Του Μιχάλη Στρατάκη*
Πάει κι ο μπάρμπας μου ο Γιώργης Κουτσάκης.
Ο άθρωπος που του βαστούσε μάνητα ο χάρος, και που τον κανάκευε η ζωή.
Ο χάρος, γιατί ο Γιώργης άλλο πράμα δεν έκανε εξόν να του βγάζει τη γλώσσα, και η ζωή, γιατί σαφί της έκλεινε το μάτι και μαζί εστένανε γλεντοκόπι.
Η καρδιά του τονε πρόδωσε, κατά που μου ‘πε η θυγατέρα του η Ρούλα.
Δεν πιστεύω πως τονε πρόδωκε.
Απλά, επλάνταξε αφού δεν εμπόριε άλλο να στριμώχνεται, ετόσονα μεγάλη απού ήτονε, σε τόσηνα μική φωλιά στο μπέτη του.
Έφυγε ο άθρωπος, απού επίστευα πως δε θα ‘φευγε ποτέ του.
Κι εδά πιστεύω, πως πάλι τση κεφαλής του θα ‘καμε.
Θα ‘φταξε ίσαμε την οξώπορτα του παραδείσου και θα ρώτηξε τον Άγιο Πέτρο «πε μου ποια στράτα να πάρω για να πάω στην άλλη μπάντα;».
Και σαν θα τονε ρωτούσε ο Άγιος «γιάντα βλοημένε θες να πας στην άλλη μπάντα;», θα γροίκα την απόκριση: «γιατί τση γειτόνους μου, αμοναχός μου θέλω να τση διαλέγω».
Καμνιώ τα μάθια μου, φέρνω στο νου μου τον Γιώργη Κουτσάκη, ωσάν το βουητό των σβούρων φτάνουν στ’ αφθιά μου οι κραυγές αγανάχτησης του κόσμου, για τα όσα απίστευτα γίνονται στη χώρα, ξεχωρίζω τη φράση «πουτάνα όλα», κουνώ την κεφαλή μου και αναστορούμαι.
Αυτό το «πουτάνα όλα» που γροικώ και ξαναγροικώ, ποτές μου δεν το κατάλαβα.
Μακάρι να γινόντουσαν «πουτάνα όλα» λέω ‘γω, και εξηγούμαι…
Σαν κι εδά θαρρώ πως θυμούμαι την ώρα απου εγεννήθηκα και αναμαζωχτήκανε οι μοίρες ποπάνω στην κεφαλή μου για να με μοιρώσουνε. Θυμούμαι να βαστούνε άλλες κατσούνες, άλλες βίτσες κι άλλες αρισμαροβιτσόβεργες και η κάθε μια εχτύπα ό,τι εβάστα στο καπατσινέλι μου κι έλεγε την απόφαση που ‘χε βγαρμένη για όνομις μου.
Βάσανα, ανηφοριές και πάθητα εσήμαινε ο κάθε χτύπος τση κατσούνας, ίδρω, αδικοζυγώματα και γονατίσματα με μοιροκερνούσανε οι βίτσες, αθρωπιά, αντοχές και βλοήματα ήτανε τα χαρίσματα που αποθέτανε στην απαλή κεφαλή μου οι αρισμαροβιτσόβεργες.
Ό,τι κι αν εμουρμουρίσανε οι μοίρες ποπάνω στην κούνια μου, αληθινό εβγήκε.
Γεμάτη είναι η ζωή μου από σημάδια που αφήσανε και οι κατσούνες και οι βίτσες και οι αρισμαροβιτσόβεργες.
Μα πιότερο βαθύ απ’ όλα τα’ άλλα σημάδια, είναι εκείνο των βλοημάτων των μοιρών.
Κι απ’ όλα τούτα τα βαθειά σημάδια, πλιό βαθύ είναι εκείνο τσ’ ευχής μιάς καλομοίρας «Να ‘χεις καλούς δασκάλους στο νου και στην καρδιά σου».
Αυτή η ευκή κι αν έπιασε.
Χιλιοβλοημένο θαρρώ τον απατό μου, γιατί στο κάθε ζάλο μου επάντιχνα κι έναν φωτισμένο δάσκαλο που μου ορμήνευε ποιο ήτανε το πρεπό και το δίκαιο.
Μυριάδες δασκάλοι συνερίζονται στση θύμησες μου, ποιος θα θρονιαστεί στην κορφή.
Δασκάλοι στα γονεϊκά και στα παιδικάτα μου, δασκάλοι στα θρανία και περσσότερο στης ανάγκης τα θρανία, δασκάλοι στση φιλιές με τση μεγαλύτερους μου, δασκάλοι στο μικρόκοσμο της καμινιώτικης φτωχογειτονιάς του Μεγάλου Κάστρου, δασκάλοι στον κόσμο, δασκάλοι στον υπόκοσμο, δασκάλοι παντού.
Ο κάθε άθρωπος, δάσκαλος είναι για μένα.
Γιατί, με τη ζωή τους όλοι μου ορμηνεύουνε.
Οι καλοί ίντα πρέπει να γενώ και οι κακοί ίντα δεν πρέπει να γενώ.
Όμως, πολλές φορές που αναστορούμαι και αθιβάλλω τση δασκάλους μου, κάνω και καμιά χλεμπατζά και θρονιάζω στην κορφή τση σκέψης μου κάποιους που θαρρώ πως χρέος έχω να τση τιμήσω, επειδή η κοινωνία τση τσαλαπάτησε.
