Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Το 2011 εκδόθηκε στην πόλη Μέριγκεν της Γερμανίας το βιβλίο του Αρν Στρόμαγιερ «Ο Μύθος των Ματάλων. Φωτογραφίες από τα Εξήντα και Εβδομήντα». Το βιβλίο είναι γραμμένο σε δύο γλώσσες: γερμανικά και αγγλικά.
Ο συγγραφέας, γνωστός δημοσιογράφος και μελετητής της ιστορίας της Κρήτης, δίνει στην εισαγωγή του ένα περίγραμμα όσων γεγονότων έλαβαν χώρα στα Μάταλα την περίοδο της ζωής σε αυτά των χίπις. Το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου καταλαμβάνουν οι φωτογραφίες που τράβηξαν δεκαπέντε πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, που έζησαν στην περιοχή τα χρόνια 1965-1977.
Μεταξύ των φωτογράφων είναι και ο Ντένις Κάμερον. Συνολικά δημοσιεύονται δεκαπέντε φωτογραφίες του, στην πλειονότητά τους ανέκδοτες. Δύο, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, από πολλές απόψεις.
Στην πρώτη, εικονίζονται πέντε άνδρες και δύο γυναίκες να ξεκουράζονται και να συζητούν, καθισμένοι πάνω σε δύο κίονες. Πίσω τους διακρίνεται ένα μεγάλο αρμυρίκι και κάποιο κατάλυμα. Δίπλα, έχει σταθμεύσει ένα μικρό φορτηγό. Οι άνδρες, δείχνουν πως επιθυμούν να αποφύγουν τον φακό. Στο χώμα, μπροστά από τον κίονα, διακρίνεται ένα σακίδιο.
Στη δεύτερη, σχεδόν τα ίδια πρόσωπα, από άλλη ωστόσο γωνία λήψης. Το φορά αυτή διακρίνονται καλύτερα οι δύο κίονες. Οι άνδρες είναι έξι και μία η γυναίκα. Ξανά όμως οι άνδρες δεν θέλουν να φανούν με ευκρίνεια τα πρόσωπά τους. Πίσω τους διακρίνονται πέτρες και χόρτα, μια καλαμιά και κάποια πρόχειρη οικοδομή.
Ο Ντένις Κάμερον, που βρέθηκε στα Μάταλα και φωτογράφισε τους χίπις το καλοκαίρι του 1968, δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Γεννήθηκε το 1928 στη Μινεάπολη της αμερικανικής πολιτείας της Μινεσότα και πέθανε στο Λονδίνο το 2006.
Υπήρξε από τους σημαντικότερους φωτογράφους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα, όπως με την εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» και το περιοδικό «Λάιφ». Ήταν παρών σε όλα τα σημαντικά γεγονότα της εποχής του. Από την Άνοιξη της Πράγας ώς την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών ώς την Περσική Επανάσταση.
Φωτογράφησε δεκάδες εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής, της τέχνης και του θεάματος. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα έζησε στη Νοτιοανατολική Ασία. Αγαπούσε τους κατοίκους του Λάος, της Καμπότζης και του Βιετνάμ και με τη φωτογραφική μηχανή του απαθανάτισε χαρακτηριστικές σκηνές της ζωής τους.
Ένα μικρό μόνο δείγμα των φωτογραφιών που τράβηξε στα Μάταλα έχει δημοσιευτεί. Οι περισσότερες παραμένουν ανέκδοτες.
Τα Μάταλα, ώς στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ήταν ένας μικρός οικισμός. Σε αυτόν κατοικούσαν ελάχιστοι άνθρωποι που ασχολούνταν με το ψάρεμα. Τους καλοκαιρινούς μήνες αποτελούσαν τόπο παραθερισμού κατοίκων από τα γειτονικά χωριά. Για να φτάσει κάποιος ώς την ακτή χρειαζόταν να διανύσει ένα χωμάτινο δρόμο με πολλές στροφές και αναρίθμητες λακκούβες. Τους χειμερινούς μήνες, συχνά, ήταν απροσπέλαστος.
