Του Γιάννη Σηφάκη*
…Ασκεί ο εκπαιδευτικός επάγγελμα ή λειτούργημα Συνέχεια
Η στοιχειοθέτηση μιας ταυτότητας των εκπαιδευτικών ως εργαζόμενοι έχει γίνει στις τελευταίες δεκαετίες . Μάλιστα στο αγγλοσαξονικό και αμερικάνικο σύστημα διατυπώθηκε η άποψη ότι ο εκπαιδευτικός ασκεί «επάγγελμα» (profession), άρα είναι «επαγγελματίας» (professional) αλλά όταν αυτή δεν είναι αναγνωρισμένη εκδηλώνεται η τάση «επαγγελματοποίησης» του(professionalisme) . Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο επιχειρήθηκε να αναλυθεί το «διδάσκειν» ως «επάγγελμα».
Πρέπει να απαντήσουμε ως εκπαιδευτικοί και στο ερώτημα
Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει μια εργασία ως «επάγγελμα» ; Δηλαδή πρέπει να έχει :
- Απασχόληση full-time
- Αναγνωρισμένη τριτοβάθμια βασική εκπαίδευση
- Ύπαρξη ενώσεων (σωματίων ) σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο &
- Θέσπιση εσωτερικού κώδικα ηθικής
Μάλιστα προτείνεται (Etzioni) –όπως γνωρίζουμε – και τεκμηριώνεται μια κατάταξη στα επαγγέλματα σε δύο βασικές κατηγορίες :
- Σε πλήρως αναγνωρισμένα, ολοκληρωμένα ή αναγνωρισμένα (Fully-fledged professions ) &
- Ημι-επαγγέλματα (semi-professions).
Κατατασσόμαστε στην κατηγορία των ημι-επαγγελμάτων οι εκπαιδευτικοί , όπως και το νοσηλευτικό προσωπικό . Θεωρείται, επίσης, ότι το επαγγελματικό Status των εκπαιδευτικών (ήτοι προσωπική και κοινωνική θέση) υπέστη πτώση τα τελευταία χρόνια η οποία οφείλεται στην ευρεία διάδοση της παιδείας, που είχε ως αποτέλεσμα να απολεσθεί γι’ αυτούς μέρος της εσωτερικευμένης γνώσης. Η πρακτικής μας και των συνθήκες εργασίας μας, τα οποία πλέον είναι αρμοδιότητα και έργο του κράτους, γεγονός που συνεπάγεται τη μείωση του βαθμού επαγγελματικής αυτονομίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε πως σήμερα με την διαρκώς αυξανόμενη εξάρτηση μας από το κράτος —όπως συμβαίνει και με άλλα «ελευθέρια επαγγέλματα»— εκδηλώνεται μία δυναμική μετασχηματισμού της κοινωνικής θέσης και δύναμης. Μια δυναμική αποδυνάμωσης των επαγγελμάτων και των επιστημονικών μας ενώσεων, φαινόμενο πολύπλοκο που συνεπάγεται την επαγγελματική και ταξική αναδιάρθρωση της σύγχρονης κοινωνίας με παράλληλη ισχυροποίηση του κράτους. το οποίο αποκτά τη δυνατότητα να παρεμβαίνει και να προσδιορίζει το περιεχόμενο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας.
Το εκπαιδευτικό σώμα μας , ως επαγγελματική ομάδα, παρουσιάζει. σε σχέση με τις άλλες επαγγελματικές ομάδες, ιδιομορφίες, που καθορίζουν ανάλογα το ατομικό profile, το κοινωνικό status, την επαγγελματική δράση και τις σωματειακές-συνδικαλιστικές πρακτικές μας.
Βασικά χαρακτηριστικά θεωρούνται
- ο μεγάλος αριθμός των μελών (το μεγάλο μέγεθος της ομάδας),
- η μεγάλη αναλογία γυναικών-μελών,
- η καταγωγή των μελών από τα μεσαία και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα,
- η μικρή αυτονομία ως ομάδες και
- η κατάτμηση του συνόλου των μελών (ανάλογα με τις επιστημονικές ειδικότητες, τη βαθμολογική ιεραρχία).
Τα χαρακτηριστικά αυτά. το καθένα χωριστά ή στο σύνολο τους, δίνουν το στίγμα και το περίγραμμα της επαγγελματικής μας ομάδας που συγκροτούμε ως εκπαιδευτικοί.
