Του Αρχιμανδρίτου Αντωνίου Φραγκάκη, Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας
Πέρασαν τρεῖς μῆνες ἀπὸ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. Νεκταρίου Πατεράκη, Λειτουργοῦ, Πνευματικοῦ καὶ σαγηνευτικοῦ Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερὰς Μονῆς Παναγίας Καλυβιανῆς, ἀλλὰ καὶ ἐμβληματικῆς ἐκκλησιαστικῆς προσωπικότητος ὁλοκλήρου τῆς Μεγαλονήσου. Μαθήτευσα, χάριτι Θεοῦ, ἐξ’ ἁπαλῶν ὀνύχων κοντά του, ὑπῆρξα ἐγγύτατος συνοδοιπόρος τοῦ ἐμπνευσμένου καὶ ἁγιασμένου τούτου πατρὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπεκόμισα πλούσια γνώση γύρω ἀπὸ τὴν ἀκτινοβόλο προσωπικότητά του καὶ τὸ πολυσχιδὲς ἔργο του. Αἰφνιδιασμένος ἀπὸ τὴν ταχύτατη σὲ ἐξέλιξη ἀσθένειά του καὶ τὴν συνακόλουθη ἔξοδό του ἀπὸ τὸν μάταιο καὶ πολυστένακτο τοῦτο κόσμο, περίμενα ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα προκειμένου νὰ συνειδητοποιήσω τὸ συγκλονιστικὸ συμβὰν καὶ νὰ ἀναλογισθῶ τὶς πολλαπλὲς σύμμεικτες συνέπειες ποὺ κυοφοροῦνται ἤδη στὰ σπλάχνα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας…
Τώρα, ἀποτολμῶ νὰ σημειώσω κάποιες σκέψεις, σκιαγραφώντας μὲ λιτότητα καὶ καταγράφοντας, ἐν ἐπιτομή, τὰ πολύτιμα συνθετικὰ τοῦ ἀναπαλλοτρίωτου τούτου πνευματικοῦ κεφαλαίου, ποὺ κατατέθηκε στὸ τραπεζικὸ σύστημα τῆς ἀχειροποίητης ἀποθησαύρισης καὶ θὰ χαρίζει τοὺς «τόκους», σὲ ὅλους τοὺς ἐναγώνιους ἐγκόσμιους «ἐπιχειρηματίες», ποὺ στοχεύουν στὴν ἀσύλητη ἀξία τῶν οὐράνιων ἐπενδύσεων.
Ἐκ πρώτης ὄψεως τὸν προσεγγίζω ὡς ἕνα μεγάλο μεταρρυθμιστή. Ὄχι, βέβαια, μὲ τὴν συνήθη ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐπιζητεῖ νὰ καταταράξει τὸ δόγμα, μελετώντας τὴν Γραφή, γιὰ νὰ ἐντοπίσει τὸ αποκτείνον γράμμα καὶ νὰ καταστρέψει τὸ Ζωοποιὸν Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ συνεκτικὸς ἱστὸς τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας. Ὑπῆρξε ἀναγεννητὴς καὶ θεμελιωτὴς ἄσειστων πύργων, γιατὶ ζωντάνεψε μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα τὴν συνείδηση τῆς κλήσεως, τοῦ τέλους τῆς παραγγελίας, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ὁ ἐμπαθὴς ἀγαπισμὸς ὅπως διατείνονται τελευταία οἱ «ἀνοιχτόμυαλοι» τῆς Θεολογίας, ἀλλὰ «ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυποκρίτου» (Α΄ Τίμ. α,5).
Ὑπῆρξε μεταρρυθμιστής, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐργάτου, ποὺ ἐπαναφέρει ἱεραρχικὴ τάξη μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ τύπου, τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δεύτερου, μεταξὺ τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ παρεπομένου, τοῦ σωτηριώδους καὶ τοῦ ἰδεοληπτικοῦ. Ὑπῆρξε μεταρρυθμιστὴς μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ποιμένος, ὁ ὁποῖος ἐπαναφέρει στὴν τροχιὰ τοῦ ἁγιασμοῦ ὅ,τι παρεξέκλινε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωηφόρο πορεία. Πάσχισε, μὲ παροιμιώδη ἁπλότητα καὶ παιδαγωγικὴ ἐπαγωγικότητα νὰ ἐπαναφέρει τὴν ζωὴ τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος σὲ «μετοχὴ Πνεύματος» καὶ «ἦθος Χριστοειδές»!
Εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἕνα κράμα ἀπὸ ἀντιθέσεις ποὺ συνέθεταν μιὰ μοναδικὴ ἁρμονία σύμμετρης συμπεριφορὰς καὶ μεγαλείου πνευματικοῦ:
– Σοφώτατος καὶ ἁπλούστατος
– Ὀξυδερκὴς καὶ ἀγαθός
– Μοναχικὸς καὶ ἄκρως ἐπικοινωνιακός
– Ἱεραπόστολος καὶ ἀσκητής
– Ἀρχοντικὸς καὶ ταπεινός
– Σιωπηλὸς καὶ τὰ μέγιστα ὁμιλητικός
– Θεολόγος καὶ κοινωνιολόγος
– Παιδαγωγὸς καὶ γνωσιολήπτης
– Σοβαρὸς καὶ χαρίεις
– Βροντώδης καὶ ἡσύχιος
– Πράος καὶ μαχητής
– Ἐλεγκτικὸς καὶ μειλίχιος
– Ἀπόμακρος καὶ συντροφικός
– Ἐπιτιμητικὸς καὶ κυρίως παραμυθητικός
– Μονίμως βασανισμένος ἀλλὰ καὶ ἀείποτε ἀνθηρός
– Παρορμητικὸς καὶ ὑπομονητικός
– Ἐνθουσιώδης καὶ σιωπηλός
– Λειτουργὸς καὶ ὀργανωτικός
– Μυσταγωγός καὶ διαχυτικός
– Κήρυκας καὶ ἀκροατής
– Θεωρητικὸς καὶ πρακτικός
– Πιστὸς καὶ ἐρευνητικός
– Γήινος καὶ ἐπουράνιος
– Αἰθέριος καὶ χοϊκός
– Σύννους καὶ χαμογελαστός
– Γέροντας καὶ ὑποτακτικός
– Φιλόκαλος καὶ ἀπέριττος
– Συνετὸς καὶ αὐθόρμητος
– Ἐπιτυχημένος δάσκαλος καὶ ἰσόβιος μαθητής
– Αὐστηρὸς καὶ ἐπιεικής
– Ἀκριβὴς καὶ διαλλακτικός
– Ἐλεγκτικὸς καὶ παρηγορητικός
– Χειμαρρώδης καὶ γλυκοποτιστής
– Συμβουλευτικὸς καὶ εἰρηνοποιός
– Νηφάλιος καὶ φρυκτωρός
– Γαλήνιος καὶ ζωηρός
– Ἱλαρὸς καὶ ὀξυβελής
– Πολιὸς στὴν σκέψη καὶ βρέφος στὴν καρδία.