Λίγα χρόνια μετά, κατά ένα απρόσμενο τρόπο, άρχισαν να απασχολούν την παγκόσμια κοινή γνώμη. Την ήσυχη παραλία τους ανακάλυψαν ως ιδανικό προορισμό οι χίπις. Ως χώρο κατοικίας τους διάλεξαν τους σπηλαιώδεις χώρους που υπήρχαν στον απόκρημνο βράχο της βόρειας ακτής. Είχαν λαξευτεί τη νεολιθική εποχή και αποτελούσαν χώρους ταφής τη ρωμαϊκή περίοδο. Οι πρώτοι αντισυμβατικοί νέοι και νέες ήταν λιγοστοί. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.
Όσα εξελίσσονταν στα Μάταλα άρχισαν να προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον. Σε διάφορα έντυπα δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ρεπορτάζ. Οι υπεύθυνοι του αμερικανικού περιοδικού «Λάιφ», που με έδρα του το Σικάγο είχε παγκόσμια κυκλοφορία, δεν ολιγώρησαν. Στο πλαίσιο μιας έρευνας, η οποία θα μελετούσε τις κινήσεις των νεαρών αμερικανών στο εξωτερικό, αποφάσισαν να διερευνήσουν εξονυχιστικά το θέμα.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1968 έφτασαν στην περιοχή ο συντάκτης του εντύπου Τόμας Τόμπσον και ο φωτογράφος Ντένις Κάμερον. Έζησαν αρκετές μέρες με τους χίπις και προσπάθησαν να εξακριβώσουν τον τρόπο σκέψης τους.
Στις 19 Ιουλίου 1968 κυκλοφόρησε το σχετικό τεύχος του περιοδικού. Το κεντρικό θέμα του είχε τον τίτλο: «Νέοι Αμερικανοί νομάδες στο εξωτερικό». Στο εξώφυλλό του υπήρχε η φωτογραφία ενός νεαρού ζευγαριού που κατοικούσε σε σπηλιά. Ο τίτλος της λεζάντας ήταν: «Δύο Καλιφορνέζοι στο σπίτι σ’ ένα σπήλαιο στην Κρήτη». Το άρθρο του Τόμας Τόμπσον, που καταλάμβανε εννιά σελίδες του τεύχους, τιτλοφορούνταν: «Κρήτη: Μία στάση στη Νέα Οδύσσεια». Πλαισιωνόταν από διάφορες φωτογραφίες του Ντένις Κάμερον, στις οποίες απαθανατίζονταν χαρακτηριστικές σκηνές από την καθημερινή ζωή των χίπις.
Το τεύχος γνώρισε μεγάλη απήχηση. Έδωσε αφορμή σε πολλούς νέους και νέες από την Αμερική αλλά και την Ευρώπη να ορίσουν ως προορισμό τους τα Μάταλα.
Στις περίφημες σπηλιές αλλά και στην παραλία ζούσαν πλέον δεκάδες άτομα. Έπαιζαν μουσική, τραγουδούσαν, κάπνιζαν μαριχουάνα και έκαναν έρωτα.
Οι αντιδράσεις του ντόπιου πληθυσμού, όλα αυτά τα χρόνια, χαρακτηρίζονταν από αμφιθυμία. Στην πλειονότητά του έβλεπε με συμπάθεια τους χίπις και πρόθυμα τους εξυπηρετούσε. Αρκετοί χίπις, που ξεκινούσαν με τα πόδια από το Ηράκλειο προς τα Μάταλα, τους έβρισκε στο δρόμο η νύχτα. Δεν μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέσα στο σκοτάδι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αρκετές πόρτες σπιτιών άνοιγαν, ώστε να τους υποδεχτούν. Η κρητική φιλοξενία σε όλο της το μεγαλείο.
