Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Εκάμαμε οψές δυό καινούργιους φίλους,
φίλους γκαρδιακούς!!
Σε μιά βόλιτα εσμίξαμε μαζί ντως εκειά στοι ανεγυρίδες στ’ Αστερούσια όρη στη νοτική ντως μπάντα.
Αργήσαμε κι εμείς να κατεβούμε το βουνό η αλήθεια είναι, γιατί δρόμο δρόμο στα χωργιά εσμίγαμε φίλους και γνωστούς, κι όλο καθίζαμε να πιούμε μαζί ντως μιά ρακή.
Κι η μιά ρακή εγίνουντονε δυό και τρεις, και ήντα να σας σε λέω!
Το πώς εκατεβήκαμε το κακοτράχαλο δρόμο σάμε τον Αη Γιάννη, μούδε γω δε γατέχω!
Κι επιτέλους, το μέγα μεσημέρι εμπήκαμε στο μονοπάτι για τον Αη Αντώνη και το σπήλιο ντου.
Του το’ χα ταμένο τ’ Αγίου πως θα ξαναπάω,
μα αυτή τη φορά ήβαλα κι άλλους αθρώπους στο μπερεστέ, την αδερφοσύνη μου!
Κάψα, ιδρώτας, και μας σε χτύπα κι η ρακή απου’ χαμε πιωμένη κατακεφάλα!
Μόνο οι ανερούβαλοι αθρώποι τα κάνουνε ετουτανά.!
Εσέρνομέστανε στο μονοπάτι, μα ευτυχώς ήμαστονε μαθημένοι στη πεζοπορία και τα πόδια επηγαίνανε αμοναχά ντως.
Κοντά στ’ Αγαδικό και τσ’ Αλυκές, θωρούμε δυό νομάτους χάμαι ξαπλωμένους άσπρους σα το χασέ, και τσοι’ χενε καωμένους ο ήλιος χάβδαλο!
Τσοι μεταξεσύραμε μιαολιά κι είδαμε πως εζούσανε!
Άντρας ο ένας με ποδαράκια σα τα καλάμια φτενά, που μιαολιά να θελα του φυσήξεις θελα πέσει χάμαι!
Η κοπελιά ήτονε πχια ψιμιδευτή κι είχε και πιθέματα.
Ολοκόκκινοι και καϊναντισμένοι απ τον ήλιο κι οι δυό ντως, και μήδε νερό δεν εβαστούσανε επαέ στην άκρα του κόσμου!
Εβαλαμέ τζοι σ’ ενα χαρουπίδι απο κάτω κι ήπιανε μονορούφι τρία μπουκάλια μεγάλα νερό μέχρι να συνεφέρουνε!
Ότι κρατούσαμε κι εμείς δηλαδή, κι είχαμε κι άλλο δρόμο ομπρός μας.
Εχαλιχουτίζανε αυτοί και μας σε μιλουσανε, μα εμείς δεν εγατέχαμε αλλη γλώσσα μόνο τ’ Ασημιανά.
Κι αυτοί δε γατέχω ήντα μας σε λέγανε, μα όλα τα καταλαβαίναμε αναμεταξύ μας!
Όλα σας σε λέω !!
Πως διάολο τα κατέχανε τ’ Ασημιανά δε γατέχω!
– “Απο που είσαστε ετουλόγου σας ; ερώτουνα εγώ.
-” Σλοβένια” μου ‘πανε αυτοί .
-” Και που διάολο πέφτει εκειονά”;;
– ” Σέρμπια” μου λένε αυτοί.
-” Και πως μωρέ αράουλοι εξεπέσετε επαέ στην άκρα του κόσμου; Ερώτουνα εγώ πάλι.
Εθέλανε κι άλλο νερό μα δεν είχαμε και τως σε δείξαμε τη ρακή που κρατούσαμε.
Κι ως τηνε μυριστήκανε, εκάνανε το σταυρό ντως χαχαλιές, κι ήπιανε μισό μπουκάλι ρακή σε όση ώρα σας το λέω!!
– Ωχχ (γυρίζω και λέω τ’αδερφού μου), δικοί μας είναι κι ετούτοι μόνο κάτεχε ντο!
Με τα πολλά τσοι ανεβαστούσαμε κι αυτούς, και σύρε-ξέσυρε εφτάξαμε στο σπήλιο του Αγίου.
Εκάμαμε το χρέος μας, εθυμιάσαμε, ανάψαμε και τα καντήλια, είπαμε ντου ο καθένας οτι είχαμε να του μηνυτέψομε, και μιά κοπανιά γροικούμε τραγούδια στην αποπίσω μπάντα στο κλησσήδι, στο τόπο που είναι οι λαξευτές γούρνες με τ’ αγίασμα.
Σφίγομε μέσα κι ήντα να ιδούμε!
Είχανε τσοι κεφαλές τως χωσμένες μέσα στ’ αγίασμα και ετραγουδούσανε κιόλας!!
Εχιαρχιντήσαμε εμείς, εφοβηθήκαμε και τη μάνητα του Αγίου, και ντελόγο τσοι κωλοσύραμε όξω θο ντη σπηλιά.
– ” Αη Αντώνη μου συγχώρεσε με, εγώ τα φταίω όλα” γύρισα κι είπα θο ντο κλησσήδι .
– “Ήντα θα τσοι κάμομε δα;; επαδέ σάϊκα δε τσοι παντονιέρνομε γιατί θα ποθάνουνε” μου λέει ο αδερφός μου.
Μέχρι να σκεφτούμε πως θελα το κάμομε, εβγάλαμε να φάμε κατιτίς απου το κρατούσαμε , κι ως είδανε αυτοί τον άρτο εγουρλώσανε οι κακομοίρηδες τα μάθια ντως! Αλαμπίρι απο πότε είχανε να φάνε!