Μὲ λίγα λόγια ἦταν ὁ πατέρας ποὺ γνώριζε νὰ συμπεριφέρεται σὲ ὅλους κατάλληλα καὶ ἀνάλογα, πάντοτε ὅμως ὠφέλιμα καὶ ἐποικοδομητικά. Μέσα στὸν ἀπέραντο γυναικόκοσμο τῆς Καλυβιανῆς, ὑπῆρξε ἄγγελος στὸ ἦθος! Καὶ τοῦτο, γιατὶ εἶχε νὰ ἐπιδείξει πυριφλεγῆ ἀγάπη, περίσσευμα ἐρωτικῆς ἀναφορᾶς στὸν Σωτήρα Χριστό. Μελετοῦσε, ἀπερροφᾶτο ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ κυρίως τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλες του οἱ νοητικὲς δυνάμεις βυθίζονταν στὰ βάθη τῶν ἐννοιῶν, τῶν ὁποίων πηγὴ ἀκένωτη εἶναι ἡ Γραφή. Τόση ἦταν ἡ προσκόλληση καὶ γλυκύτητα ποὺ ἀντλοῦσε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱερὴ ἐνασχόληση, ὥστε πολλάκις λησμονοῦσε, νεώτερος τουλάχιστον, τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς καὶ δὲν ἀντιλαμβανόταν θορύβους, οἱ ὁποῖοι τυχὸν γινόνταν πλησίον του. Ἦταν ἐρευνητὴς καὶ τῆς θύραθεν παιδείας, γι’ αὐτὸ εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἕνα «ὠκεανὸ» πολυδιάστατης γνώσης. Ἡ φυσική του εὐστροφία, ἡ χωρητικότητα τοῦ νοῦ του, ἡ λιπαρὰ παιδεία του καὶ ὁ θεῖος φωτισμός, τὸν ἐπέβαλλαν σὲ κάθε συντροφιὰ ὡς μοναδικὸ ὁμιλητὴ καὶ εὐστοχότατο ρυθμιστὴ ὅλων τῶν τυχὸν ἐκκρεμοτήτων ποὺ δημιουργοῦσαν χάσματα καὶ ὀδυνηρὲς ἐπιφορές. Ἡ ἀφοπλιστική του ἁπλότητα διήνθιζε πάντα τὸν λόγο του μὲ ἐδάφια ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ ἐξεπλήττετο κάθε ἀκροατὴς στὴν ἄνεση μὲ τὴν ὁποία τὰ παρέθετε, μὲ χιουμοριστικὰ περιστατικὰ τῆς καθημερινότητας καὶ μαντινάδες τῆς κρητικῆς θυμοσοφίας. Ἐνῶ θαύμαζες τὴν βαθύτητα τῆς σκέψης του καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς συγκρότησής του, δὲν σοῦ ἄφηνε τὸ περιθώριο νὰ τὸν θεωρήσεις ψηλότερα ἀπὸ ἐσένα, γιατὶ σοῦ δημιουργοῦσε ἐκπληκτικὴ πλατυχωρία καὶ ἄνεση μὲ τὰ ἐποικοδομητικὰ ἀστεῖα του, τὰ χαλαρωτικὰ πειράγματα καὶ ὅλα τὰ χαριέστατα ἐνεργήματά του.
Οὐδέποτε ἀπήλαυσε πλήρους ὑγείας. Ὀχτὼ γαστρορραγίες μόνο ὑπέστη, ὡς ἀπόρροια τῆς ἐκλεπτυσμένης καρδίας του, τῆς ἐντονότατης εὐαισθησίας του, τοῦ καθημερινοῦ τοῦ ἔργου τὴν τραχύτητα καὶ γιατὶ ὄχι, καὶ τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀχαριστία καὶ βαρβαρότητα… Εἶχε, ὅμως, ἄπειρη ψυχικὴ ρώμη, ὥστε τὸ εὔθραυστο σῶμα νὰ ὑπακούει καὶ νὰ πειθαρχεῖ στὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἀτσάλινου πνεύματος καὶ στὶς ὑποχρεώσεις τῆς μεγαλόπνοης ἀποστολῆς του. Ἦταν ἀκτήμων, ἀγνοοῦσε τὴν νεκροφόρο σαρκικὴ ἡδονή, περιφρονοῦσε κάθε εἴδους ὑλικὲς ἀμοιβές, ἐπανειλημμένως δὲ τὶς τιμὲς καὶ τὶς κολακευτικὲς διαχύσεις, τὴν ματαιότητα συνελόντι εἰπεῖν μετὰ μανίας ἀπέκρουσε, ἔχοντας σὰν προστατευτικὸ θυρεὸ τὴν «ἁγία ἁπλότητα» ὅπως συνήθιζε νὰ τὴν ὀνομάζει καὶ τὴν οὐρανοδρόμο τροχιοδρόμησή του, ἀφοῦ πάντοτε ἐνθυμεῖτο καὶ ἐπαναλάμβανε ὅτι «τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Πολλοὶ ὁμιλοῦν καὶ περὶ θαυμάτων του. Πράγματι ἐπετέλεσε θαύματα, ὄχι, ὅμως ὅπως τὰ συνηθισμένα ποὺ γίνονται μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ διαφορετικὰ θαύματα, εὐρυτέρας σημασίας. Ἀνέστησε ψυχὲς ἀπονεκρωμένες, καλλιέργησε τὴν πιὸ κρυμμένη σπίθα τοῦ Θείου μέσα στὸν ταπεινότερο ἄνθρωπο, μὲ τὰ μεστά του κηρύγματα καὶ τὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, καὶ ἔγινε ὁ ψυχικὸς πατὴρ πολλῶν χιλιάδων ἀνθρώπων, πλανωμένων μέσα στὸ πέλαγος τῆς ἀμάθειας, τῆς ρηχότητας, τῆς ἁμαρτίας. Ὅλη ἡ Κρήτη τὸν γνωρίζει ἐπαρκῶς, τὸν σέβεται ὑπερβαλλόντως, τὸν ἀγαπᾶ βαθυκαρδίως, τὸν τιμᾶ ἰδιαζόντως, γιατὶ ὅλη ἡ ἐπικράτειά της εὐεργετήθηκε πνευματικῶς ἀπὸ τὴν ζείδωρη διδαχὴ καὶ ὅλως ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸ πρότυπο τῆς ἐφηρμοσμένης Χριστοειδίας του.
Ἀκολούθησε πάντα τὰ ἴχνη τοῦ Γέροντός του, τοῦ Ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου Τιμοθέου, τοῦ ὁποίου ἦταν πρωτόπαιδο καὶ μιμητής. Τόσο πολὺ ταυτίσθηκε μαζί του, ὥστε ἀντέγραψε καὶ ἐξωτερικὰ κάθε πτυχὴ τῆς προσωπικότητάς του, ὅπως τὴν λειτουργικὴ παράσταση καὶ τὸ ὕφος, τὴν χροιὰ τῆς φωνῆς, τὸν τρόπο βαδίσματος, τὶς κινήσεις τῶν χειρῶν, τὸ λογότυπο τῆς ἔκφρασης, τὴν μειλιχιότητα τῆς θωριᾶς, τὸ χαμόγελο τῆς διάθεσης, τὴν δομὴ τῆς σκέψεως καὶ προπαντὸς τὴν Χριστοκεντρικότητα καὶ τὴν εὐσπλαχνία.
Μικρόσωμος καὶ στεγνὸς καθὼς ἦταν, εἰδικὰ τὰ πρῶτα χρόνια, καχεκτικὸς καὶ φιλάσθενος, ἔπασχε συχνὰ ἀπὸ ὑπερκόπωση καὶ ἀποδυνάμωση σωματική. Ἐξαντλοῦσε τὸν ἑαυτό του τὴν μιὰ ἡμέρα καὶ τὴν ἑπομένη, δυνάμει τῆς θείας φλόγας ποὺ ἔκαιε μέσα του, τὴν ἀνανέωνε. Καὶ παρουσιάζονταν σὲ κάθε ξημέρωμα, πηγὴ καινούργια καὶ ἀνεξάντλητη. Μιλοῦσε συνήθως ἤρεμα καὶ ἐποικοδομητικὰ σὲ κάθε ἕνα ποὺ τὸν προσέγγιζε. Ἔκανε ἄριστες ἀνατομίες στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, ἔβαζε πολὺ ἀναισθητικὸ ἀγάπης καὶ κατέβαζε βαθειὰ τὸ νυστέρι τῆς ἐκτομῆς τῶν παθών. Εἶχε φῶς καὶ πειθώ, χιοῦμορ ἀνεξάντλητο καὶ ἀνεπανάληπτη θυμοσοφία, χρησιμοποιοῦσε ρήσεις ἁγιογραφικὲς καὶ δικά του βαθυστόχαστα ἀποφθέγματα.
