Εκδήλωση με θέμα «75 χρόνια από την τελευταία μάχη του ΔΣΕ Ανατολικής Κρήτης στη Λοχριά. Εμπνεόμαστε – Διδασκόμαστε», πραγματοποίησαν την Κυριακή 24 Ιούλη, οι Τομεακές Οργανώσεις Ρεθύμνου και Ηρακλείου του ΚΚΕ και τα αντίστοιχα Παραρτήματα της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στην Λοχριά του Ψηλορείτη.
Στην εκδήλωση παρευρέθηκε αντιπροσωπεία του Γραφείου Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ με επικεφαλής την Νικολέττα Χριστοδουλοπούλου, μέλος του ΓΠ και γραμματέα της ΤΕ Ηρακλείου, οι Αλέκος Μαρινάκης, μέλος του ΓΠ Κρήτης του ΚΚΕ και Περιφερειακός Σύμβουλος με τη «Λαϊκή Συσπείρωση» και Νίκος Μανουσάκης, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης και περιφερειακός σύμβουλος με τη «Λαϊκή Συσπείρωση». Ακόμα, παρευρέθηκαν οι δημοτικοί σύμβουλοι της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Μανούσος Μανουσογιαννάκης, στο Ρέθυμνο, Στέλιος Σταυρακάκης, στα Ανώγεια και Θανάσης Χαριτάκης, στον Άγιο Βασίλειο. Επίσης το «παρών» έδωσε αντιπροσωπεία της ΚΝΕ, με επικεφαλής την Σταυρούλα Φουντά, μέλος του ΓΠ Κρήτης.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στην περιοχή της Λοχριάς, κοντά στο σημείο που δολοφονήθηκαν οι μαχητές του ΔΣΕ από τις δυνάμεις της Χωροφυλακής και παρακρατικών στα τέλη του Ιούνη του 1947 όπου και πραγματοποιήθηκαν χαιρετισμοί από τα Παραρτήματα ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Συγκεκριμένα, μίλησαν εκ μέρους του Παραρτήματος Ηρακλείου ο Κώστας Μωυσάκης, αντιπρόεδρος του ΔΣ και δημοτικός σύμβουλος Βιάννου με τη «Λαϊκή Συσπείρωση», ενώ εκ μέρους του Παραρτήματος Ρεθύμνου η Ελένη Δραμιτινού, πρόεδρος του ΔΣ, η οποία παρουσίασε και το ιστορικό των μαχών του Ψηλορείτη και της τελευταίας μάχης, για τον ΔΣΕ Ανατολικής Κρήτης, στη Λοχριά.
Την κεντρική ομιλία πραγματοποίησε ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Μαργαρίτης, που μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην ανάγκη μελέτης και εξαγωγής διδαγμάτων από την ιστορία λέγοντας πως «στο ερώτημα γιατί επιμένουμε να τιμούμε τα παλιά; Γιατί επιμένουμε να διασώσουμε την ιστορία, τη μνήμη του χθες; Γιατί δίνουμε σήμερα τη μάχη της ιστορίας; Και γιατί από την άλλη πλευρά ο ταξικός αντίπαλος ρίχνει στο ίδιο πεδίο τόσες πολλές δυνάμεις; Όταν μάλιστα μιλάμε για έναν πολύ δυνατό αντίπαλο, ο οποίος μάλιστα πριν λίγα χρόνια μας πληροφόρησε ότι η ιστορία τελείωσε και εννοούσε ότι τελείωσε η ιστορία των λαϊκών αγώνων, η ιστορία της πάλης για ανεξαρτησία, για δικαιοσύνη κοινωνική (…) Γιατί έχουν λυσσάξει; Γιατί η ιστορία δεν τελείωσε, γιατί όλοι οι αδικημένοι θα βρουν παραδείγματα στο τι να κάνουν στην ιστορία των προηγούμενων. Γι’ αυτό η ιστορία είναι κάτι το εκρηκτικό. Για αυτό θέλουν να την εξαφανίσουν και να την εξωραΐσουν. Οι Οργανώσεις του ΕΑΜ σώσανε κόσμο (…)».
