Του Γιώργου Μυλωνάκη*
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα
Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και αφήνω ένα σιωπηλό
“Χρόνια πολλά κυρ Σταύρο” να διαχέεται στους ορίζοντες.
Με τον κύριο Σταύρο συναντηθήκαμε, στο τουβλαδικο, μια κωμόπολης.
Έφηβος εγώ κι αυτός μεσήλικας. Δούλευε δυο βάρδιες κάθε μέρα.
Μια μέσα και μια πάνω στο καμίνι.
Δεν έχανε μεροκάματο. Κόπος και πόνος στο πρόσωπο του.
Για τον κόπο είχα άποψη. Για τον πόνο, ένα ερωτηματικό.
Μεγαλώσαμε κι οι δυο. Στα τελευταία του στο νοσοκομείο, τέτοια μέρα, είπα να του πάω ένα άφιλτρο καρελια.
Τότε άρρωστοι κι επισκέπτες, φούμαραν ελεύθερα και μέσα στους θαλάμους.
Έτυχε να ναι του Σταυρού. Ημέρα της γιορτής του. Μια νοσοκόμα του χε αφήσει ένα πράσινο “ωραίο φύλλο”.
Ήρθες ρε Γιώργη; Κι έκλεισε ερμητικά τα μάτια
Κάτι ήθελε να κρύψει σκεφτόμουν. Σε καμιά περίπτωση δάκρυ. Τον είχα δει άλλωστε αρκετές φορές, να κλαίει.
Είπαμε τα διάφορα και τον αποχαιρέτησα. Ευτυχισμένοι κι οι δυο κοντά στα μεσάνυχτα, είπαμε καληνύχτα και “εις το επανιδειν”, μια φράση που τον εξίταρε.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα συνάντησα τη νοσοκόμα με το “ωραίο φύλλο”.
…. Δεν ήρθε ούτε σήμερα άλλος κάνεις, για τον κύριο Σταύρο.
Προχώρησα σκυφτός κι όσο απομακρυνόμουν έβρισκα λύση στο ερωτηματικό του πόνου που έβλεπα νέος στο πρόσωπο του.
Και πριν ανοίξω την πόρτα του πατρικού σπιτιού μου, κατάλαβα και το γιατί έκλεισε…
Γιατί έκλεισε ερμητικά τα μάτια, όταν πήγα στο νοσοκομείο.
Σπρώχνοντας με προσοχή την πόρτα μην και τρομάξω τη μοναξιά των αναμνήσεων, τους είδα όλους.
Τους είδα όλους έναν – έναν.
Όλους αυτούς, που δεν πήγαν ούτε μια φορά, να τον ρωτήσουν, τι κάνει!
Σφράγισε τη ματιά του. Δεν ήθελε να δει, την απουσία τους, να κάθεται στις διπλανές μου, καρέκλες.
Σε λίγες μέρες ο κυρ Σταύρος μετακόμισε σε άλλο κόσμο.
Κι έκτοτε τέτοια μέρα κάθε χρόνο αφήνω ένα “χρόνια πολλά” να ταξιδεύει μαζί με τις μουσικές, εκεί που δεν υπάρχει τόπος…
* Ο Γιώργος Μυλωνάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος από τη Νεάπολη Λασιθίου