Το γεγονός, είχε προκαλέσει την αντίδραση του τότε μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας Τιμόθεου Παπουτσάκη, μετέπειτα αρχιεπισκόπου Κρήτης, που εξέδιδε τακτικά αυστηρές εγκυκλίους. Αυτές, μαζί με άλλα σχόλια, δημοσιεύονταν στο περιοδικό της Μητρόπολης «Αναγέννησις». Κάθε Κυριακή, τριγυρνούσε στα χωριά της περιοχής, στηλιτεύοντας όσους συνέδραμαν τους «αλητοτουρίστες». Αυτά και άλλα χειρότερα λόγια χρησιμοποιούσε για τους διερχόμενους νέους και νέες και τον τρόπο ζωής τους.
Δεν άργησαν να εμφανιστούν και τα πρώτα εμπρηστικά άρθρα. Σχεδόν καθημερινά δημοσιεύονταν πρωτοφανή σε οξύτητα κείμενα και σχόλια στις εφημερίδες του Ηρακλείου «Μεσόγειος» και «Πατρίς». Οι συντάκτες τους απαιτούσαν την εξάλειψη της «αλητοφωλεάς» των Ματάλων. Γρήγορα, πήραν τη σκυτάλη, και αρκετά έντυπα της Αθήνας.
Η παρουσία των χίπις στα Μάταλα κορυφώθηκε την άνοιξη του 1970. Είναι η περίοδος που, τόσο στις σπηλιές όσο και σε όλη την αμμουδιά, δημιουργείται το αδιαχώρητο. Ο απόηχος από το Φεστιβάλ του Γούντστοκ, λίγους μήνες πριν, κυριαρχούσε.
Στην περιοχή καταφθάνει και η διάσημη Καναδή τραγουδίστρια της ροκ και της φολκ μουσικής Τζόνι Μίτσελ. Ζει στις σπηλιές και ερωτεύεται τον Κάρι Ράντιτζ. Για χάρη του συνθέτει το περίφημο τραγούδι «Κάρεϊ», που αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, τον ύμνο της κοινοβιακής ζωής των χίπις στα Μάταλα. Κάποιοι στίχοι του αναφέρουν: «Η νύχτα είναι ένας θόλος γεμάτος άστρα, και παίζουν εκείνο το γρατζουνισμένο ροκ εντ ρολ, κάτω από το φεγγάρι στα Μάταλα».
Στη δικτατορική κυβέρνηση ασκούνταν πιέσεις από διάφορες πλευρές για την επίλυση του ζητήματος. Οι παρεμβάσεις του τοπικού μητροπολίτη συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Η παρέμβαση της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που άρχισε να ενοχλείται από όσα συνέβαιναν, υπήρξε ωστόσο καθοριστική.
Οργανώθηκε ένα συντονισμένο σχέδιο δράσης και, στις αρχές Ιουνίου του 1970, κατέφθασαν στα Μάταλα μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις. Απέκλεισαν την παραλία, έβγαλαν με τη βία τους χίπις από τις σπηλιές και τις περίφραξαν. Όσοι συνελήφθησαν μεταφέρθηκαν στο Ηράκλειο με δεκάδες περιπολικά της Ελληνικής Χωροφυλακής. Πολλοί άνδρες αμερικανικής καταγωγής, ύστερα από έλεγχο των διαβατηρίων τους, οδηγήθηκαν σε αεροπλάνα με προορισμό τη χώρα τους. Σχεδόν όλοι, όπως αποδείχτηκε, ήταν λιποτάκτες του Πολέμου στο Βιετνάμ.
Ο Τιμόθεος, δημοσίευσε στις 21 Ιουνίου 1970 στον Τύπο ευχαριστήρια επιστολή του προς την «Εθνική Κυβέρνηση», όπως την αποκαλούσε. Ενθουσιασμένος από όσα είχαν γίνει, την ευχαριστούσε για τις κινήσεις εξάλειψης του «αμαρτωλού και επικίνδυνου ξενικού κρατιδίου των Χίππυς στα Μάταλλα».
