του Αντώνη Κουκλινού
Δεκαετία του εξήντα, μικιό κοπελάκι, θυμούμαι….
Στα χωργιά μας εσπέρνανε ούλοι, στάργια, κριθάργια, ταγή, αρακάδες, για να βγάλουνε το ψωμί τση χρονιάς, μα να χουνε και τα ζούμπερα να τρώνε το χειμώνα.
Οι γαιδάροι και τα μουλάργια, εκάνανε χωράφι ούλη τη μέρα και τα ταϊζανε τη νύχτα καρπό, για να χουνε δύναμη και αντοχή.
Στα αλώνια με τσι βωλόσυρους, θυμούμαι να λονεύγουνε αρακάδες, στάργια, κριθάργια, μα αργότερα εβγήκανε οι κομπίνες και τα μπαλιαστικά.
Θεριστικές μηχανές δε ν’ ήρχουντονε γιατί τα χωράφχια μας ήτονε τσούρες και κακοπάντιδα.
Από τη Νίθαυρη, ήτονε η αλωνιστική μηχανή, απου ελώνευγε στη μπάντα μας.
Σε δυό τόπους θυμούμαι και εστένανε τσι θεμωνιές οι χωργιανοί.
Στο χάρακα ως μπαίνομε στη Γληγοργιά είχενε ένα σώπατο, και από πάνω στη ν’ αλώνα, εστένανε τσι άλλες θεμονιές.
Με το τραχτέρι εσέρνανε τη ν’ αλωνιάρα και τη νε στένανε στο σώπατο.
Οι εργάτες εδοκιμάζανε το λουρί το μεγάλο, από το τραχτέρι στη κομπίνα και ούλα τα υπόλοιπα λουργιά και τα κόσκινα αν είναι σωστά, στη θέση ντος.
Το μπαλιαστικό κ’ αυτό στη σειρά στεμμένο, να δένει μπάλες τ’ άχερα.
Του δημοτικού κοπέλι ήμουνε και εκουβάλουνα τα δεμάθια από τσι θεμονιές, στο αναβατόριο κ’ αποκειά έβγανα το χαρτζιλίκι μου κ’ εγώ, σάμε ν’ ανοίξου ντα σκολιά.
Ούλοι οι εργάτες με ένα άσπρο μεντήλι στη γκεφαλή δεμένο, και η μούρη ντος ολοσκόνιστη από τ’ άχερα και ολοκόκκινοι οι κακομοίρηδες απο το ν’ ήλιο.
Εσηκώναμε τα δεμάθια και επεθιούντονε οι μποντικοί οι παντέρμοι, θρεμμένοι οσα ντα κουνέλια και όφιδες εβρίχναμε τρυπωμένους.
Τα αφεντικά που λωνεύγανε, εφέρνανε κρυγιό νερό με το σταμνί, να πχιούμενε και φαϊτό να φάνε οι εργάτες.
Όχι και πολλά πράματα, γιατί η συμφωνία ήτονε ο καθένας, να βαστά απου το σπίτι ντου σκουτελικό να φάει μνιά μπουκιά, το κολατσό και το μεσημέρι.
Εκειά απου εστένανε τη ν’ αλωνευτική, είχενε, συκιές, απιδιές, καπλωσυκιές και τσι κάναμε να τσι πχιάσει πόνος.
Παντέρμη κάψα στο λιοπύρι, το τσίτσιρο του μεσημεργιού, να κουβαλείς δεμάθια, γη μπάλες άχερα, κατέχεις ιντάνε…?
Να σε βαστά φαγούρα απου τη σκόνη και από το ν’ ύδρο να κολλούνε απάνω σου τα ρούχα
και να μη δέχεσαι τον εαυτό σου, απου τη μυρωδιά τση ξινίλας του ιδρώτα..?
Απις θελα γιαγύρομε στο σπίτι εκάναμε μπάνιο, μη φανταστείς, στη ν’ αυλή, εβάναμε τη σκάφη, κοντά στη γούρνα στο πλησταργιό και με το σαπούνι του λαδιού, ελούγαμε τη γκεφαλή μας.
Εκειά να σαι να θωρείς το μπέτη και τη ράχη, απου ήτονε γεμάτη κοκκινίλες, από τα παντέρμα τ’ άχερα που μα σε τζιμπούσανε.
Απις θελα πολονέψουνε στη Γληγοργιά, αλλάζανε τόπο και πηγαίνανε στσι Μαγαρικαργιανές πάντες.
Η πρώτη στάση ήτονε οθε ντο Κούλε και σάμε εκειά, εσταμάτουνε κ εγώ τα μεροκάματα, γιατί ‘μουνε μικιός ακόμη, να κλουθώ στα αποδέλοιπα χωργιά.
Σε κάθε στάση απου ‘κανε η κομπίνα, εθώργιες τσι μπάλες από το μπαλιαστικό, στιβγιαζμένες σάμε να τσι κουβαλήσουνε με τσι γαιδάρους στσι αχεργιώνες και άχερα ρεντιζμένα πέρα, πόδε, για πολύ γκαιρό και τσι μελιτάκους μιλιούνια, να κουβαλούνε στη φωλιά ντος τα σκύβαλα.
Περαζμένα ξεχαζμένα….
Εδά δε σπέρνουνε, δε θερίζουνε και δε λονεύγουνε.
Οι κομπίνες είναι παροπλιζμένες πέρα, πόδε, σα ντα σαπχικάραβα… (άλλες κομπίνες επχιάσανε δουλειά στη ν’ εποχή μας).
Αφού γαιδάρους δε ν’ έχομε πχιός θα τρώει τα άχερα….???
Ένε κ’ αυτό…χαχαχαχα