Κάθε πονεμένος ἔβρισκε ἐνίσχυση καὶ παραμυθία κοντά του, γιατὶ μὲ τὴν εἰρηνική του διάθεση, τὸ πηγαῖο χαμόγελο, τὴν χιουμοριστικὴ παρέμβαση καὶ τὴν ἐλπιδοφόρα ἀπαντοχὴ ποὺ καλλιεργοῦσε, ἀποφόρτιζε μὲ ἄνεση καὶ τὶς πιὸ βεβαρυμμένες καρδιὲς καὶ φτέρωνε μέσα στοὺς ταλαιπωρημένους ἀνθρώπους τὴν αἰσιοδοξία γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν χαρὰ γιὰ τὴν ζωή. Πολλοὶ τὸν θεωροῦσαν διορατικὸ γιατὶ ἐντόπιζε ἐπακριβῶς τὰ θέματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν, πρὶν οἱ ἴδιοι τὰ ἐξιστορήσουν σ’ αὐτὸν καὶ οἱ λύσεις ποὺ ἐπέρχοντο ἦταν συνήθως μέσα ἀπὸ γεγονότα ποὺ προανήγγειλε. Ὁ ἴδιος, λυπόταν πολὺ ὅταν τοῦ ἀπέδιδαν τέτοια χαρίσματα καὶ συνήθιζε νὰ λέει: «ἕνας δίσκος μπακιρένιος εἶμαι καὶ μὲ χρησιμοποιεῖ ὁ οὐράνιος μάγειρας γιὰ νὰ σερβίρω τροφὴ στὶς πεινασμένες ψυχές. Τίποτα ἀπ’ ὅσα λέω, δὲν ἔχω ἐπίγνωση ὅτι ἰσχύουν πράγματι ἢ ὅτι θὰ συμβοῦν μελλοντικά. Ἁπλὰ μοῦ δίνει κατάλληλες βιταμίνες ὁ Χριστὸς καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζω συνειδητὰ ὅτι ἐκείνη τὴν στιγμὴ χρειάζονται, τὶς προσφέρω ἐν ἀγάπη στὶς ἐξασθενημένες ψυχές. Δὲν εἶναι συνειδητὴ ἐνέργεια αὐτὸ ποὺ τυχὸν λέω ἢ δικό μου παρασκεύασμα. Ἂν ξεγελάσουμε τοὺς ἀνθρώπους καὶ μᾶς δοῦν ἔξω ἀπὸ τὶς πραγματικές μας διαστάσεις, θὰ μᾶς φάει τὸ μαῦρο φίδι… Ἔπειτα, ὁ Χριστὸς εἶναι <ζηλότυπος ἐραστής>! Ὅταν προσκολλόμαστε σὲ πρόσωπα καὶ γήινες καταστάσεις, καὶ ἀγαποῦμε ἄλλους περισσότερο ἀπ΄ Αὐτόν, ἐπεμβαίνει καὶ διαλύει αὐτὴ τὴν σχέση, γιατὶ εἶναι ἀτελέσφορη γιὰ τὴν σωτηρία! Ἐδῶ φώτισε ἕνα γαϊδούρι κάποτε καὶ μίλησε: τὴν ὄνο τοῦ Βαλαὰμ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη! Εἶναι δύσκολο νὰ φωτίσει ἕναν ἁμαρτωλὸ ἐργάτη τῆς ἐκκλησίας Του, προκειμένου νὰ δώσει τὰ κατάλληλα φάρμακα στὸν λαό Του; Ἡ δική Του χάρις ἐνεργεῖ! Καὶ ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων τὴν προσελκύει. Ὄχι ἡ δική μου χαρισματικὴ κατάσταση ἢ ἡ ποιμαντική μου ἐπιδεξιότητα».
Συνδέθηκε στενὰ μὲ ὅλες τὶς ἁγιασμένες μορφὲς τοῦ δεύτερου ἠμίσεως τοῦ παρελθόντος εἰκοστοῦ αἰῶνος! Εἶχε ἀναπτύξει στενότατο σύνδεσμο μὲ τοὺς Ἁγίους Πορφύριο καὶ Παΐσιο. Ὁ πρῶτος, τοῦ εἶπε ὅταν ἐξελέγη ὁ «Πατέρας» (ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Καλυβιανῆς τὸν Γέροντά τους Μητροπολίτη Τιμόθεο) Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης: «Ἔλα δῶ μωρὲ Νεκτάριε. Ξέρεις τί πάθατε; Ἀκουμπούσατε ὅλοι πάνω στὸν Γέροντά σας καὶ νοιώθατε ἀσφαλεῖς. Καὶ τώρα μετακινήθηκε καὶ πέσατε ὅλοι κάτω! Στηριχθήτε μωρὲ στὸν ἀσάλευτο βράχο ποὺ λέγεται Χριστὸς καὶ θὰ βρεῖτε παραδεισένια γεύση καὶ πραγματικὴ ἀσφάλεια! Αὐτὸς δὲν μετασαλεύεται καθόλου!». Πάντα ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν ἀγαπημένο του Ἅγιο Γέροντα Πορφύριο. Ὅταν δυσκολεύονταν ὁ ἴδιος νὰ ταξιδεύσει, ἔστελνε τὴν ἀδελφή του Βασιλικὴ ποὺ ἔμενε στὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἅγιος ἔτρεφε ἀνάλογη στοργὴ καὶ ἀγάπη στὸν Γέροντα Νεκτάριο καὶ διεμήνυε πάντα τὶς θεόσταλτες παραγγελίες.