Τα χρόνια που ακολούθησαν συνεχίστηκε, όχι με την ίδια ένταση, η άφιξη στα Μάταλα ομάδων χίπις. Οι περίφημες σπηλιές κατοικήθηκαν ξανά. Είχε όμως πλέον χαθεί ο ενθουσιασμός της πρώτης περιόδου.
Γρήγορα, ακολούθησε και η εκμετάλλευση της παρουσίας τους. Ξεκίνησε η οικοδομική ανάπτυξη, με τις συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις αυθαιρεσίες, και η αλλοίωση του τοπίου. Η σημερινή εικόνα των Ματάλων δεν μοιάζει σε τίποτα με την όμορφη περιοχή πριν από τη δεκαετία του 1960.
Αφού περιγράφηκαν οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες βρέθηκε ο Ντένις Κάμερον στα Μάταλα αλλά και οι μετέπειτα εξελίξεις, ας επανέλθουμε στις δύο φωτογραφίες του. Παρουσιάζουν μία χαρακτηριστική όψη των Ματάλων σε μία κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας τους.
Η επιμονή των ανδρών να αποφύγουν να κοιτάξουν κατάματα τον φακό της φωτογραφικής μηχανής, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, έχει πλέον την εξήγησή της. Δεν ήθελαν, για ευνόητους λόγους, να εκτεθούν.
Το μικρό φορτηγό, που είναι σταθμευμένο κοντά τους, ίσως ανήκε σε κάποιον από αυτούς. Ενδεχομένως όμως να ήταν των μελών της αποστολής του περιοδικού «Λάιφ». Οι δύο κίονες, ιδίως ο ένας, καταλαμβάνουν κεντρική θέση στα πλάνα.
Οι δύο μαρμάρινοι κίονες βρίσκονταν στην ίδια θέση για χρόνια. Προσωπικά, τους είχα δει το πρωινό μίας Κυριακής, στα τέλη Μαΐου του 1967. Τότε επισκέφτηκα, συνοδεύοντας τον πατέρα μου, για πρώτη φορά τα Μάταλα. Γεμίσαμε δύο σακιά με άμμο και τα φορτώσαμε στη γαϊδάρα μας για να τα μεταφέρουμε στο Πετροκεφάλι. Μείναμε, ωστόσο, για αρκετές ώρες στην ακτή.
Κάποια στιγμή, βρέθηκα στην ίδια ακριβώς θέση, με εκείνη του φωτογράφου. Οι κίονες είχαν σκούρο γκρίζο χρώμα. Το διατάρασσαν, σποραδικά, λεπτές άσπρες γραμμές. Εντυπωσιάστηκα από το θέαμά τους. Πλησίασα διστακτικά, ανέβηκα πάνω τους και χάιδεψα τη στιλπνή επιφάνειά τους. Τεντώνοντας τα δάχτυλα του δεξιού χεριού μου, άρχισα με την πιθαμή μου να μετρώ το μήκος τους. Συνηθισμένη κίνηση των παιδιών, όταν εντυπωσιάζονται από ένα πρωτόγνωρο αντικείμενο που βλέπουν μπροστά τους. Αποκαλύπτει την αμηχανία τους.
Κάτω από τον ίσκιο του κοντινού αλμυρικιού, προς το μεσημέρι, ξαποστάσαμε ώστε να αποφύγουμε την κάψα εκείνης της ημέρας. Με βουλιμία φάγαμε κατσοχοίρι, λουμπίνους, σταφιδολιές και κρίθινο παξιμάδι που, μέσα σε μια βούργια, είχαν φροντίσει αποβραδίς να βάλουν η μητέρα μου και η αδελφή μου.
