του Αντώνη Κουκλινού
Δευτερογούλης μπήκενε, νά χομε την υγειά μας,
στ’ αλώνια θα λονέψομε, τσι κόπους τση χρονιά μας.
Με το θρινάκι θα λιχνάς κ’ εγώ θα κοσκινίζω,
θα νεμαζώνω το καρπό, τσουβάλια να γεμίζω.
Τσι κόπους μας ζεστό ψωμί, απάνω στο τραπέζι,
και θα ναι η ζωή γλυκιά, οσά ντο πετιμέζι
Τζιτζίρους θέλω να γροικώ, στο ν’ ασκιανό από κάτω,
και να χτυπούνε να ξυπνώ, τα λέργια τω προβάτω.
Εδά ναι τα μποστανικά, καρπούζες και πεπόνια,
πολλώ λογιώ κηπευτικά, απου τα τρώμε χρόνια.
Θα τρώμε και θα πίνομε, ότι ποθεί η καρδιά μας,
τυρί, καρπούζα να γενεί, μπριντούσκι η κοιλιά μας.
Τα βράδια θα ξαπλώνομε, στο δώμα, στρωματσάδα,
οντε καψώνει ο καιρός, νά χομε δροσεράδα.
Κ’ οντο θα νά ‘χει εορτή, γάμο, γη πανηγύρι,
θα ξεφαντώνει το χωργιό, στ’ Αγίου το χατίρι.
Αγία μου Παρασκευή κ’ εσύ Προφήτη Ηλία,
κ’ Άγιε Παντελεήμονα, έχετε τα πρωτεία.
Πάντα δηγούμε τα παλιά, τά ‘ζησα, τα θυμούμαι,
και ήρθα να σας ευχηθώ, μήνα καλό να πούμε…