Γράφει ο Γιάννης Σηφάκης*
Εκείνος που συντελεί στην εκπαιδευτική διαδικασία είτε αυτή μπορεί να γίνει σε επίπεδο σχολικής μονάδας είτε σε ευρύτερο κοινωνικό χώρο, είναι ο εκπαιδευτικός. Εμείς οι δάσκαλοι (πρωτοβάθμιας , δευτεροβάθμιας ) είμαστε αυτοί -οι οποίοι μαζί με τους μαθητές μας –βρισκόμαστε στο επίκεντρο για κάθε λειτουργία η οποία γίνεται μέσα στο χώρο της σχολικής μονάδας στην οποία εργαζόμαστε καθημερινά και όχι μόνο. Αρκετές είναι οι έρευνες στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό που εξετάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στο μαθητή και σε μας τους εκπαιδευτικούς μέσα στη τάξη, τη γνώμη των μαθητών για τους δασκάλους τους κ.ά (έρευνες σε μικροεπίπεδο ). Ελάχιστα όμως , έχει ερευνηθεί η κοινωνική λειτουργία μας και η θέση μας μέσα στη κοινωνική ιεραρχία , τόσο ο χαρακτήρας μας, το εκπαιδευτικό μας έργο σε όλες του τις διαστάσεις, η εργασιακή μας υπόσταση, αλλά και η συμπεριφορά μας ως επαγγελματική ομάδα εργαζομένων (έρευνα στο μακροεπίπεδο).
Στη δεκαετία του ‘60 σιγά σιγά αλλά και καθοριστικά η κοινωνιολογία καθόρισε την σχέση εργασίας του εκπαιδευτικού με τα ΄΄επαγγέλματα ΄΄(professions)- όρος που στα ελληνικά σε όρο ελεύθερο αποδίδεται με τον όρο ελεύθερο επάγγελμα –και τη δυνατότητα να μπορούμε ή όχι να εντάξουμε το έργο μας στην κατηγορία των επαγγελμάτων.
Οι έρευνες του εξωτερικού έδειξαν ότι: επάγγελμα και επαγγελματισμός είναι σα μια κοινωνική διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων με τα επαγγέλματα αφού αυτά είναι στη καθημερινή πρακτική τους..
Δεν γνωρίζω μέχρι σήμερα -και παρακαλώ ενημερώστε με σχετικά – αν στην Ελλάδα έχουν γίνει σχετικές έρευνες με τα Επαγγέλματα .
Η έννοια του λειτουργού ( fonctionnaire), έχει αρκετό νεφελώδες περιεχόμενο ,αυτή όμως είναι που κυριαρχεί στις θεωρήσεις για εμάς τους εκπαιδευτικούς και το έργο μας .
Ζητήματα αλλά και ερωτήματα που μπορούν να τεθούν για εμάς τους Έλληνες εκπαιδευτικούς για το έργο μας και το ρόλο μας είναι τα παρακάτω :
- Είναι ο έλληνας εκπαιδευτικός (δάσκαλος και καθηγητής ) λειτουργός ή δημόσιος υπάλληλος ;
- Ποια χαρακτηριστικά προσδιορίζουν την εργασία του εκπαιδευτικού , αν εκληφθεί ως «επάγγελμα», και ποιος είναι ο βαθμός της συνεισφοράς του με τα άλλα επαγγέλματα ;
- Ποια χαρακτηριστικά προσδιορίζουν την επαγγελματική ομάδα των εκπαιδευτικών ;
- Πως καθορίζουν τα παραπάνω στοιχεία τις πρακτικές –συνδικαλιστικές ή όχι –της επαγγελματικής ομάδας των εκπαιδευτικών ;
Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να στοιχειοθετήσω κάποιες απαντήσεις στα παραπάνω ζητήματα – ερωτήματα.
