Η ταινία λεγόταν ”Το νησί των γενναίων” και είχε γυρίσματα στην Κρήτη, όπου η Τζένη ταξίδευε τις Δευτέρες με το αεροπλάνο κι επέστρεφε την Τρίτη.
Τη μουσική του φιλμ την έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Μια Δευτέρα λοιπόν, η Τζένη θα έφευγε με το αεροπλάνο στις δέκα το πρωί.
Αλλά πριν πάει στο αεροδρόμιο, θα πέρναγε από το σπίτι του Μάνου να πάρει μια κασέτα μ’ ένα τραγούδι που θα έγραφε ο Χατζιδάκις, το οποίο θα τραγούδαγε η Τζένη
σε μια σκηνή που θα γύριζαν στην Κρήτη εκείνη τη Δευτέρα.
Της είπα – ευγενώς προσφερθείς – ότι θα την πήγαινα εγώ στο αεροδρόμιο, αφού θα πηγαίναμε πρώτα από τον Μάνο.
Το πρωί, στις οχτώ, φύγαμε από το σπίτι και πήγαμε στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου εκεί έμενε τότε ο Χατζιδάκις.
Ώσπου να παρκάρω στη γωνία, η Τζένη είχε κατέβει και χτύπαγε το κουδούνι.
Όταν έφτασα κι εγώ στην πόρτα, ήταν ήδη εκνευρισμένη.
”Να δεις που κοιμάται ακόμα και δεν ακούει και θα χάσω το αεροπλάνο.
Δεν είναι δυνατόν!
Χθες το βράδυ συνεννοηθήκαμε να είναι έτοιμη η κασέτα.”
Έβγαλα τα κλειδιά μου και άρχισα να χτυπώ δυνατά την πόρτα.
Ο ήχος αυτός ενήργησε – ευεργετικά για εμάς – στα αυτιά του Χατζιδάκι, διότι σε λίγο ακούστηκε ένα βραχνό:
”Έρχομαι”.
Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας Χατζιδάκις απότομα ξυπνημένος, με τα μάτια μισόκλειστα αλλά με έκφραση έκπληξης, δηλαδή:
”Τι γυρεύετε πρωί πρωί και χτυπάτε έτσι την πόρτα;”
Και ακολούθησε ο διάλογος:
Τζένη: Μάνο την κασέτα! Μάνο θα χάσω το αεροπλάνο!!
Μάνος: Ποια κασέτα, χρυσό μου, πρωί πρωί;
Τζένη: Την κασέτα με το τραγούδι που θα πω στο γύρισμα στην Κρήτη!
Μάνος: Πάμε μέσα, να πιούμε έναν καφέ και θα στη δώσω.
Με το ”θα στη δώσω”, ο Μάνος εννοούσε… θα στη γράψω τώρα!
Και η μεν Τζένη πήγε στο κουζινάκι τρέμουσα και του έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος έκατσε στο πιάνο κι άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάχτυλά του στα πλήκτρα.
Μια έπαιζε μερικά μέτρα μουσικής στο πιάνο, μια έγραφε μ’ ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μια διάβαζε τους στίχους που του είχε δώσει από καιρό η Τζένη και τους είχε πάνω στο πιάνο.
Κάποια στιγμή έφτασε και ο καφές.
Ήπιε δυο γουλιές, πάτησε μια νότα, και της λέει:
”Για τραγούδα αυτή τη νότα.”
Η Τζένη έκανε Α, Α, Α…
”Εντάξει, μπορείς να το πεις”, της λέει ο Μάνος και τότε το έπαιξε όλο μαζί.
Η Τζένη είχε μείνει άφωνη.
Της είχε φύγει ο εκνευρισμός και άκουγε τη μουσική μαγεμένη.
Ο Χατζιδάκις πάτησε το μαγνητόφωνο που είχε πάνω στο πιάνο, ξανάπαιξε το κομμάτι και το έγραψε.
Έβγαλε την κασέτα, της την έδωσε, τη φίλησε και της είπε:
”Άντε στο καλό και να το μάθεις μέσα στο αεροπλάνο.”
Η Τζένη πήρε την κασέτα αλλά και το μαγνητοφωνάκι για να ακούει το τραγούδι.
Τον φίλησε και του είπε χαμογελώντας:
”Πάρε άλλο, ώσπου να στο φέρω πίσω”, και φύγαμε τρέχοντας για το αυτοκίνητο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις μέσα σε δέκα λεπτά, μόλις είχε ξυπνήσει, έγραψε αυτό το θείο τραγούδι που λέει:
”Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε
μας πήρε ο πόνος και νυχτωθήκαμε.
Σβήσε το δάκρυ με το μαντήλι σου
να πιώ τον ήλιο μέσα στα χείλη σου.
Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι,
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει.”
Ζάχος Χατζηφωτίου
………………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο: ”Η Τζένη όπως τη γνώρισα”
Πηγή: Πρόσωπα