Παρέλκει νὰ ἀναφερθῶ σὲ λεπτομερὴ θέματα, γιατὶ καὶ πολλὰ εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὴν δημοσιοποίηση δὲν ἀντέχουν ἀρκετὰ ἐξ’ αὐτῶν… Θὰ ἀναφερθῶ μόνο σὲ ἕνα: «Μὴν πηγαίνεις στὸ Ἡράκλειο συχνὰ πυκνὰ γιατὶ θὰ μαθευτεῖ ἐκεῖ κάτω καὶ θὰ ἔχεις ταλαιπωρίες… Ἤδη σὲ ἀνέχονται, ἕως ὅτου σὲ ξεφορτωθούν…». Ὑπάκουσε ὁ Γέροντας στὴν καίρια ἐπισήμανση τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου. Αὐτὸ εἶχε σὰν ὀδυνηρὴ συνέπεια νὰ διασαλευθοῦν οἱ σχέσεις του μὲ τὸν ἀγαπημένο «Πατέρα» του, Ἀρχιεπίσκοπο Τιμόθεο… Βλέπετε, ὁ κάθε Ἐπίσκοπος στὴν ἐπαρχία του, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει πάντα προσωπικὴ ἐκτίμηση ἀνθρώπων, οὔτε καὶ νὰ κάνει ἀξιολόγηση σὲ καταστάσεις μὲ ἀντικειμενικὰ κριτήρια. Τὸ πρωτόκολλο τοῦ ἐπιβάλλει ὁρισμένους περιορισμούς. Ὄ,τι τοῦ μεταφέρεις τὸ πιστεύει καὶ βάσει αὐτοῦ ἀποφαίνεται καὶ ἐνεργεῖ… Καὶ στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης ὑφέρπουν, δυστυχῶς, πολλοὶ κόλακες καὶ καιροσκόποι, κοπτόμενοι δῆθεν γιὰ τὸ καλό της, καὶ αὐτὸς ὁ δαιμονικὸς τυχοδιωκτισμὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐπικινδυνοδέστερη ποιμαντικὴ πληγὴ καὶ πολλὰ προβλήματα δημιουργεῖ εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας. «Πεπονήρευται ὄντως σφόδρα ἡ παροῦσα γενεά. Κόπους καὶ προσόντα μὲν ἔχει, ἀλλὰ ταπείνωσιν ὄχι» γράφει ὁ θρυλικὸς Ἠγούμενος Γαβριὴλ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἡ προγενέστερη μαθητεία του κοντὰ στὸν Ἐπίσκοπο Τιμόθεο ἦταν πολύκαρπη καὶ θαυμαστή. Ἦταν ἡ σκιὰ καὶ ἡ ἀναπνοή του. Ὁ δεξιὸς βραχίων καὶ ὁ βασικότερος μοχλὸς τοῦ πρωτότυπου ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ θεοδύναμου μηχανισμοῦ . Ὅλη τὴν ἡμέρα σκληρὴ δουλειά, ὅλη τὴν νύχτα μελέτη, προσευχὴ ἢ ἐξορκισμοὶ δαιμονιζομένων. Ὁ π. Νεκτάριος κρατοῦσε τὸν φανὸ καὶ ὁ «Πατέρας» διάβαζε. Τί συγκλονιστικὲς ἐμπειρίες ἀπεκόμισε ἀπὸ τὴν μετοχὴ σ’ αὐτὴ τὴν λεπτὴ καὶ ἐπικίνδυνη πνευματικὴ διαδικασία! Τί δὲν εἶδε! Τί δὲν ἄκουσε! Χρειάζεται, ὅμως, μιὰ ξεχωριστὴ συγγραφικὴ κατάστρωση γιὰ νὰ ἀναφερθοῦν ὅλα αὐτά. Συνήθιζε νὰ λέει ὅτι ὁ «Πατέρας» ἐκτὸς τῆς βασικῆς του ἰδιότητας, ἦταν ἀρχιμάστορας, ἐργάτης, σκαφέας, ὁδοκαθαριστής, ζωοτρόφος καὶ κυρίως γιατρός. Εἶχαν πολλὰ παιδιὰ περιθαλπόμενα στὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα , καὶ τὰ πλείονα ἐξ’ αὐτῶν, ἦταν εὐπαθῆ, σὲ ἰώσεις καὶ λοιμικὲς νόσους. Ἰατρικὸ προσωπικὸ μὲ ἐξειδίκευση καὶ ἀγωγὴ δὲν ὑπῆρχε. Ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ ὑπεύθυνοι σὲ διαρκὴ πορεία πρὸς τὸ Ἡράκλειο, μὲ τὰ ἐλάχιστα μέσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὁ «Πατέρας» ἔλεγε μὲ ἀκράδαντη πίστη καὶ παροιμιώδη σιγουριά: «Ἡσυχάστε! Ἔχουμε τὴν Παναγιά μας!». Διάβαζε τὸ Ψαλτήρι καὶ ἄλλες εὐχὲς στὰ παιδιὰ καὶ γινόταν «πετραμύγδαλα» ὅπως χαριτολογώντας ἔλεγε ὁ πατὴρ Νεκτάριος. Ἦταν παρὼν τὸ 1962 σὲ βαρύτατο ἐγκεφαλικὸ ποὺ ὑπέστη ἡ μητέρα τοῦ Δεσπότη, Ἀνθοῦσα Μοναχή. Ἦταν Δεκαπενταύγουστος. Τὸ πρωὶ θὰ γινόταν στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερὰς Μονῆς Καλυβιανῆς, ἡ εἰς πρεσβύτερον χειροτονία τοῦ Ἱεροδιακόνου τῆς Ἱερὰς Μονῆς Ἀπεζανῶν π. Φιλοθέου Σπανάκη. Ἀνάστατο ὅλο τὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὸ ἀναπάντεχο θλιβερὸ συμβάν. Ὁ γιατρὸς ἔδωσε ἐλάχιστο χρόνο ζωῆς. Τότε εἶδε ὁ π. Νεκτάριος τὸν Δεσπότη, νὰ εἶναι γονατιστὸς ὥρα πολλὴ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἔπειτα πῆρε μὲ βαμβάκι λάδι ἀπὸ τὴν κανδήλα τῆς Παναγίας. Πῆγε στὴν κλινικὰ ἑτοιμοθάνατη μητέρα του. Ἄλειψε σταυροειδῶς τὸ ἀκίνητο χέρι καὶ ἀμέσως ζωντάνευσε ἡ ἀσθενὴς καὶ σταυροκοπήθηκε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὸ πόδι. Τὸ πρωί, ἡ γηραιὰ Δεσποτομήτωρ καὶ Μοναχή, κατέβηκε ὑγιέστατη στὸ Καθολικὸ καὶ συμμετεῖχε στὰ τελούμενα. Σημειωτέον, ἔζησε ἔκτοτε 13 συναπτὰ ἔτη καὶ ἐκοιμήθη σὲ γῆρας βαθύτατο. Τὸ ἴδιο περιστατικὸ ἐδιηγεῖτο μὲ κάθε λεπτομέρεια καὶ ὁ χειροτονηθεὶς ἐκείνη τὴν ἡμέρα π. Φιλόθεος.
Ἕνα ἄλλο γεγονὸς ποὺ σημάδευσε τὴν ζωὴ τοῦ π. Νεκτάριου, διαδραματίσθηκε ὅταν ὑπέστη θανάσιμο τραυματισμὸ ὁ μικρὸς τότε Θεόδουλος Ζεάκης στὶς Μοῖρες (γνωστὸς σήμερα ἀπὸ τὸ ταξιδιωτικὸ γραφεῖο), καθὼς ἕνα αὐτοκίνητο πέρασε ἀπὸ πάνω του καὶ χαροπάλευε. Ἔτρεξε ὁ Δεσπότης καὶ ὁ μονίμως συνακόλουθός του π. Νεκτάριος. Οἱ εὐχὲς τοῦ Δεσπότη ζωντάνευσαν ἀμεσότατα τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἀποκατέστησαν πλήρως! «Αὐτὰ τὰ περιστατικὰ καὶ πλεῖστα ἄλλα, ἔλεγε ὁ π. Νεκτάριος, θεμελίωσαν μέσα μου τὴν ἀκατανίκητη ὁρμὴ πρὸς τὴν Θεία Χάρη καὶ τὴν ἀπαρέσκεια σὲ κάθε σύνδεσμο ματαιότητας».
Ἡ Πάτμος καὶ ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, Γέροντας τοῦ «Πατέρα» ἦταν ἡ ἀνάπαυση καὶ καταφυγή του. Διέσωσα ἠχογραφημένες κάποιες ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμισε κοντά του:
– «π. Νεκτάριε, ὁ < Πατέρας > σας εἶναι μεγάλη μηχανὴ σὲ μικρὸ καράβι! Ὅμως, κάποτε, ἐσένα θὰ χρειασθοῦν οἱ Μοναχές…
– Μὰ εἶναι δυνατὸν Γέροντα; Ἀπάντησε ἐνεὸς ὁ π. Νεκτάριος. Αὐτὲς ἔχουν τὸν «Πατέρα» καὶ τὸν λατρεύουν.