Ο Λειτουργός και το Λειτούργημα
Αν εξετάσουμε αυτούς τους δύο ορισμούς θα δούμε ότι:
Ο δημόσιος λειτουργός , σαν ορισμός ενός κοινωνικού ρόλου είναι γέννημα των γραφειοκρατικά οργανωμένων κοινωνιών. Εκείνος που κατέχει αυτή τη θέση «λειτουργός» δεν οφείλει να ενεργεί μέσα στα όρια που έχουν τεθεί με κανόνες, νόμους, ή διοικητικούς κανονισμούς. Πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη αντίληψη του έργου αλλά και του ρόλου του . Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά που δεν βρίσκεται μέσα στα όρια αυτά δεν θεωρείται ότι είναι του λειτουργού αλλά συμπεριφορά προσώπου που έχει άλλη ιδιότητα. Με την κοινή αντίληψη δημόσιος λειτουργός –ιατρός ,δικαστικός , δάσκαλος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – απολαμβάνει μια αυτονομία γι’ αυτό που κάνει συγχρόνως όμως απολαμβάνει τόσο το ηθικό όσο και τις υλικό περιεχόμενο των πράξεων αλλά και των λόγων του.
Αντίθετα με τον προηγούμενο όρο, στον όρο «δημόσιος υπάλληλος» υπεισέρχονται οι έννοιες της υποταγής και της εξάρτησης, της έλλειψης αυτονομίας και των ιεραρχικών δεσμεύσεων. Ο «δημόσιος υπάλληλος» τελεί, εξ ορισμού, σε υπηρεσιακή σχέση υποταγής και ιεραρχικής εξάρτησης, γεγονός που τον υποχρεώνει να υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες των προϊσταμένων του, βάσει των οποίων υποχρεούται να ενεργεί χωρίς παρεκκλίσεις.
Εμείς οι εκπαιδευτικοί των δύο πρώτων βαθμίδων της εκπαίδευσης ως υπάλληλοι του κράτους, ως δημόσιοι υπάλληλοι δηλαδή, οφείλουμε να διδάσκουμε μόνον ό,τι και όπως καθορίζει το επίσημο πρόγραμμα (αναλυτικό και ωρολόγιο) και σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες των προϊσταμένων μας.
Το γεγονός ότι το σχολείο είναι χώρος μάθησης και όχι έρευνας δεν αφήνει περιθώρια πρωτοβουλίας στη δράση μας ως εκπαιδευτικών παρότι δεν αμφισβητείται το γεγονός πως είμαστε απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ακριβέστερη κάνει τη διάκριση των δύο όρων ο υπουργός Παιδείας Π. Ζέππος το 1975 κατά τη συζήτηση στη Βουλή του νέου Συντάγματος, ορίζοντας ότι «ο μεν δημόσιος υπάλληλος εκτελεί εντολάς ενώ ο ασκών το δημόσιον λειτούργημα είναι βεβαίως δημόσιος υπάλληλος ο οποίος έχει όμως κάποιαν ανεξαρτησίαν».
Αλλά και η αναθεώρηση του Συντάγματος των Ελλήνων πριν λίγα χρόνια βάζει τον Εκπαιδευτικό στην ίδια κατάσταση με το προηγούμενο.
Ενώ η απόδοση των όρων υπάλληλος-λειτουργός σε ορισμένες «απασχολήσεις» είναι σαφής και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις, σύγχυση και δυσδιάκριτη διαφορά, κυρίως ανάμεσα στην φραστική και την πρακτική χρήση των όρων, εντοπίζονται κατά την απόδοση τους σ’ εμάς τους εκπαιδευτικούς και στο έργο μας «διδάσκειν». Το έργο μας μετέχει φραστικά στα λειτουργήματα και φραστικά της δημοσιοϋπαλληλίας. Ο επαμφοτερίζων χαρακτήρας της εκπαιδευτικής εργασίας μας δημιουργεί προβλήματα, βασικά στο διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, ως τάξη εργαζομένων, και στο αρμόδιο υπουργείο Παιδείας, με το οποίο η σχέση μας είναι επαγγελματική, εφόσον σ αυτό αποδίδεται ο ρόλος του εργοδότη.