Το μέγεθος της επαγγελματικής ομάδας μας προσδιορίζει καθοριστικά και έχει αφ’ εαυτού πολλές συνέπειες, καθότι θεωρείται στοιχείο ευθέως ανάλογο με το υψηλό, μέτριο ή χαμηλό γόητρο (prestige ) τους επαγγέλματος, το οποίο αποκτά μεγαλύτερη έμφαση όταν συνδυασθεί με τις χαμηλές απαιτήσεις εισόδου στο επάγγελμα και τους χαμηλούς μισθούς. Το μεγάλο μέγεθος, επίσης, μιας επαγγελματικής ομάδας καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την ουσιαστική αύξηση των μισθών για τα μέλη της (ιδιαίτερα στα συγκεντρωτικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα όπου κάθε μικρή αύξηση που χορηγείται σε μια επαγγελματική κατηγορία αυξάνει τις απαιτήσεις και των άλλων επαγγελματικών ομάδων). Εξάλλου, οι σταθερά αυξανόμενες ανάγκες για αύξηση του προσωπικού των σχολείων και η συνακόλουθη συνεχής πίεση για αύξηση των προσλήψεων-διορισμών καθιστά αδύνατη την επιβολή κάποιων περιορισμών και ελέγχου για την είσοδο νέων μελών στο «επάγγελμα» —είτε με την αύξηση των απαιτήσεων της ποιότητας του εκπαιδευτικού είτε με τη βελτίωση των standards για την άσκηση του επαγγέλματος. Το μέγεθος της επαγγελματικής μας ομάδας λειτουργεί τόσο αρνητικά για την εξέλιξη της και την αποτελεσματικότητα των πρακτικών της ώστε έχει υποστηριχθεί από μελετητές ότι η αύξηση του μεγέθους μιας επαγγελματικής ομάδας είναι περισσότερο απειλητική απ’ ό,τι είναι η πτώση της συνοχής της.
Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού σώματος μας ως επαγγελματικής ομάδας είναι η κοινωνική καταγωγή των μελών της από μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η ταξική αυτή σύνθεση της ομάδας τη διαφοροποιεί σημαντικά από τα αναγνωρισμένα επαγγέλματα και δικαιολογεί την κοινωνική κινητικότητα που παρατηρείται σ’ αυτή την τάξη των εργαζομένων — ως πρόθεση και επιδίωξη μάλλον παρά ως πραγμάτωση. Πορίσματα ερευνών αναφέρουν ότι οι εκπαιδευτικοί αποτελούν μία κοινωνική κατηγορία με ενδιάμεση ταξική θέση χωρίς, βέβαια, η σύνθεση της να είναι ενιαία και ομοιογενής. Όπως γνωρίζουμε οι ειδικοί της κοινωνιολογίας της εργασίας, που ιδιαίτερα ασχολήθηκαν με το θέμα της κοινωνικής ένταξης των εκπαιδευτικών, βασίζονται σε ένα σύνολο ιδιοτήτων που θεωρούνται απαραίτητες για την ένταξη μιας τάξης εργαζομένων στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα όπως
- η κατοχή συνόλου γενικών γνώσεων και συστηματικής θεωρίας,
- η απόλυτη αυτονομία στην εκτέλεση των επαγγελματικών καθηκόντων,
- ο προσανατολισμός προς ενέργειες κωδικοποιημένες στη βάση μιας δεοντολογίας και
- το υψηλό επίπεδο επαγγελματικής γνώσης που συντηρείται με τη βοήθεια θεσμοποιημένων οργανισμών (π.χ. νοσοκομεία – πανεπιστήμια). Εμείς οι εκπαιδευτικοί συνεπώς δεν μπορούμε –σύμφωνα με τις απόψεις τους – να ενταχθούμε στα ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα αφού δεν χαρακτηρίζονται από τις ιδιότητες αυτές και έτσι δεν ικανοποιείται η προσδοκώμενη κοινωνική κινητικότητα.
Η έρευνα έχει δείξει ότι η κοινωνική προέλευση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υπακούει στους κανόνες της κοινωνικής αναπαραγωγής και υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για θεαματική κοινωνική άνοδο.
