και ανανέωσή τους από τα προπτυχιακά προγράμματα. Η πρόσφατη νομοθεσία όμως περιόρισε αυτή την ευελιξία», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος, δρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής του London School of Economics Political Science και συνεργάτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Τα μεταπτυχιακά προγράμματα αποτελούν πλέον το νέο διαβατήριο για την αγορά εργασίας.
Διαφοροποίηση
«Θα ήταν χρήσιμο για όλους να έχουν διαφοροποιήσει τα αντικείμενα των σπουδών τους σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στο μέτρο του δυνατού. Οι μεταπτυχιακές σπουδές πρέπει να προσφέρουν στον νέο μία άλλη οπτική της επιστήμης του σε σχέση με τα προπτυχιακά, πιο μοντέρνα», παρατηρεί στην «Κ» ο κ. Αρίστος Δοξιάδης, εταίρος σε κεφάλαια επενδύσεων τεχνολογίας. «Οι επιχειρήσεις προτιμούν ανθρώπους με σπουδές ακόμη και σε διαφορετικό αντικείμενο, ακόμη και σε διαφορετικά ΑΕΙ. Ετσι, οι νέοι αποκτούν εμπειρίες και δεν βολεύονται», προσθέτει. Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος για το θέμα τονίζει: «Οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ ΑΕΙ και επιχειρήσεων δεν είναι επαρκώς ανοικτοί. Οι μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων σε γνώσεις και δεξιότητες δεν διερευνώνται, δεν μελετώνται συστηματικά από τα ΑΕΙ και δύσκολα λαμβάνονται υπόψη στην κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών και των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η ανανέωση των προγραμμάτων είναι δύσκολη διαδικασία, ιδιαίτερα στα παλαιότερα ΑΕΙ, λόγω του τρόπου εσωτερικής οργάνωσης και διοίκησής τους»
Πηγή: kathimerini.gr – ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