Εφάγανε τον άρτο, καρότα με τη φλούδα, πράσινα μήλα, καπλόσυκα με τσ ‘αγκάθες, κι οτι άλλο εκράθιε σ’ ενα βουργιάλι η νύφη μου.
Κι εμείς εγουρλώναμε τα μάθια μας και τσοι ξανοίγαμε!
Ούτε κατοχή!
Στην υστεργιά επήραμε το δρόμο του γιαγερμού , μα ως εφτάξαμε στην Ελυγιά εγλακούσαμε όλοι να μπούμε στη θάλασσα μπας και συνεφέρομε.
Σα τσοι χιαρχιντισμένους.!!
Θες η ρακή, θες η κάψα, θες ο ήλιος, θες τα τραγούδια δρόμο δρόμο, είμαστε όλοι μας ξεραμένοι!
Το καλύτερο μπάνιο τση ζωής μου το καμα ετοτεσάς στην Ελυγιά, το πιο απολαυστικό,
το πιο μπεγεντισμένο!
Κι ήπιαμε και νερό θαλασσινό εστοσονά απου εκοντέψαμε να αδειάσομε τη θάλασσα!
Όλοι μας, Σλοβένοι κι Ασημιανοί!
Αφού με εστοσηνά βλυχάδα που ήπιαμε,
μας ήπιασε στα τελευταία τσιλιό και κόψιμο,
κι εγυρεύγαμε χαρουπίδια και τραφούλια να κάμομε την ανάγκη μας, ενώ μια πατούλια κατσίκες τω Τσάτσηδω ανεμαζωμένες εκειά στο ργυάκι μας σε ξανοίγανε κι εγελούσανε κι αυτές !!
Ήντα να σας σε λέω ..
Αυτοί πάντως ήτονε ευτυχείς!
– “Κι απο που μωρέ είσαστε απ τη Σλοβενία” ;; τσοι ξανά ρώτηξα εγώ, και μπλέξαμε με τα όνομι σας”
– “Λιουμπλιάνα”… μου λένε αυτοί.
– Μέσα απ τη Λιουμπλιάνα ή απόξω;; τσοι ξαναρωτηξα εγώ.
Και ντακάραμε όλοι τα γέλια!!
Ωστόσο βέβαια, ήμαστε κοριζασμένοι όλοι, και πεινασμένοι, γιατί είχε αδειάσει και τ ‘ άντερο μας απ το τσιλιό.
Με τα πολλά, εφτάξαμε στον Αη Γιάννη, στο μαγαζί τση Σούλας.
Εγανάχτησε η γυναίκα να μας σε ξεδιψάσει.
Εσύνδεσε ένα λάστιχο όξω στην αυλή, κι απο κειά επίναμε όλοι να ξεκοριζάσομε!
Μας ήσαξε και φαΐ, το βρισκούμενο η γυναίκα.
Εχορτάσαμε!
Και τσοι μπεγέντισα τσοι πατημένους κερατάδες γιατί δεν ετρώγανε κρέας,
(σα και μένα), κι εμπήκανε στη μέσα μπάντα τση καρδιάς μου!
Όση ώρα τρώγαμε εμιλούσαμε κιόλας, αυτοί τα δικά ντως κι εμείς τα δικά μας,
μα εσυνενοηθήκαμε σε ούλα !!
Στη παρέα ήρθε κι ένας ‘ποξεχασμένος Γερμανός απου τον ήβραμε κι αυτόν εκειά κάτω στην Ελυγιά αμοναχό ντου.
Τονε ‘νεμαζώξαμε κι αυτό, σα τον ερημίτη ήτονε, αξύριστος, ασουλούπωτος, μεσοπαράουρος μα καλός άθρωπος κι ετούτοσάς !
Και με το Γερμανό εμιλούσαμε, και συνεννόηση όϊ ψευθιές.!!
“Γιαβόλ και βαρούμ νίχτ” , ελέγαμε εμείς σε μιαολιά ώρα!
” Σάϊκα και ντελόγο” ελέγανε κι αυτοί!
Εκειά στη νότια εσχατιά του κόσμου εσμίξαμε όλοι μας, κι αγαπηθήκαμε σ ένα τραπέζι απάνω, και το μπατάραμε πως δεν είχαμε πράμα να χωρίσομε κι ούτε να μοιράσομε, ούτε εδά μα ούτε και πλιά πίσω!!
Στην υστεριά, όντεν ήτονε η ώρα να φύγομε, μας σε κέρασε η Σούλα κρασί δικό τζη
στα νεροπότηρα!
Κι άιντε πάλι απ την αρχή!!
Αφού στο τέλος, ένας ντόπιος απο κειά ερώτηξε τσοι Σλοβένους “Απο που ‘σαστε μωρέ κοπέλια”;;
– “Απ’ τ’ Ασήμι μπάρμπα” , του’ πανε αυτοί
Το πώς εφύγαμε, το πως ήρθαμε τα ίσα πίσω στο χωργιό, μούδε γατέχω να σας το πω.
Η χάρη τ’ Αη Αντωνιού μας εβοήθησε σάϊκα,
κι εμάς και τσοι φίλους τσοι Σλοβένους να πάνε στη Λιουμπλιάνα ντως!
*** Οι φίλοι μας οι Σλοβένοι μας σε στείλανε τη φωτογραφία ντως, και μας σε γράψανε πως είναι στο δρόμο για τη Κρήτη και τη σπηλιά του Άη Αντώνη!!
Κι αφοράστε εδά εσείς!
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή τους Παρανύμφους Αστερουσίων