Ιδιάζον, επίσης, χαρακτηριστικό της επαγγελματικής μας τάξης ως εκπαιδευτικών, και διαφοροποιητικό στοιχείο συνάμα από τα αναγνωρισμένα «επαγγέλματα», είναι και το είδος των πελατειακών σχέσεων που συνάπτουμε. 0υσιαστικά δεν μπορούμε να μιλάμε για τη γνωστή τυπική επαγγελματική σχέση. «Πελάτης» είναι ο μαθητής, η «πελατειακή» συνάντηση λαμβάνει χώρα μέσα από μια ομάδα (όχι μικρότερη συνήθως των 25 ατόμων) και η σχέση αυτή είναι επιτακτική και παρατεταμένη για μια μακρά χρονική περίοδο. Κάθε μαθητής δέχεται ακέραιη την προσοχή του εκπαιδευτικού σε ελάχιστες ή σπάνιες περιπτώσεις και είναι το μοναδικό επάγγελμα που έχει μια τόσο ισχνή επαγγελματική σχέση. Αυτού του είδους η «πελατειακή» σχέση είναι απρόσωπη και αμερόληπτη — ο T .Parsons όπως γνωρίζουμε μιλάει για ολιστικό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού «επαγγέλματος».
Αυτή η πελατειακή σχέση εξάλλου συνάπτεται ανάμεσα στις δύο κατώτερες ιεραρχικά βαθμίδες στην ιεραρχία του εκπαιδευτικού συστήματος —τον εκπαιδευτικό και τον εκπαιδευόμενο .
Το γραφειοκρατικό οργανωτικό-εργασιακό πλαίσιο του εκπαιδευτικού μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως ιδιομορφία του «επαγγέλματος». Έτσι, η λειτουργική διαίρεση της εργασίας, η ιεραρχική δομή της εξουσίας, η απόδοση μεγάλης σημασίας στους κανονισμούς και στα έγγραφα, ο τρόπος προαγωγών έχουν τις επιπτώσεις τους πάνω σε μας τους εκπαιδευτικούς, στην άσκηση του έργου μας ς και στο status της επαγγελματικής μας ομάδας .
Μέσα σ’ αυτό το εργασιακό πλαίσιο ο εκπαιδευτικός διαμορφώνει μία υπαλληλική γραφειοκρατική συνείδηση, στην οποία πρέπει να εγγράψουμε την ιδεολογία της ουδετερότητας και αντικειμενικότητας, του καθήκοντος και της πιστής εκτέλεσης προδιαγεγραμμένων ρόλων .
Όλα τα στοιχεία που αναπτύχθηκαν παραπάνω δίνουν το περίγραμμα του εκπαιδευτικού «επαγγέλματος» σε σύγκριση με τα αλλά αναγνωρισμένα «επαγγέλματα».
Τα χαρακτηριστικά αυτά στοιχεία της ομάδας μας προσδιορίζουν καθοριστικά την αυτοαντίληψη μας και τις πρακτικές των ιδίων και της επαγγελματικής μας ομάδας που συγκροτούμε.
Οι οργανώσεις μας (Δ.Ο.Ε –Ο.Λ.Μ.Ε ), που αντιπροσωπεύουν το εκπαιδευτικό μας σώμα, προσπαθούν να εκπληρώσουν δύο βασικές ανάγκες :
- Για την ανάγκη για ένα επαγγελματικό σωματείο με σκοπό την προώθηση εκπαιδευτικών ζητημάτων.
- Την ανάγκη για μια επαγγελματική-συντεχνιακή ένωση για την προώθηση των συμφερόντων των εκπαιδευτικών. Το ακαθόριστο του επαγγελματικού —ή μη επαγγελματικού—Status, η επιθυμία για την αναγνώριση της επαγγελματικής αυτονομίας και η διαφοροποίηση από άλλα ελευθέρια επαγγέλματα αποτελούν κίνητρα για την ανάδειξη της δεύτερης ανάγκης σε κυρίαρχη και οδηγούν κατά συνέπεια στην υιοθέτηση και τη χρήση συνδικαλιστικών πρακτικών οι οποίες γίνονται αντικείμενο ειδικών παρατηρήσεων. Το επαγγελματικό μοντέλο—γιατροί, δικαστικοί— αποτελεί σημείο αναφοράς που δικαιολογείται ως φυσική ροπή για τους ημιεπαγγελματίες. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι η οικονομική θέση των εκπαιδευτικών, σε σχέση με άλλες επαγγελματικές κατηγορίες, παρουσιάζει πτώση τα τελευταία χρόνια που συνοδεύεται με αντίστοιχη μείωση του κύρους, πρέπει να θεωρούνται αίτια ικανά για την εκδήλωση απεργιακών κινητοποιήσεων στα πλαίσια των οποίων η βελτίωση των συνθηκών εργασίας και η μισθολογική αναβάθμιση είναι στοιχεία πάντα έκδηλα σε αντίθεση με το πολύ σημαντικό κίνητρο των εκπαιδευτικών για αναγνώριση της προσφερόμενης εργασίας ως επαγγέλματος που τις περισσότερες φορές υπολανθάνει και το οποίο έχει περισσότερο κοινωνικό περιεχόμενο και προσανατολισμό.