Επίσης όσον αφορά τον καπετάνιο Γιάννη Ποδιά είπε πως «ήταν πρόσφυγας. Ήρθε στην ηλικία των 10 ετών στο Ηράκλειο από τη Μικρά Ασία. Μεγάλωσε σε όλα τα δεινά της προσφυγιάς που δημιούργησε η ανακατάταξη του κόσμου του ιμπεριαλισμού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γνώριζε την αδικία και αυτός και η οικογένειά του. Όταν στα 1941 άρχισε η κατοχή όλη η οικογένειά του ήταν στον αγώνα. Οι Γερμανοί έκαψαν το σπίτι του, σκότωσαν τους γονείς του, 2 από τα αδέρφια του εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, άλλος αδερφός πνίγηκε στο πλοίο που μετέφερε κρατουμένους. Μέλη της οικογένειάς του πέθαναν στο Νταχάου. Ένας καθόλου τυχαίος άνθρωπος που από την αρχή ήταν στα βουνά και στην πρώτη γραμμή του αγώνα. Αυτός ήταν ο Ποδιάς(…) Αργότερα, διωγμένος από τους παρακρατικούς, βρέθηκε στην Αθήνα, όπου έγιναν 7 απόπειρες δολοφονίας εναντίον του. Σε μία από αυτές έχασε το χέρι του, έκτοτε ήταν μονόχειρας (…)».
Στάθηκε ξεχωριστά στον ρόλο των «συμμάχων» κατά τη διάρκεια της αντίστασης και της περιόδου του ΔΣΕ, τονίζοντας ότι « (…) Οι Αμερικανοί έχουν διαδεχτεί τους Εγγλέζους στην κηδεμονία του κυβερνητικού στρατοπέδου, στη διαχείριση του εμφυλίου, στο να οδηγήσουν το κυβερνητικό στρατόπεδο σε νίκη ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Οι Αμερικανοί καταστρώνουν νέα σχέδια και μεταφέρουν τα νέα στους διεθνείς οργανισμούς. Έχει λήξει το θέμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι Αμερικανοί ανοίγουν επίσημα στον ΟΗΕ το ζήτημα του εμφυλίου στην Ελλάδα (…) Από το 1946 σταματάνε να σκοτώνουν οι παρακρατικοί με μεγάλη ταχύτητα και ξεκινάνε τα δικαστήρια, τις μαζικές εκτελέσεις όλων των αγωνιστών της Αντίστασης (…)».
Τέλος, αναφέρθηκε στις αγωνιστικές διαθέσεις του ελληνικού λαού και στη δράση του κρατικού μηχανισμού και παρακρατικών για να διαλύσουν, να τρομοκρατήσουν τους αγωνιστές με σκοπό να στεριώσει η αστική εξουσία και το αστικό κράτος στην Ελλάδα. «(…) Τα μέλη της ΕΠΟΝ αναρωτιούνται αν θα πάνε στο στρατολογικό γραφείο που με καλούν ή θα πάω στο βουνό. Αυτό θέλουν να προλάβουν. Για αυτό μαζεύουν το παρακράτος (Γυπαραίους, Πετρακογιώργηδες, Μπαντουβάδες προπαντός) που κατασκεύασαν μεθοδικά και οι Γερμανοί, αλλά προπαντός οι Εγγλέζοι με τις λίρες τους, αυτό το παρακράτος βάζουν μπροστά και δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο τις λίρες που έδωσαν όχι μόνο να εξοντώσουν τους αντάρτες στο βουνό, αλλά και μετά με αυτούς τους φοβερούς στάβλους των Μπαντουβάδων που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν δεκάδες και εκατοντάδες αγωνιστές, να υποτάξει το πνεύμα αντίστασης του ελληνικού λαού. Με την εδώ μάχη ο ΔΣΕ απέδειξε ότι είναι “πολύ σκληρός για να πεθάνει” (…)».
Και κατέληξε αναφέροντας ότι «αυτό το κράτος, που χτίστηκε στα χρόνια της κατοχής και εγκαταστάθηκε ως κράτος της αστικής τάξης μέχρι και τις μέρες μας, αυτό το κράτος το μόνο που καταλαβαίνει είναι αντίσταση στη δική του καταστολή, πόλεμο στον πόλεμο, μη υποταγή με κανέναν τρόπο και απάντηση σε οποιοδήποτε μέτρο παίρνει ενάντια στον λαό με μέτρα προετοιμασίας του λαού για την τελική αναμέτρηση. Αυτό είναι το μήνυμα των εδώ συμβάντων. Πρέπει να θυμόμαστε, πρέπει να τα κρατάμε όλα αυτά γιατί βλέπετε ότι η γνώση αυτή μας δίνει έναν οδηγό για το τι να κάνουμε και σήμερα».
Στην εκδήλωση παρευρέθηκε και κατέθεσε λουλούδια η Ιωάννα Ποδιά, κόρη του καπετάνιου Γιάννη Ποδιά, ενώ κατάθεση στεφάνων και λουλουδιών έκαναν το ΚΚΕ, η ΚΝΕ, η ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών στο μνημείο που έχει στηθεί στη μνήμη των πεσόντων μαχητών.
Πηγή: 902.gr