– Καὶ ὅμως! Θὰ χρειασθοῦν νὰ τοὺς κρατήσεις συντροφιὰ σὲ καιροὺς δύσκολους. Ὅπως, ὅλη ἡ Μεσσαρά, πεινασμένη κάποτε, θὰ πιασθεῖ ἀπὸ τὸ πετραχήλι σου καὶ τὰ λόγια σου». Τοῦ εἶπε ἀρκετὰ ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἀλλὰ λόγοι διακρίσεως καὶ τυχὸν σκανδαλογονίας ἐπιβάλλουν προσπέραση καὶ σιγή…
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, τοῦ διεμήνυσε ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 νὰ μεταβεῖ στὸ Ὄρος γιὰ νὰ ἀποχαιρετισθοῦν. Ὄντως πῆγε ὁ π. Νεκτάριος συνοδευόμενος ἀπὸ πνευματικά του παιδιά. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἔδωσε ἀπάντηση τότε, σὲ μερικοὺς καίριους προβληματισμοὺς τοῦ Γέροντα καὶ στὸ φευγιό του, τοῦ ἐνεχείρισε «εἰς ἀνάμνησιν» τῆς ἀγάπης τους, τὴν ζακέτα ποὺ φοροῦσε. Τὸ ἱερὸ ἐκεῖνο κειμήλιο ὑπῆρξε τὸ τιμαλφέστερο θησαύρισμα τοῦ Γέροντα, μαζὶ μὲ τὸ ἐπιτραχήλιο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Μυρόβλυσε ἔντονα, λίγα λεπτὰ μετὰ ποὺ τὴν παρέλαβε, ὅταν κάθισαν κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ λίγη ἀνάπαυση καὶ γιὰ νὰ γευθοῦν ἕνα μῆλο.
Ὁ Γέροντας Ἀνανίας Κουστένης τὸν ὑπεραγαποῦσε. Τώρα τελευταία, τὸν ρώτησε:
– Τί κάνει ἡ Γερόντισσα Γαλακτία;
– Μυροβλύζει, ἀπάντησε ὁ π. Νεκτάριος.
– Τί ἐννοεῖς;
– Ὅταν τὴν ἐπισκεφθῶ, μὲ ἀγκαλιάζει μητρικὰ καὶ μὲ κατασπάζεται. Καὶ μία ἄρρητη εὐωδία κατακλύζει τὸν χῶρο. Ἀκόμη κι ἐγὼ ποὺ ἔχω ἀπόλυτη ἀοσμία ἀρκετὰ χρόνια (εἶχε χαλάσει ὁλοκληρωτικὰ ἡ ὄσφρησή του καὶ δὲν μύριζε τίποτα), αὐτὴ τὴν εὐωδία τὴν αἰσθάνομαι καὶ τὴν εὐχαριστιέμαι. Τὴν εὐγνωμονῶ, λοιπόν, γιατὶ μοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ἔχω μύτη.
Ἀρκετοὶ Ἀρχιερεῖς τὸν σεβάστηκαν καὶ τὸν ἐκτίμησαν πολύ. Εἶδα Μακεδόνες φίλους του Ἀρχιερεῖς, νὰ σκύβουν ἐπίμονα, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Γέροντα καὶ νὰ ἀσπάζονται τὴν δεξιά του. Στὴν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, εἴχαμε παραβρεθεῖ ἀπὸ κοινοῦ. Ὅταν τὸν εἶδε ὄρθιο ὁ τότε Μητροπολίτης Ἄρτης Ἰγνάτιος, σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θέση του, ποὺ ἦταν σὲ διατεταγμένη σειρά, εἰδικὰ γιὰ τοὺς Ἀρχιερεῖς, καὶ τοῦ προσέφερε ἐπίμονα τὸ κάθισμά του. Ἀρνήθηκε ἀναφανδὸν ὁ π. Νεκτάριος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος τοῦ φώναζε: «Δὲν μοῦ κάνει καρδιὰ νὰ κάθομαι ἐγὼ καὶ ὁ Γέροντας τῆς Καλυβιανῆς νὰ εἶναι ὄρθιος». Τελικὰ ὑπερίσχυσε ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Δεσπότη!
Στὴν ἴδια περίπτωση, μᾶς διεμήνυσε κάποιος, ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν γνωρίσει ὁ μακαρίτης τώρα Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Θεόκλητος. Βγήκαμε ἔξω ὅπου εὑρίσκετο ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος, καὶ τὸν βρήκαμε νὰ κάθεται σχεδὸν στὸ ἔδαφος, μὲ ἀντερὶ καὶ ἐγκόλπιο καὶ νὰ καπνίζει μανιωδῶς. Ἕνας ἐκ τῶν συνοδῶν τοῦ Γέροντα, ἀναφώνησε αὐθόρμητα: «Μὴν μοῦ πεῖτε ὅτι αὐτὸ τὸ μοῦτρο εἶναι Δεσπότης;». Ὁ Ἰωαννίνων ἄκουσε καὶ ἀπάντησε: «Μοῦτρο κρητικὸ εἶμαι κι ἐγὼ σὰν κι ἐσᾶς . Θέλω, ὅμως, νὰ γνωριστῶ μὲ τὸν Νεκτάριο».
Τὸν συνέδεε χρόνια φιλία μὲ τὸν Μητροπολίτη Θηβῶν Ἱερώνυμο, σημερινὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ὅπως καὶ μὲ τὸν ἅγιο Γέροντά του καὶ προκάτοχό του Νικόδημο Γραικό. Τώρα, τὴν τελευταία μακρὰ περίοδο διαμονῆς του στὴν Ἀθήνα, εἶχε ἔντονη ἐπιθυμία νὰ συναντήσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ τὸν πρώην Ἄρτης Ἰγνάτιο. Ἤθελε νὰ θυμηθοῦν τὰ παλιὰ καὶ νὰ ἀπολαύσουν καὶ πάλι τὴν χαρὰ τῆς ἄμεσης συντροφικότητας καὶ ἀδελφικῆς συντυχιᾶς.
Κάποτε, ὁ φίλτατός του, μακαριστὸς καὶ Ἅγιος Μητροπολίτης Πρεβέζης Μελέτιος τοῦ εἶπε: «Ἄκου Νεκτάριε! Κάθε 500 χρόνια ἕνας Τιμόθεος». Τὸ θεώρησε ὑπερβολικὸ αὐτὸ ὁ π. Νεκτάριος. Τώρα τελευταία, ὅμως, ἀναλογιζόμενος τὴν «ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» του, πλησίον τοῦ «Πατέρα» του, καὶ συγκρίνοντας μὲ μετέπειτα ἀλγεινὲς πανορθόδοξες καταστάσεις, ἀκρότητες καὶ μινιμαλισμούς, ἔλεγε μὲ νόημα: «Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Μελέτιος! Οἱ ἄλλοι μπροστὰ στὸν «Πατέρα» εἶναι ἁπλὲς ὀδοντόπαστες».