Άλλωστε, η κοινωνιολογική έρευνα αποδεικνύει ότι στη σύγχρονη κοινωνία τα συνδικάτα εκφράζουν και οργανώνουν αιτήματα που αφορούν περισσότερο τη θέση των εργαζομένων μέσα στην κοινωνία και όχι μόνο μέσα στον οργανισμό που εργάζονται. Όμως η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να γίνει πλέον εμφανής η υπολανθάνουσα αυτή διάσταση της επαγγελματοποίησης γιατί τις περισσότερες φορές δεν είναι καν συνειδητή.
Σίγουρα, όμως, η μετάβαση από την εργασία (profession) στο «επάγγελμα» ( profession) —ήτοι η διαδικασία της επαγγελματοποίησης (professionnalisation) —υποβοηθείται από τη βελτίωση— αύξηση των αποδοχών και των συνθηκών εργασίας . Αλλά και πέρα απ’ αυτές τις διαπιστώσεις, η επιρροή των συνδικάτων είναι πιο ισχυρή όταν θέτουν στόχους κοινωνικούς —π.χ. βελτίωση της κοινωνικής θέσης μιας ομάδας εργαζομένων— γιατί έτσι μπορούν να ασκούν πραγματική πίεση για κοινωνικές αλλαγές και να επιδεικνύουν ένα διαφορετικό, σύγχρονο συνδικαλιστικό πρόσωπο.
Γενικά οι διεκδικήσεις των εργαζομένων σήμερα, στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, καθορίζονται εκτός των άλλων και από την τάση επαγγελματοποίησης, τους. Ο προσανατολισμός αυτός είναι μάλιστα περισσότερο έκδηλος στους τομείς που βρίσκονται μακριά από την καθαρά βιομηχανική εργασία —υπάλληλοι, ερευνητές, γιατροί, εκπαιδευτικοί— «όσοι δηλ. συμμετέχουν σε σύγχρονους οργανισμούς παραγωγής, διάδοσης και εφαρμογής της γνώσης». Παράλληλα, σύμφωνα με την παραδοσιακή ιδεολογία, ο συνδικαλισμός είναι ασυμβίβαστος με τα επαγγέλματα.
Η σύγχρονη κοινωνιολογική ανάλυση, εντούτοις, έθεσε σε αμφιβολία την άποψη της ασυμβατότητας ανάμεσα στο επάγγελμα και το συνδικαλισμό και την άμεση συνέπεια του, δηλαδή την ύπαρξη μιας θεμελιώδους διαφοράς ανάμεσα στις συνδικαλιστικές και μη συνδικαλιστικές επαγγελματικές ενώσεις. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θέση τα μέλη των αναγνωρισμένων επαγγελματικών ομάδων δεν μπορούν να ταιριάξουν με τις συνδικαλιστικές ενώσεις χωρίς να απειλήσουν το κοινωνικό τους status.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές πρακτικές θεωρούνται στοιχείο συμμετοχής στην εργατική τάξη και κατά συνέπεια αντίθετες με το επαγγελματικό μοντέλο και πρότυπο. Οι συνδικαλιστικές πρακτικές θεωρούνται ενέργειες υπεράσπισης των σωματειακών (corporatifs) συμφερόντων ενώ αντίθετα οι συνδικαλιστικές επαγγελματικές ενώσεις υπερασπίζονται και γενικό συμφέρον» και το «δημόσιο», στοιχεία που στηρίζουν και εξασφαλίζουν το επάγγελμα. Βέβαια, η ιδεολογία της προσφοράς δημόσιας υπηρεσίας δεν είναι παρά ένα ισχυρό μέσο για την ουδετεροποίηση της πάλης των τάξεων.
Συνεχίζεται…..
* Ο κ. Γιάννης Σηφάκης είναι καθηγητής στη Β/θμια Εκπ/ση στο Ηράκλειο