Σύνταξη κειμένου – διάσωση ιστορίας: Φανούριος Ζαχαριουδάκης.
Μια δεκαργιά μέρες μόνο είχανε περάσει, απού ο Τζαγκαρογιώργης από του Ρουφά είχεν ανεμαζωμένο ένα μαύρο isuzu από του Κούκουρου, που δεν τό ‘χενε καλά καλά ακόμα στρωμένο και του λέει ο κύρης του ο Τζαγκαρόκωστας:
– Μωρέ συ Γιωργιό!!
Άντε μρε παιδί μου, άβου γιαργά, να με πάρεις να με πας στσ’ αμπλάς μου τσ’ Αγγελικής στ’ Απομαρμά, να τηνέ δω, απού την ανεζήτηξα!!
– Εντάξει μρε Πατέρα!! Να σε πάω θέλω!! Πότες σου χάλασα εγώ χατήρι!!
Πιάνουνε το λοιπόν και πάνε και την καλοαποσπερίσανε κιόλας!!
Ίσα με τα μεσάνυχτα εκαθόντανε, στην αποσπερίδα!!
Κατά τα μεσάνυχτα, εξεκινήσανε το γυαγερμό για του Ρουφά.
Στο δρόμο ο Τζαγκαρογιώργης εκατουργιούντανε και εσταμάτησε τ’ αμάξι, για να παίξει μια μπιστολιά!!
Επειδή εκατέβηκε για ένα λεφτό και μόνο, δεν ήσβησε τη μηχανή του αμαξού, μονό την ήφηκε και δούλευγε και τα φώτα βέβαια αναφτά.
Μετά όμως που ήπαιξε τη μπιστολιά κι’ επήγε να μπει μέσα στ’ αμάξι, για να φύγουνε, εβρίκενε το Τζαγκαρόκωστα, το πατέρα ντου δηλαδή, να χτύπα τ’ ανύχι του δαχτυλιού ντου στο ταμπλό του αυτοκινήτου απάνω και να του λέει:
Γιωργιό, ε… Γιωργιό!!
Ετούτη νά τη κεφαλή παιδί μου να κρατείς από παδά και πέρα, ν’ αφήνεις τα φώτα του αμαξού ετσά αναφτά, μα αύριο μεθαύριο απού θα σου πέψει η Δ.Ε.Η. το λογαριασμό του ρεύματος, θα ιδώ εγώ αντράκι μου, ποιος διάολος θα σου τονέ πληρώσει!!
Μα ετσά θα ιδώ!!