Γενικά, ἦταν ὁ ἐκδρομικὸς ἄνθρωπος, ὁ θαμώνας τῶν συνεχῶν περιηγήσεων καὶ τῶν πολλῶν προσκυνημάτων. Γνώριζε πέτρα-πέτρα, τὰ ἐρειπωμένα ἀσκηταριά, τὰ λησμονημένα ἐρημητήρια, τὰ γραφικὰ ἐξωκλήσια, τὶς περίπυστες εἰκόνες, ὅλα τὰ παλαιὰ σεβάσματα τῆς πίστης καὶ τῆς παράδοσης. Σ’ αὐτὰ ἔνοιωθε, ὅπως ἔλεγε, νὰ διατηρεῖται θεριεμένη ἡ φλόγα τῆς ρωμηοσύνης, ποὺ καίει ἀδιάκοπα, δύο χιλιετηρίδες, μέσα στὴν κανδήλα τῆς ἀποστολοπαράδοτης πίστης μας. Αἰτιολογοῦσε πὼς τὰ δρώμενα τῶν παλαιῶν, διαμορφώνουν καὶ ἰσχυροποιοῦν τὰ φρονήματα τῶν νέων. Τὸ ἐξαγιασμένο παρελθόν, φεγγίζει μὲ τὸν παραδοσιακὸ λαμπτήρα, τοὺς ἀτραποὺς τοῦ μέλλοντος. Ἐκεῖ αἰσθανόταν μυσταγωγία, ἀνανέωση, ἔμπνευση, προβληματισμὸ ἀλλὰ καὶ ἄφατη χαρά. Γι’ αὐτὸ ἦταν ἡ συχνὴ καταφυγὴ καὶ ἡ βάση ἀνεφοδιασμοῦ του τὰ ἱερὰ σεβάσματα τοῦ γένους καὶ τῆς παράδοσης. Συνέδραμε δὲ πρωτοστατικὰ στὴν ἀνάδειξη τους, συνεργαζόμενος μὲ τὸν φίλο του συγγραφέα καὶ δημοσιογράφο Νίκο Ψιλλάκη.
Λειτουργὸς ἄψογος καὶ βιωματικός. Δὲν ἀσχολήθηκε ποτὲ μὲ ἐξεζητημένη ἀμφίεση καὶ γενικὰ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα τῆς λατρείας δὲν τὸν συγκινοῦσε. Μιὰ στολὴ ἐκ πικὲ ἢ ἔστω ἐκ μετάξης, τοῦ ἦταν ὑπεραρκετὴ γιὰ τὴν τέλεση τοῦ φρικωδεστάτου μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἦταν ὅμως προσηλωμένος στὰ τελούμενα, ἀταλάντευτα προσευχόμενος, ἤρεμος κινητικὰ καὶ εὐκατάνυκτος φωνητικά. Μεταρσιωνόταν ὁ ἴδιος μὲ διείσδυση χαρισματικὴ στὸν πυρήνα τοῦ μυστηρίου καὶ ἀντανακλοῦσε τὴν βιωματική του αὐτὴ κατάσταση, σὲ ὅλη τὴν μυσταγωγικὴ ἀτμόσφαιρα, ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν ναό.
Τὸ κήρυγμά του ἦταν ἀληθινὰ Χριστοκεντρικὸ καὶ ὑπὸ τὴν ἀρίστη ἔννοια τοῦ ὅρου συγχρονισμένο. Μέσα ἀπὸ τὴν Γραφή, τοὺς Πατέρες ἀλλὰ καὶ τὶς καθημερινὲς ἐκφάνσεις τῆς κοινωνικῆς ἐξέλιξης καὶ πορείας , παρουσίαζε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ δημιουργία, ὡς τὴν μόνη λύση καὶ ἀπάντηση στὰ ποικίλα τραγικὰ ἀδιέξοδά μας. Ὅλα αὐτὰ μὲ ἐμβρίθεια, ἀλλὰ καὶ μὲ ἁπλότητα, μὲ σοφίας βάθος ἀλλὰ χωρὶς ἐπίδειξη σοφίας, δίχως καρυκεύματα καὶ ἐξεζητημένες ρητορίες, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ὅμως ὑποδομὴ καὶ παρόρμηση, ἡ ὁποία ἀπέδωσε ἐκεῖνο ποὺ ἔδωσε: Μιὰ διδαχή, μὲ πάγκοινη, σχεδὸν , ἀποδοχὴ καὶ ἀπήχηση.
Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του εὕρισκε παρηγοριὰ στὶς ἐξορμήσεις στὴν φύση, σὲ συνδυασμὸ πάντοτε, ὅπως ἤδη προαναφέραμε, μὲ προσκυνήματα σὲ γραφικὰ ξωκλήσια καὶ ἐρειπωμένα ἀσκηταριά, ὅπου ἀναβαπτίζονταν στὰ νάματα τῆς παράδοσης καὶ στοχάζονταν τήν, μέσῳ αὐτῶν, ἀνασύσταση τῆς πολιτιστικῆς ἰδιοπροσωπείας καὶ τῆς ὑπαρξιακῆς συνέχειας τοῦ Γένους μας. Αὐτὸ ἦταν τὸ δυστιθάσευτο χόμπι του. Ἔπαιρνε τὴν ταχύποδη «φοράδα» του, ἤτοι τὰ αὐτοκίνητα τῶν προσώπων ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ τὰ προσέφεραν εὐχαρίστως πρὸς ἐξυπηρέτηση καὶ ἀναψυχή του, καὶ <κάλπαζε> μαζὶ μὲ τοὺς ὁδηγούς των στὶς δειράδες τῆς Κρητικῆς ὑπαίθρου, σὲ ἀπότομες χαράδρες, βραχώδη τοπία καὶ δυσπρόσιτες βουνοκορφές, ἀκούοντας παράλληλα τὴν Θεοδίδακτη πολύφθογγη ἁρμονία τῶν πουλιῶν καὶ τὰ βελάσματα τῶν ἀγαπημένων του προβάτων. Σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀγαπημένους περιπάτους ἔλεγε πάντα γουστόζικες ἱστορίες, ἑδρασμένες σὲ μοναχικὲς ἱστορίες καὶ στὰ δρώμενα τῆς ἐπαρχιακῆς καθημερινότητας. Πικράθηκε, ἀργότερα, ὅταν λόγῳ ἰατρικῶν συστάσεων καὶ φιλικῶν παροτρύνσεων, ἐγκατέλειψε τὴν ψυχικὰ γόνιμη, ἐποχούμενη αὐτὴ πορεία.
Ἦταν μὲ μιὰ λέξη πληθωρικὴ προσωπικότητα. Παλαιὰ στόφα ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε σὰν ἔμβλημα τὴν κρητικὴ κουλτούρα καὶ τὴν λαϊκὴ εὐσέβεια. Γι’ αὐτὸ συγκλονίζονταν ὅταν ἔκανε λόγο γιὰ τὴν λεβεντιὰ τῆς Κρήτης, ἐθέλγετο ἀπὸ τὴν ποιοτικὴ κρητικὴ μουσικὴ καὶ ὅταν τὸν καλοῦσαν οἱ περιστάσεις, ἄρχιζε πρῶτος τὸ ριζίτικο τραγούδι.
Χαιρόσουν στὴν ἐπικοινωνία μαζί του. Σὲ ἀνάπαυε, σὲ ἐκφόρτιζε, σὲ ὠφελοῦσε καὶ σὲ ψυχαγωγοῦσε. Δὲν ἀπωθοῦσε ποτὲ ἡ εἰκόνα του καὶ ἡ συμπεριφορά του, ἀλλὰ ἀπεναντίας εἵλκυε καὶ εἰρήνευε. Δὲν συνέβαινε ὅπως σὲ ἄλλες περιπτώσεις πού, ἀναλογιζόσουν πὼς νὰ παρέλθει ἡ ὥρα τῆς συνάντησης καὶ νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ψυχοπλακωτικὸ συναπάντημα!