Θυμάμαι ακόμη, σαν τώρα, τη σχετική συζήτηση που είχα μαζί του. Το βλέμμα μου, ωστόσο, δεν έφευγε από τους δύο κίονες. Το χώμα, όπου κείτονταν, ήταν πλημμυρισμένο από χαμομήλια. Εκείνη, η πρώτη επαφή μαζί τους, έμεινε χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Μόλις είδα τις φωτογραφίες του Ντένις Κάμερον συγκινήθηκα και ξαναγύρισα στο παρελθόν. Αμέσως κινητοποιήθηκα και εντατικοποίησα μία έρευνα που είχα ξεκινήσει για το αρχαιολογικό τοπίο της Μεσαράς τη βενετική περίοδο. Τα Μάταλα, για συναισθηματικούς λόγους, άρχισαν πλέον να καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση.
Η ανθρώπινη παρουσία στα Μάταλα χρονολογείται από τα προϊστορικά χρόνια. Το λιμάνι, κατά τη μινωική περίοδο ήταν επίνειο της Φαιστού ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο της Γόρτυνας. Την πρώτη βυζαντινή περίοδο λαξεύτηκε σε βράχο, νότια της ακτής, η εκκλησία της Παναγίας.
Οι πληροφορίες για την περιοχή αυξάνονται κατά τη βενετική περίοδο. Κοντά στην ακτή υπήρχε μικρός οικισμός. Επανειλημμένα μνημονεύεται στις πηγές η εκκλησία της Παναγίας των Ματάλων (Santa Maria di Matala ή Madonna di Matala). Είχε δύο μαρμάρινες άγιες τράπεζες, ενώ διασώζονταν διάφορα χριστιανικά σύμβολα και κιονόκρανα της πρώτης περιόδου κατασκευής της.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν, κατά κύριο λόγο, με το ψάρεμα. Από τα βραχώδη κοιλώματα των ακτών μάζευαν αλάτι, το οποίο και εμπορεύονταν παράνομα, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Το λιμάνι κατέπλεαν συχνά με βάρκες τους κάτοικοι των Σφακιών και προμηθεύονταν σιτηρά. Ο έλεγχος της εξουσίας, εξαιτίας της δυσπρόσιτου περιβάλλοντος, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος.
Προκειμένου να περιοριστεί το λαθρεμπόριο αλλά και να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος που διέτρεχε η παραλία των Ματάλων από τις συχνές επιδρομές ποικιλώνυμων εισβολέων, δημιουργήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα φρυκτωρία στη θέση «Καστρί», στο ύψωμα νότια της ακτής των Ματάλων. Οι στρατιώτες της σκοπιάς επόπτευαν νυχθημερόν τη θάλασσα και, σε περίπτωση κινδύνου, υπήρχε κινητοποίηση και αναλάμβαναν δράση οι ακτοφουρές.
Αρκετές πληροφορίες υπάρχουν για τις αρχαιότητες που σώζονταν στον χώρο. Ανάμεσα στους επισκέπτες των Ματάλων ήταν ο γνωστός φλωρεντινός ουμανιστής Κριστόφορο Μπουοντελμόντι. Τα χρόνια 1415-1418 περιόδευσε σε όλη την Κρήτη, δείχνοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις αρχαίες πόλεις της. Το 1415, με ένα πλοιάριο που παρέπλεε στις νότιες ακτές της, με κατεύθυνση από την ανατολή στη δύση, αποβιβάστηκε στα Μάταλα.
Τριγύρισε στον χώρο και εντυπωσιάστηκε από όσα έβλεπε. Το ενδιαφέρον του προκάλεσαν τα αρχαία οικοδομήματα, τα μεγάλα και τέλεια λαξευμένα κομμάτια μαρμάρου, που βρίσκονταν σε αρκετά σημεία της πεδιάδας, και το ψηφιδωτό δάπεδο κάποιου αρχαίου ναού. Θαύμασε τους λαξευτούς τάφους στους βράχους, τις περίφημες στις μέρες μας σπηλιές, και διάφορα αγάλματα. Εντόπισε, τέλος, στην άκρη της θάλασσας, λαξευμένα στα βράχια της νότιας ακτής, τα ιχθυοτροφεία της ρωμαϊκής περιόδου.