Η επίσημη πολιτεία (αναφερόμαστε στην ελληνική περίπτωση):
- Είναι σαφής στο ζήτημα αυτό ορίζοντας στο άρθρο 16 του Συντάγματος του 1975 τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δημόσιους υπάλληλους και αντιδιαστέλλοντας τους προς τους πανεπιστημιακούς δασκάλους για τους οποίους αναγνωρίζει ότι ασκούν «δημόσιο λειτούργημα». Αλλά και η αναθεώρηση του Συντάγματος των Ελλήνων πριν λίγα χρόνια βάζει τον Εκπαιδευτικό στην ίδια κατάσταση με το προηγούμενο .
- Εμείς οι εκπαιδευτικοί. από την άλλη πλευρά, θεωρούμε τους εαυτούς μας άλλοτε λειτουργούς—και την προσφερόμενη εργασία ως λειτούργημα— και άλλοτε δημόσιους υπάλληλους. Τη διαφορετική αυτή θεώρηση δεν την στοιχειοθετούμε από τη φύση της εργασίας που προσφέρουμε και τους όρους τέλεσης της αλλά την συναρτούμε με το περιεχόμενο του διεκδικητικού πλαισίου που διαμορφώνουν κάθε φορά οι οργανώσεις μας (συνδικαλιστικές) στη συνομιλία τους με το Υπουργείο Παιδείας.
- Είναι δύσκολο να αποποιηθούμε το ρόλο του λειτουργού, παρότι ούτε πρακτικά ούτε τυπικά μπορούμε να μας αποδοθεί με την πραγματική και πλήρη σημασία του όρου. Ο χαρακτηρισμός «λειτουργός», άλλωστε, ανήκει στις πιο ανθεκτικές κατηγορίες οι οποίες έχουν αποδοθεί στον Έλληνα εκπαιδευτικό με τη συναίνεση προοδευτικών και συντηρητικών παιδαγωγών και εκπαιδευτικών κατά καιρούς, βέβαια, η έννοια αντιστοιχούσε με το ρόλο του εκπαιδευτικού στην πολιτική και κοινωνική διαδικασία.
Είναι, όμως, μεθοδολογικά αβάσιμο να αντιμετωπιζόμαστε κατά περίπτωση και βούληση, άλλοτε ως υπάλληλοι της κρατικής μηχανής και άλλοτε ως λειτουργοί του κοινωνικού συστήματος. Εμείς ως εκπαιδευτικοί προτιμούμενα να αυτο-αποκαλούμαστε λειτουργοί, όταν όμως αυτό δεν δρα περιοριστικά ή δεν αναιρεί τις δημοσιοϋπαλληλικές διεκδικήσεις . Στην πολιτεία αρέσει και συμφέρει να μας αποκαλεί λειτουργούς όταν αυτό δεν συνεπάγεται την προς εμάς ς παροχή επιπλέον ηθικών και υλικών απολαβών και όταν θεωρείται πολιτικά συμφέρον και κοινωνικά αναλώσιμο. Και στις δύο περιπτώσεις ο όρος λειτουργός εμφανίζεται ιδεολογικοποιημένος, καλύπτοντας έτσι τις σαφείς δεσμεύσεις που έχουμε ως κρατικοί υπάλληλοι κατά την άσκηση της επαγγελματικής μας δραστηριότητας.
Τελικά, χωρίς να κρίνεται απαραίτητη η απόλυτη αλληλοαναίρεση των δύο όρων, απαιτείται σήμερα η εννοιολογική αποσαφήνιση του περιεχομένου τους, όταν αποδίδονται στον εκπαιδευτικό.
Συνεχίζεται…..
* Ο Γιάννης Σηφάκης είναι Εκπαιδευτικός στη Β/θμια Εκπ/ση Ηρακλείου