Σὰν δάσκαλος καὶ διευθυντὴς τοῦ πολυθέσιου σχολείου τῆς Καλυβιανῆς ἄφησε κυριολεκτικὰ ἐποχή. Δὲν μεταποίησε μόνο σὲ ζωντανοὺς φορεῖς τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν του. Ἐπέφερε τὴν καλὴ ἀλλοίωση καὶ σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ στελεχιακὸ δυναμικό, ποὺ ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν συγκροτοῦσε τὸ σχολικὸ ἐπιτελεῖο καὶ ἡ ἐκπαιδευτικὴ ἔκφραση τῶν συναδέλφων του, ἦταν ποτισμένη ἀπὸ τὸ ἦθος, τὴν εὐπρέπεια, τὸν ψυχισμό, καὶ τὴν ἀγωνιστικότητα τοῦ π. Νεκτάριου. Ὅλοι τὸν θεωροῦσαν οἰκογενειακὸ σύμβουλο καὶ ἀσφαλὴ ποδηγέτη, γι΄ αὐτὸ καὶ ἀπέθεταν τὰ κρύφια τῆς καρδίας τους στὴν δυναμικὴ τῆς σοφίας του καὶ στὴν χαρισματικὴ ἀπόδοση τῆς ἐξομολογητικῆς του ἐμπειρίας. Ἀπὸ τὰ ἀποφθέγματά του, ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ κάποια ἐξ’ αὐτῶν:
– «Ὅλοι εἴμαστε ὑπὸ κατασκευήν. Ὁ ἐν μηδενὶ λειπόμενος εἶναι ἀνύπαρκτος».
– «Ὅταν τυλιχθοῦμε τὸ ράσο χωρὶς νὰ ξετυλιχθοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας, τότε ἀντὶ νὰ οἰκοδομοῦμε, χαλοῦμε καὶ τὰ λίγα ποὺ μένουν ὄρθια».
– «Ὅποιος θέλγεται νὰ διαφημίζει σκάνδαλα, θέλει νὰ σκεπάσει τὸν ἑαυτό του. Λέει ἐνδόμυχα στοὺς ἀκροατές του: <ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τί κάνουν οἱ ἄλλοι, γιὰ νὰ μὴν ἀντιληφθεῖτε τί κάνω ἐγώ. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε, γιὰ νὰ μὴν δείτε…>».
– «Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἐθνικὲς συμφορές, τότε βγάζει ἥρωες. Καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐκκοσμίκευση τότε ἐμφανίζει Ἁγίους. Πολλοὺς Ἁγίους».
– «Τοὺς Ἁγίους τοὺς τιμᾶμε γιατὶ ἔζησαν σὲ διαφορετικὴ ἐποχὴ ἀπὸ ἐμᾶς. Ἂν ζοῦσαν σήμερα καὶ προέβαιναν στὰ ἴδια πνευματικὰ κατορθώματα ,ποὺ ἔκαναν τότε, θὰ τοὺς κλείναμε στὸ φρενοκομεῖο».
– «Ὅσο χτυπιέται ἕνας Ἅγιος, τόσο καὶ μεγαλύνεται».
– «Τὸ πιὸ εὔκολο πράγμα στὸν κόσμο σήμερα, εἶναι νὰ χειροτονηθεῖ κάποιος Παπᾶς. Καὶ τὸ πιὸ δύσκολο νὰ ζεῖ σὰν Παπᾶς».
– «Θέλεις νὰ μὴν ἀπογοητευθεὶς ἀπὸ κανένα; Μὴν γοητευθεὶς ἀπὸ κανένα».
– «Ὅταν ἐμεῖς καμαρώνουμε τὰ χαρίσματά μας, τότε σηκώνουν ἐπανάσταση τὰ ἀνθρώπινά μας».
– «Μὲ συνέχει ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ: <Ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα>. Στὴν πορεία τῆς πνευματικῆς μας τελείωσης, πρέπει νὰ συντριβεῖ ἡ ψευτοπλουμισμένη βιτρίνα μας. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε ἐμεῖς, θὰ τὸ κάνει ὁ Θεός. Γιατὶ στὸν παράδεισο δὲν μπαίνει ὅποιος ἔχει φτιασιδωμένη φινέτσα, ἀλλὰ ὅποιος ἔχει σπασμένη καρδιά. <Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει> ».
– «Πῆγα νὰ μαλώσω μὲ τὸν Χριστὸ ὅταν εἶδα τὶς σατανικότητες καὶ τοὺς ἐκφυλισμούς, ποὺ γίνονται στὸ ὄνομά Του. Ἀλλὰ μόλις γύρισα τὴν πλάτη μου στὸν < Χριστὸ> τοῦ σαθροῦ συστήματος, τότε ἀκριβῶς, ἔπεσα στὴν ἀγκαλιά Του. Καὶ διαπίστωσα ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀποστράφηκα δὲν ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἦταν ἕνα παραμορφωτικὸ κάτοπτρο ποὺ ἀλλοίωνε τὴν εἰκόνα Του».
– «Ταπείνωση δὲν εἶναι νὰ κατηγορεῖς μόνο τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίζεις ὅτι καὶ ἄλλοι εἶναι <κάτι>. Τουλάχιστον ὅ,τι καὶ σύ».
– «Ὅταν μὲ ἀπειλοῦν, μονίμως ἀπαντῶ: <Ἂν ἔχετε ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεο, τότε θὰ μὲ φάτε. Ἀλλιῶς ἄδικα μοῦ ποζάρετε τὰ ἀκονισμένα δόντια σας».
– «Ὁ Χριστὸς μας ἔχει λεπτότητα καὶ αρχοντιά. Σὲ κανένα δὲν ἐπεμβαίνει μὲ τὸ ζόρι. Ἀκόμη καὶ στὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε, ρωτοῦσε πρώτα, πρὶν ἐνεργήσει. <Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;>, <Τί σοι θέλεις ποιήσω; Κύριε ἵνα ἀναβλέψω. Ἀνάβλεψον.>. Ὁ ἀντίδικος ὅμως, ἔρχεται καὶ φουκαρώνει μέσα στὶς ψυχές μας, χωρὶς νὰ ρωτήσει κανένα. Ἀρκεῖ νὰ βρεῖ , ἔστω καὶ λίγο ἀφύλακτη τὴν πόρτα, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἑδραιώνεται, βασανίζει καὶ δὲν φεύγει εὔκολα».
Τὰ χρόνια πέρασαν. Ἦρθαν τὰ χιόνια ἀπὸ τὰ χρόνια στὸ πυκνὸ τρίχωμα τοῦ σεπτοῦ Γέροντος. Ἔμενε ἀειθαλής, μὲ νεανικὸ σφρίγος καὶ ἀκατάβλητη ζωτικότητα νὰ ἐπιτελεῖ τὸ καθῆκον του. Μιὰ ὁριακὴ δοκιμασία τῆς ὑγείας του τὸ 2006, τὸν ἔβαλε στὴν ἐντατικὴ τοῦ ΠΑΓΝΗ. Ἐκεῖ ἔζησε ὑπερφυεῖς καταστάσεις. Τὰ ἐδιηγεῖτο μὲ χαρὰ καὶ συγκλονισμό. Κανεὶς θεράπων ἰατρὸς δὲν τοῦ ἔδωσε ζωή. Κάποια στιγμή, οἱ ἐμφανισθέντες σ΄ αὐτόν ὁσιομάρτυρες τῆς Καλυβιανῆς, τοῦ ἔδειξαν μυστηριωδῶς τὴν ἐξωτερικὴ σκάλα τοῦ διαμερίσματός του. Εἶχαν μαζευτεῖ τὰ παιδιὰ τῶν ἱδρυμάτων μὲ ἐπικεφαλῆς τὴν «κόρη» του, τὴν Μοναχὴ Ξένη καὶ μὲ δάκρυα παρακαλοῦσαν νὰ δοθεῖ παράταση στὴν ἐπίγεια ζωή του. Ἕνας ἐκ τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων, ὁ Γεδεών, τοῦ εἶπε: «Ἡ ἀπόφαση ἦταν νὰ ἔρθεις μαζί μας. Γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά, σοῦ χαρίζει ὁ Κύριος τρεῖς πεντάδες χρόνια καὶ κάτι ἀκόμη». Ὄντως! Ἔζησε ἔκτοτε, τρεῖς πεντάδες ἤτοι δεκαπέντε χρόνια καὶ κάτι ἀκόμη! Ἕνα χρόνο ἐπιπλέον. Τὸ σύνολον δεκαέξι χρόνια. Τὸ εἶπε ὅταν ἐπέστρεψε ὑγιὴς καὶ δὲν τὸ ἐπανέλαβε ποτέ. Ζοῦσε χωρὶς ἀνασφάλειες καὶ φοβίες θανάτου, περνοῦσε τὶς ἡμέρες του σὰν μελλοθάνατος ἀπὸ πλευρᾶς πνευματικῆς καὶ συμπεριφερόταν σὰν ἀθάνατος ἐξ’ ἀπόψεως ὑπαρξιακῆς. Χαρούμενος καὶ ἀβαρής, ἀπολάμβανε μὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸν Θεό, κάθε ἡμέρα ποὺ ζοῦσε. Καὶ μὲ κλονισμένη κάπως ὑγεία τὰ τελευταῖα χρόνια, συνέχισε νὰ μετέχει ὄχι πρωτοστατικά στὶς ἀκολουθίες ἀλλὰ ὡς ἁπλὸς συμπροσευχόμενος, νὰ διδάσκει τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐμπνέει τὴν ἀδελφότητα, νὰ παρηγορεῖ τὸ πληγωμένο σῶμα τῆς κοινωνίας. Καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, ὄρθιος σχεδόν, λεβέντης, εὐθυτενής, μὲ ακαταίσχυντο γῆρας καὶ ἀκμάζουσα Χριστοζωή, μετοίκησε στοὺς οὐράνιους θαλάμους, ὅπου καὶ ἡ πολύποθη ἰσόβια στοχοθεσία του.