Προς τα τέλη του επόμενου αιώνα επισκέφθηκε τα Μάταλα και ο λόγιος γιατρός από τη Βιτσέντζα Ονόριο Μπέλλι. Όπως έγραφε στον Αλβίζε Γκριμάνι, Σύνδικο της Ανατολής, ονομαζόταν Παναγία των Ματάλων. Ο χώρος, όπως είχε διαπιστώσει, ήταν πολύ καταστρεμμένος και το λιμάνι γκρεμισμένο όλο. Δεν σώζονταν σε αυτόν αξιόλογα αρχαία ερείπια. Παρ’ όλα αυτά ανέσκαψε τρεις μαρμάρινους κίονες, που μεταφέρθηκαν στη Βενετία.
Η τελευταία αναφορά είναι σημαντική καθώς αποκαλύπτει τον πλούτο των αρχαιοτήτων που υπήρχαν στα Μάταλα. Ακόμα, επιβεβαιώνει τις πληροφορίες ότι το λιμάνι τους υπήρξε χώρος φόρτωσης αρχαιοτήτων και μεταφοράς τους προς τη Δυτική Ευρώπη.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, είναι το επεισόδιο των ετών 1575-1576, το οποίο περιέγραψα αναλυτικά σε άλλη ανάρτησή μου. Από τις βενετικές αρχές της Κρήτης αποσπάστηκαν τότε πολλοί κίονες από τη Γόρτυνα και μεταφέρθηκαν με βόδια στην παραλία των Ματάλων. Στη συνέχεια, φορτώθηκαν σε πλοίο με προορισμό τη Βενετία. Εκεί, χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την επισκευή αιθουσών του Δουκικού Παλατιού, που είχαν καταστραφεί από πυρκαγιά.
Ορισμένοι, εξαιτίας του όγκου και του βάρους τους, φαίνεται ότι δεν στάθηκε δυνατό να φορτωθούν στη γαλέρα και εγκαταλείφθηκαν κοντά στην παραλία. Ιδιαίτερα ελκυστική φαντάζει η υπόθεση, οι δύο μαρμάρινοι κίονες, για τους οποίους γίνεται λόγος, να προέρχονταν από εκείνη τη μεταφορά.
Το τοπίο των Ματάλων, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει μεταβληθεί δραματικά. Οι αυθαίρετες κατασκευές, σε ορισμένα σημεία, φτάνουν σχεδόν ώς εκεί που σκάνε τα κύματα. Σε ένα τοίχο της παραλίας, μακρινός απόηχος της εποχής των χίπις, έχει γραφτεί: «Σήμερα είναι η ζωή, το αύριο ποτέ δεν έρχεται».
Οι δύο κίονες γνώρισαν ανάλογη μοίρα. Ο ένας, βάναυσα ακρωτηριασμένος, σώζεται ακόμη στην είσοδο κάποιου εστιατορίου. Θύμα ενός κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού αλλά και της κρατικής αβελτηρίας ποδοπατιέται καθημερινά από πεινασμένους επισκέπτες κάθε ηλικίας. Συχνά, παρότι έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία οχημάτων στο κέντρο των Ματάλων, σταθμεύουν, ακριβώς δίπλα του, αυτοκίνητα. Ο άλλος κίονας, κι αυτός ακρωτηριασμένος, μεταφέρθηκε και βρίσκεται σε κοντινό χώρο, που έχει περιφραχθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Οι δύο φωτογραφίες του Ντένις Κάμερον, που τραβήχτηκαν το καλοκαίρι του 1968, είναι πολύτιμες. Καθίστανται σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας των Ματάλων. Ποιος είπε ότι ο φωτογράφος δεν είναι και ερευνητής;
Συντομευμένη μορφή ομιλίας με τον τίτλο: «Δύο κίονες στο χώμα». Πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της «Επιστήμης Κοινωνία. Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις», που οργανώθηκαν από τον Τομέα Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών τον Δεκέμβριο του 2019, με θέμα: «Η φωτογραφία που μας άγγιξε. Χίλιες λέξεις για μια εικόνα από ιστορικούς και αρχαιολόγους».