Εδά κι εδά που γράφω, τέθιους αθρώπους πρωτοφέρνω στο νου μου και ντακέρνει η σκέψη μου να γλακά σαν το τρανό μπεγίρι, κατά Αθήνα μεριά.
Εξημέρωνε η δεκαετία του ’70.
Είκοσι χρονώ ντελικανής ήμουνε και δεν επορπάτουνα μα επέτουνα, σαν εβρέθηκα για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα, που μοναχά στο σινεμά των Καμινιών, στον «Ορφέα» είχα θωρώντας.
Στην οδό Σοφοκλέους, έναν δρόμο κάθετο στην πλαθιά οδό Αθηνάς, στην Ομόνοια, με ‘πεψε η καλομοίρα μου με την αρισμαροβιτσόβεργα, να σταλίσω.
Ήταν το ξενοδοχείο «Μαξίμ», που το διαφέντευε ένας από τους πλιό αγαπημένους μπαρμπάδες μου, ο Γιώργος Κουτσάκης, αδεφοπαίδια με τη μάνα μου.
Σ’ εκείνονα το δρόμο, δεν επόμεινε μήτε μια αίστηση μου που να μη κοντέψει να πνιγεί σε ωκεανούς ευτυχίας και γνώσης.
Εκείνο να το ξενοδοχείο ήτανε για μένα το μεγαλύτερο, το καλύτερο και το πολυτιμότερο σκολειό.
Εκείνο το «Μαξίμ» ήτανε το αμόνι, οι αθρώποι απου εγνώρισα σ’ αυτό ήτανε τα σφυριά κι εγώ ήμουνε το πυρωμένο σίντερο απού έπρεπε να πάρει σχήμα και να γενεί ή σπαθί ή σκατόφτυαρο.
Μα τ’ αγαπούσανε το πυρωμένο σίντερο αυτοί που βαστούσανε τα σφυριά, γιατί κι αυτοί πυρωμένα σίντερα ήσανε κάποτε, αλλά η ζωή και η ανάγκη τους κακοπόδωσε.
Εκεί, εγνώρισα τις «πουτάνες». Όχι πως δεν εκάτεχα ίντα θα πει πουτάνα, μα εκεί τις εγνώρισα.
Κι όσο περσσότερο τση γνώριζα, τόσο περσσότερο τσ’ αγάπουνα.
Γεμάτη ήτανε η Σοφοκλέους, γεμάτοι και οι γύρω δρόμοι από τέθιες γυναίκες και πολλές απ’ αυτές χρησιμοποιούσανε το «Μαξίμ» σαν χώρο δουλειάς.
Ποτέ μου δε θα ξεχάσω τις κουβέντες απού έκαμα μαζί τους, στο γραφείο του μπάρμπα μου του Γιώργου, κάτω από τη σκάλα του ισογείου.
Ποτέ μου δε θα ξεχάσω τις εξωμολογήσεις εκείνων των γυναικών, τις ορμηνιές που μου ‘διναν, τη ζέστη των αμαθιών τους και τη λαχτάρα τους να μάθουν πώς τα είχα πάει σε κάποιο μάθημα που έδινα και με ρωτούσανε μόλις με θωρούσανε.
Και πραγματικά συγκλονίστηκα, τη μέρα που ορκιζόμουνα σαν έφεδρος αξιωματικός στο Μεγάλο Πεύκο, όταν κανένας συγγενής μου δεν ήτανε εκεί να με δει, μα είδα να ‘ναι παρούσα μια από εκείνες τις γυναίκες του «Μαξίμ» και να σφουγγίζει τα μάθια της.
Πολλά έμαθα από εκείνες τις γυναίκες, για χιλιάδες πράματα.
Κι όλα όσα με διδάξανε, ολόσωστα αποδειχτήκανε.
Πώς να ξεχάσω και την κυρά Βάσω, τη μοναδική καμαριέρα του ξενοδοχείου, που πάντα έβρισκε τρόπο να χώνει στις τσέπες του σακακιού μου, πότε πακέτα με τσιγάρα και πότε χαρτζιλίκι κι όταν κάτι επήγαινα να τση πω, αρνιότανε πως αυτή τα ‘χε βαρμένα κι εβλαστημούσε κι όλας.
Μα εγώ εγάτεχα πως αυτή τα ‘βανε, γιατί εμυρίζανε όπως εμύριζε και η μάνα μου.
Τον μπάρμπα μου τον Γιώργο Κουτσάκη, που με τάισε όταν πεινούσα, μου ‘δωσε νερό να πιώ όταν διψούσα, με κανάκευε όταν πονούσα, μ’ είχε σιμά του και στσ’ ανηφοριές και στση κατηφοριές για να θωρώ και να μαθαίνω και αγωνιούσε να δει το πυρωμένο σίντερο να γίνεται σπαθί κι όχι σκατόφτυαρο, αυτόν βάνω στην κορφή των αθιβολών μου.
Και τριγύρω του, όλες εκείνες τις αγαπημένες μορφές, που η κοινωνία τις έλεγε «πουτάνες», μα εγώ Δασκάλες μου τις έλεγα και ξακλουθώ να τση λέω.
Καλοστραθιά Άντρα των Αντρώς.
- Ο Μιχάλης Σρεατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς