Γράφει ο Γεώργιος Εμμ. Αυγουστινάκης
Την 7η Σεπτεμβρίου του έτους 1882 και ώρα 4 και 06΄απογευματινή στο χωριό καταγωγής του, την Πόμπια Ηρακλείου, άφησε την τελευταία του πνοή και πέρασε στην αιωνιότητα ο μεγάλος αγωνιστής κατά των Τούρκων για τη λευτεριά της πατρίδας ο Μιχαήλ Κόρακας. Τιμή και αιώνια ευγνωμοσύνη στους ήρωες αγωνιστές!
Στον απλό τάφο του έξω από το ναό του Αγίου Γεωργίου στην Πόμπια και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα αναγράφονται οι στίχοι:
” ΕΠΡΕΠΕ ΣΤΗΝ ΨΗΛΟΤΕΡΗ ΚΟΡΦΗ ΤΟΥ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ
ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΙ Ν’ ΑΦΗΣΟΥΝ ΑΝΟΙΚΤΗ
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΘΥΡΙΔΑ,
ΤΗ ΝΥΚΤΑ ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ,ΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ Ν’ ΑΦΗΝΕΙ,
ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΛΑΕΙ ΝΕΚΡΟΣ ΑΚΟΜΗ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ”.
Παρακάτω σχετικό δημοτικό τραγούδι για το Μιχαήλ Κόρακα:
Τ Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Τ Ο Υ Κ Ο Ρ Α Κ Α
Τρεις άντρες είχε η Μεσαρά καλούς πολεμιστάδες
οι δυο καλοί ποθάνανε, τον άλλο φάγαν’ οι μπάλες.
Το Μαστραχά σκοτώσανε, ποθαίνει κι ο Ρωμάνος
κι επόμεινε ο Κόρακας, παλεύγει ντον ο χάρος.
Δεκαοχτώ χρονώ τανε κι εβγήκε στο ποδάρι
κι εσκότωσέ τον τον αγά κι ήτονε παλικάρι.
Αγάς φορεί στην κεφαλή σαρίκι με τη φούντα
κι ο Κόρακας τον σκότωσε με ξύλινη χουρχούδα.
Κι απίτις τον εσκότωσε κι ήβαλε τ’ άρματά του
και τα ‘βαλε στη μέση ντου ,να ‘ξερες τη χαρά ντου.
Κι απίτις τονε σκότωσε, πήρε την πάνω ρίζα
και βρήκε τσοι Ρωμάνηδες που ‘τανε στα Βορίζα.
Ύστερα βαρκαρίστηκε και πήγε στην Αθήνα
και χίλια γρόσια σύνταξη ήπαιρνε κάθε μήνα.
Και στην Αθήνα επήγαινε κι ήκαμε τρία έτη
και θέλησε να κατεβεί, στην Κρήτη για να έρθει.
Στο Κάστρο εκατέβηκε, βγαίνει στο Μεϊντάνι
κι οι χριστιανοί του λέγανε “Καλώς τον το Μιχάλη”.
Και βγαίνει απόξω στα χωριά και χαιρετά τσοι φίλους
κι οι Τούρκοι, ως το μάθανε, τρέμανε σαν τσοι σκύλους.
Γυρεύγει όλα τα χωριά εις την απάνω ρίζα
και στο Βροντήσι ‘ηφτασε, δεν πάει στα Βορίζα.
Το μεσημέρι εκάθονταν σ’ ένα χαράκι απάνω,
του φάνηκε πως είδ’ εκειά τον καπετάν Ρωμάνο.
Κι απίτις εκατέβηκε ποκάτω απ’ το χαράκι
του φάνηκε πως είδ’ εκειά τον καπετάν Αδαμάκη.
Και καερέτι ήκανε εκείνηνα την ώρα,
να πάει στ’ Αγιοφάραγγο, στην παλαιά ντου χώρα.
Στην Πόμπια εκατέβηκε, στο σπίτι του και πάει
και εκειδά εξεψύχησε τ’ όμορφο παλικάρι.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
Δημοτικό τραγούδι από τη λαογραφική του εργασία ,που υπεβλήθη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το έτος 1970.Το κατέγραψα από τον αείμνηστο Αλέξη Φανουράκη,κάτοικο Γαλιάς,τότε,ετών 88.(Γνωστός στη Γαλιά ως ο Ντραντραφυλλαλέξης).
