Του Αντώνη Κουκλινού
Τσ’ αυλές τση παρασέρνει η Ασπασία και τση χτυπούνε τη ν’ αυλόπορτα ν’ ανοίξει.
-Καλημέρα μωρή Ευγενιά, ίντα ανερκερκελεύγεις σήμερο και σε θωρώ με τσι μανίκες ανεμπουκωμένες…? έλα πέρασε μέσα…!
-Καλημέρα μωρή Ασπασία, μνιά ολιά μούστο εκρατήξαμε, και θα πολεμήσω να σάσω μουσταλευριά και κιοφτέργια τω γκοπελιώ, μονό εδά γυρεύγω άθο, γιατί δε ν’ έχω, μπάς και σου βρίχνετε..?
-Στάσου μωρή να ξανοίξω αν’ έχει η παρασθιά μου, να σου δώσω.
-Ξάνοιξε μωρή κ’ αδε ν’ έχεις, θα βάλω μνιά φέτα ψωμί με μνιά κουταλιά ζάχαρη, να μη ξαργώ..!
-Έχει μονο στάσου να βρώ ένα παλαμάκι, να σου βάλω σ’ ένα σακούλι να κάμεις τη δουλειά σου.
-Ναι μωρή μπράβο, εδά θα ξενετάρω πλιά ογλήγορα…
Ήβαλε σ’ ένα σακούλι το ν’ άθο και τση κάνει…
-Μρέ σύ Ευγενία να σου πω ένα πράμα..?
-Ιντά ναι πέ μου μωρή..!
-Έχω και του λόγου μου μνιά ολιά μούστο, να στο νε φέρω , να σάσωμε τη μουσταλευριά μαζί..?
-Δε με γνοιάζει, φέρτονε στο σπίτι κ’ αν’ είναι, θα ποξεράνομε κιόλας τω γκοπελιώ.
-Ναι μωρή σάλευγε σκιάς κ’ έρχομαι…!
Σε μνιά ολιά ώρα φτάνει στση γειτόνισσας το σπίτι με ένα (μ)παγούρι μούστο και το ν’ άθο στο σακούλι.
-Έλα πέρασε μέσα Ασπασία να μονομερίσωμε το μούστο.
-Εβγήκενε πολύς και θέλει εδα μπουγαδοτσίκαλο να φέρεις, το τσικάλι δε ντο νε χωρεί, χαχαχααχα.
-Όη και μπουγαδοτσίκαλο μωρή, δυο πάρτες θα το νε βράσομε, μονο σώπενε.
Εβάλανε μπροστά τη δουλειά και ετοιμάσανε το μούστο, εβάλανε σε μνιά γάζα το ν’ άθο και σαν έβρασε σε σιγανή φωθιά, το νε ξαφρίσανε.
Ετσά θα πομείνει απις το νε κατεβάσουνε από τη φωθιά, για ούλο το βράδυ, να κατασταλάξει.
-Γειτόνισσα..? αύριο δά, θα κάμομε τα υπόλοιπα, μονο κάτσε να σάσω ένα καφέ να το νε πχιούμενε.
-Ναι μωρή σάσετονε καλά το λες.
Εκειά που τα κουβεδιάζανε, θωρεί τα δαχτύλια τζη ολόμαυρα και τση κάνει…
-Θωρώ και μαζώξετε τα καρύδια, είχενε βεντέμα οφέτος…!
-Τα χέργια μου ξάνοιγε, μέρες θα περάσουνε να ξεμαυρίσουνε, δυό κοκκινόλουρους φάρδους, έβγαλε μόνο η καρυδιά στο μετόχι, οφέτος ήτονε σα ντα σταφύλια, εφαώθηκα να τα ξεφλουδίζω… αύριο απου θα να ‘ρθω, θα σου βαστώ μνιά (μ)ποδία να τα φάνε τα κοπέλια σου.
-Κατέχεις απίς ποπχιούμενε το (γ)καφέ ιντά χω σκοπό να κάμω..?
-Ίντα κοντώ….
-Μνιά ολιά στάρι θα κάμω χόντρο και θα βάλω μπροστά μου, το χειρόμυλο… έπαέ στη ν’ αυλή δα στρώσω μνιά πατανία να κάτσω.
-Εσύ μωρή λόγω τιμής δε βαργιέσαι ποτέ σου και δε στένεσαι ανέ στένεται του χοίρου η οριά…!
-Έπόκαμέ μου μωρή, ο ξυνόχοντρος και με ζυγώνει ο δικός μου κάθα μέρα, γιατί το νε θέλει στο βραστό.
-Εδά που το λες και του λόγου μου θα πάω να του ψήσω χόντρο με τσι χοχλιούς και θα του κάμω ένα τζικαλίδι να τρώει δυό μέρες…!
-Στάσου σκιάς να μου βοηθήσεις, να φέρω το χειρόμυλο όξω, να μη με ξαναπχιάσει η μέση μου, γιατί εχάθηκα υστερά…!
-Άντες Ευγενία να φέρεις πρώτα τη πατανία να τη στρώσω κ’ απός θα φέρομε το μύλο, να φύγω κ εγώ να ιδώ ίντα θα πογενώ…!
Τη ν’ άλλη μέρα οι νοικοκεράδες εβάλανε πάλι μπροστά ντος το μούστο και σάσανε μουσταλευριά να τρώνε δυό μέρες τα κοπέλια.
Εφήκανε και μνιά πάρτε να ποξεράνουνε για το Χειμώνα, απου είναι η καλύτερη λιχουδιά.
Στα κρύατα στη ζεστασά τση παρασθιάς, ίντα θες καλύτερο…
Και μαζί με τα καρύδια τα αμύγδαλα, τσι σταφίδες, πίνεις τη ρακή σου ευχαριστημένος και δοξάζεις το μεγαλοδύναμο, απού χεις την υγειά σου.
Λένε πως ο καλός γείτονας, ξεπερνά το συγγενή κ’ ετσάνε κ’ όλας.
Ξυπνάς τη ταχινή και τη πρώτη καλημέρα σου, εκειά θα τη νε πεις.
Ότι και να σου τύχει, ο γείτονας θα σε κούσει να θες βοήθεια και θα γλακά να ‘ρθει.
Στη λύπη, στη χαρά σου, το ν’ έχεις κοντά, που πολλές φορές δε ν’ είναι τα κοπέλια σου…!
Στα χωργιά μας ποκρατεί ακόμη μνιά ολιά, η αδερφικότητα τση γειτονιάς ευτυχώς δηλαδή…