Ἑξήντα ἕξι χρόνια, ὑπῆρξε ἀναμμένη λαμπάδα στὸ κέντρο τῆς Καλυβιανῆς. Φωταγωγοῦσε καὶ ὁλόκληρη τὴν ἁγιοτόκο Μεσσαρὰ καὶ ἐξακτίνωνε τὴν φωσφόρο λάμψη της, σὲ κάθε γωνιὰ τῆς Μεγαλονήσου. Τώρα, αὐτὸς ὁ οὐρανόσταλτος φάρος δὲν ἔσβησε, δὲν ἀποκαθηλώθηκε, δὲν ἔχασε τὴν παλαιά του αἴγλη καὶ δύναμη. Ἁπλῶς ἀναβαθμίστηκε. Μεταποιήθηκε σὲ Θεοφεγγή προβολέα μὲ πανορθόδοξη ἐμβέλεια καὶ ἐπίδραση. Ἔφυγε ὅπως τὸν γνωρίσαμε: εἰρηνικός, γαλήνιος, χαμογελαστός, ἔμφορτος ἀρετές, καταξιωμένος, ἀγαπώμενος καὶ σεβόμενος ἀπὸ πάντες σχεδόν, ἰδίως ἐκείνους ποὺ εἶχαν κριτήρια γιὰ νὰ ἀξιολογήσουν τὴν πνευματική του βαρύτητα.
Ἦταν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἐλάχιστοι, ποὺ τὸν χλεύασαν, τὸν προπηλάκισαν, τὸν ἀπαξίωσαν, τὸν περιφρόνησαν. Ἐπειδή, τὰ πάντα προσπερνοῦσε μὲ ἀκακία καὶ τὰ σφράγιζε μὲ σιωπή, ἴσως τοῦτα τὰ τελευταῖα θὰ εἶναι καὶ τὰ λαμπρότερα παράσημα ποὺ κοσμοῦν τώρα τὴν μακαρία ψυχή του.
Κηδεύτηκε ἐσπευσμένα λόγῳ ὑγειονομικῶν συνθηκῶν ἀλλὰ καὶ πάνδημα ἕνεκα ἐνδομυχίων τιμῶν, ἀπὸ τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς. Τὸ σκήνωμά του τοποθετήθηκε στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, μπροστὰ ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη. Μπροστὰ ἀπὸ τὰ Βημόθυρα ἐκεῖνα ποὺ ἐδόξασε μὲ τοὺς Ἀποστολικοὺς βηματισμούς του, τὶς μυσταγωγικὲς λειτουργικὲς παραστάσεις του καὶ τὰ ἀπαράμιλλα κηρύγματά του. Θυμᾶμαι, στὴν κηδεία του, μετὰ τὸ τέλος τέτοιων ἡρωικῶν ἄθλων, ποὺ σηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῶν οὐρανίων ἐπάθλων, μὲ συγκλόνισε ὁ στίχος τοῦ ψαλμωδοῦ, ποὺ ὁ χορὸς ἀνέμελπε, ἐνῶ μοῦ φαινόταν ὅτι ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πολυσεβάσμιου κεκοιμημένου πατρὸς: «Μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε, καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. ΡΙΗ 63).
Θυμήθηκα ἀκόμη, τὴν μοναδικὴ ἐπιθανάτια παραγγελία ποὺ εἶχε ἀφήσει σ’ ἐμένα: «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ ξέρεις τὰ πολλὰ καὶ ὁ νοῦς σου κατεβάζει… Μὴν τυχὸν καὶ πεῖς πολλὰ ὅταν φύγω. Νὰ πεῖς μόνο: ὁ Νεκτάριος παρὰ τὴν ἀναξιότητά του, ἀγάπησε πολὺ τὸν Χριστὸ καὶ πίστευσε στὸ ἔλεός Του. Γι’ αὐτὸ δὲν σκιάχθηκε ποτὲ τὸν θάνατο».
Τὸ βράδυ τῆς ἐκδημίας του, ἡ 97χρονη Μοναχὴ Κασσιανὴ ποὺ εἶναι κλινήρης καὶ μὲ πλήρη ἄνοια, ἐπανέλαβε χαρούμενη τρεῖς φορὲς: «ὁ <Πατέρας> περίμενε στὴν πόρτα τὸν π. Νεκτάριο! Φοροῦσε λαμπρὰ δεσποτικά, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ εἶπε: <Εἴσελθε τέκνον εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου>».
Πολυσέβαστε Γέροντα.
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Μεσσαρᾶς, θὰ εἶναι μιὰ διαρκής, ἠχηρὴ θριαμβευτικὴ ἁψίδα πάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα σου, ἕνα στεφάνι διαβεβαιώσεως καὶ καυχήσεως ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν βίο σου. Γιατὶ ὄντως «κατέλιπες μετάμελον» (ΠΑΡΟΙΜ. ΙΑ΄3) ἀφοῦ ἤσουν «σκεῦος χρυσίου ὁλοσφύρητον κεκοσμημένον παντὶ λίθῳ πολυτελεῖ» (Σ’. ΣΕΙΡΑΧ Ν΄9). Νὰ ἐπιλάμπεις σ’ ἐμᾶς μέσα ἀπὸ τὰ πετράδια τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν χαρισμάτων σου, ἔστω καὶ ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὶς ἄκτιστες μαρμαρυγὲς τῆς Τρισηλίου Θεότητος καὶ νὰ ἑτοιμάζεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, τόπο γιὰ αἰώνια συγκατοίκηση μαζί σου. Μακαρία ἡ μεταχώρησή σου στὴν ἀχειροποίητη πολιτεία καὶ στὴν Βίβλο τῆς Ζωῆς νὰ δεσπόζει «ἐν χρυσέοις γράμμασι» τὸ σεπτὸ ὄνομά σου. Τὴν εὐχὴ σου νὰ ἔχουμε. ΑΜΗΝ!