Μία άλλη παραλλαγή με τραγούδι για τον καπετάν Μιχάλη Κόρακα, την οποία συμπεριέλαβα στην ίδια λαογραφική μου συλλογή προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το έτος 1970.
Κ Α Π Ε Τ Α Ν Μ Ι Χ Α Λ Η Σ Κ Ο Ρ Α Κ Α Σ
Πουλιά μην καλαηδήσετε , δάφνες μου μαραθείτε
τον Κόρακα να κλάψετε , να τονε λυπηθείτε.
Δεκαοχτώ χρονώ τανε και βγήκε στο ποδάρι
έ ναν αγά εσκότωσε που ήτανε παλικάρι.
Ωσάν τον εποσκότωσε κι έζωσε τ’ άρματά του
ένας θεός εκάτεχε κι ήξερε τη χαρά του.
Σαν είχε ζώσει τ’ άρματα ,στη μέση τα κουμπούρια ,
αμοναχός μες την τουρκιά την έκανε τη γιούργια.
Μ ‘ αυτός επήγε στο Μοριά ,στ’ Ανάπλι ,στο Ξαμίλι
και μπάλα δεν το ήβρισκε , γιατί ‘ χε χαμαϊλι.
Μ ‘ αυτός επήγε στο Μοριά κι ήτανε γυμνασμένος
κι ό,τι πολέμους ήκανε έβγαινε κερδισμένος.
Με του Χριστού τη δύναμη ήβγαινε στην καβάλα ,
Τετάρτη και Παρασκευή ποτέ του δεν εχάλα.
Πάνω στα όρη εξώμενε στην πάχνη και στο χιόνι ,
καλύτερός του αρχηγός δεν εγεννήθη ακόμη .
Στην Πόμπια εγεννήθηκε κι έλαβε την αξία
και τουρκομάχος έγινε και θρήσκος στη θρησκεία .
΄Ηπιασε τσοι χανούμισσες και σφάζει τ’ αγαδάκια
και παίρνει χίλια πρόβατα κι ως εκατό βοϊδάκια.
Οι Τούρκοι σαν το μάθανε , βγήκανε στο μπεντένι ,
σαν το λογιάζει ο Κόρακας στη Χώρα μέσα μπαίνει .
Επήγαν κι είπαν του πασά δέκα μεγάλοι αγάδες ,
να τοσε δώσει τακτικό να πάρουν τσοι κεράδες .
Δε σας σε δίνω εγώ στρατό ωρέ παλιομπουρμάδες ,
γιατί ‘ ναι ‘ κειά ο Κόρακας με τσοι πολεμιστάδες .
Δε σας σε δίνω εγώ στρατό , μόνο να μου χαθείτε ,
γιατί ‘ ναι εκειά ο Κόρακας κι όλοι θα σκοτωθείτε .
Ύστερα ,σαν εγέρασε ,επήγε στην Αθήνα,
μια σύνταξη του βγάλανε, χίλια ‘ παιρνε το μήνα .
Μα όταν ξεβαρκάρισε εις του Χατζή τη σκάλα,
οι δάσκαλοι με τα παιδιά εγκώμιο του ψάλλα.
Μα όταν ξεβαρκάρισε στο Κάστρο το μεγάλο ,
κουράστηκε να χαιρετά τον ένα και τον άλλο .
Και παίρνει πάνω το τσαρσί εις του πασά την πόρτα
και τονε διαμοιράζουντε ,ποιος θα τον πάρει πρώτα .
Μα εκείνος εσηκώθηκε ,που ‘ ταν το φυσικό του
κι επήγε στη μητρόπολη , να κάμει το σταυρό του .
Εις τις οχτώ του Σεπτεμβριού , τη μέρα τη μεγάλη ,
επέθανε ο Κόρακας , ο καπετάν Μιχάλης .
Κι όταν τονε ποθάψανε ,παίζουν τρεις μπαταριές ,
όλοι στην Κρήτη εκλάψανε οι πολεμιστές
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ.ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