Γράφει ο Φραγκίσκος Λαμπρινός
Τις τελευταίες εβδομάδες η χώρα μοιάζει να μπαίνει σε μια άκρως τοξική περίοδο όπου ο δημόσιος διάλογος τσαλαβουτά και πάλι στα θολά νερά του λαϊκισμού, των ύβρεων και μιας αδιανόητης χυδαιολογίας.
Ακούσαμε μεταξύ άλλων τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να συνδέει τη δικαστική απόφαση στην υπόθεση Λιγνάδη με την κυβέρνηση, τον Πρωθυπουργό να συνδέει την επίθεση στον όμιλο Real News με την Αξιωματική Αντιπολίτευση, τον κ. Βερναρδάκη να χαρακτηρίζει αρχικά την Υπουργό Παιδείας «παιδοκτόνο» («Πισπιρίγκου»), παραβιάζοντας μεταξύ άλλων το τεκμήριο της αθωότητας και εν συνεχεία «Μήδεια», κι αυτό την ώρα που προσπαθούσε να ζητήσει συγγνώμη για το πρώτο, τραγικό, ατόπημά του.
Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Για την ακρίβεια, ο εκχυδαϊσμός του δημόσιου λόγου αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση εδώ και μια δεκαετία, από τότε δηλαδή που ξεκίνησε ο τοξικός «δικομματισμός» ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Ο «Πολακισμός» τείνει να καθιερωθεί ως «γενναίο πολιτικό ύφος και ήθος» και όσο περνά ο καιρός, τα πράγματα χειροτερεύουν. Μοιάζουν οι πολιτικοί να αντιγράφουν τη γλώσσα και τις μεθόδους των social media, όπου φυσικά δεν υπάρχουν ούτε προσχήματα, ούτε στοιχειώδης ευγένεια, ούτε τίποτα από όσα χαρακτήριζαν άλλοτε γενεές ολόκληρες πολιτικών.
Η Ελλάδα έχει ζήσει μεγάλες περιόδους αναταραχών και πολιτικών κρίσεων. Ο δημόσιος διάλογος εντούτοις δεν είχε πέσει ποτέ τόσο χαμηλά. Οι πολιτικοί των περασμένων δεκαετιών, με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά τους, είχαν την καλλιέργεια, την συγκρότηση, ενδεχομένως και το ένστικτο να καταλάβουν πως στις δημόσιες τοποθετήσεις τους όφειλαν να είναι στοιχειωδώς ευπρεπείς και να δείχνουν σεβασμό στους αντιπάλους τους, ακόμα κι αν τους ήταν προσωπικά αντιπαθείς.
Ήξεραν ότι τα -κατασυκοφαντημένα- προσχήματα, τα οποία τηρούσαν ευλαβικά, αποτελούν το απαραίτητο ανάχωμα για την επέλαση της βαρβαρότητας. Χωρίς αυτά οι κοινωνίες κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε ζούγκλα. Περίπου σαν την ζούγκλα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την οποία είτε για ψηφοθηρικούς λόγους, είτε απλώς επειδή τους εκφράζει, αντιγράφουν πολλοί σημερινοί πολιτικοί. Πρόκειται, όμως, για μια επικίνδυνη τακτική που αν δεν βρεθεί τρόπος να σταματήσει, μπορεί να παρασύρει ολόκληρη τη χώρα σε καταστάσεις χωρίς επιστροφή.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν το αυτονόητο: η ευγένεια δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ ντροπή. Είναι απαραίτητη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ούτε συνιστά κάποιο ιδιαίτερο, «ελιτίστικο» χαρακτηριστικό. Αντιθέτως, η πηγαία και ανυπόκριτη ευγένεια των πιο απλών ανθρώπων (αυτό που συχνά λέμε και αρχοντιά), θα έπρεπε να είναι παράδειγμα προς μίμηση και για τους εκπροσώπους μας στην Βουλή. Κυρίως – και εδώ έγκειται η μεγάλη παρεξήγηση – η ευγένεια δεν είναι αδυναμία. Όποιος εκφράζει τις θέσεις του με νηφαλιότητα ηρεμία και χωρίς κραυγές, είναι συνήθως εκείνος που πιστεύει στην δύναμη των επιχειρημάτων του. Ενώ όποιος φωνάζει, βρίζει ή απειλεί απλώς προσπαθεί να καλύψει τη γύμνια τη δική του και των απόψεών του.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει ξεκάθαρες ιδέες και προτάσεις για το παρόν και το μέλλον της χώρας, ώστε να ακουστεί δίχως να φωνασκεί. Με αυτόν τον τρόπο επέλεξε να πορευτεί και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επαναφέρει το δημόσιο διάλογο στο ύψος που θα έπρεπε να είναι. Και είμαι βέβαιος ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, εκείνο που απεχθάνεται τις ύβρεις και τη χυδαιότητα, παρακολουθεί εμβρόντητο και ντρέπεται για το σημερινό επίπεδο της διαμάχης ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Και βεβαίως αντιλαμβάνεται και εκτιμά τη διαφορά.