Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Θα ‘μουνα δέκα χρονών κοπέλι φιλοξενούμενος στο σπίτι τση γιαγιάς μου στη Φανερωμένη, μαζί με την αδερφή μου και τη μάνα μου.
Οι παλιές γυναίκες ήταν πολύ καλές στο μαγείρεμα. Οι κοπελιές από στα ετότεσας, τα μαγερικά τα βαργιούντανε, και ήπρεπε να βάλουνε τη κουλούρα για να μάθουνε θένε δε θένε πως να μαγερεύγουνε!
Συνήθως από μια σπουδαία μαγέρισσα, έβγαινε κόρη αελιά στο μαγείρεμα! Αλλά και η «αελιά», σιγά σιγά μάθαινε τα απαραίτητα ήθελε δεν ήθελε μετά το γάμο, γιατί δεν είχε πως να το κάμει αλλιώς!
Η γιαγιά μου η Κατερίνα είχενε έξε κοπέλια, τση ποθάνανε τα δυό, πάντρεψε τα άλλα δυό, και έμεινε σπίτι η μάνα μου με μια αδερφή τση. Εμείς με τη μάνα μου είχαμε πάει για λιγες μέρες για διακοπές και είχαμε μπλιό πάψες, αφού είχε τελειώσει το σχολειο.
Στο μαγεργιό πάντως η γιαγιά μου ήτονε πολύ καλή. Θυμούμαι εκεινά τη μέρα απού θα έψηνε ροβίθια στο πήλινο τσικάλι τση όξω στην αυλή.
Το σακούλι με τον άθο!
Αποσπέρασι ετοίμασε μισό κιλό και κάτι παραπάνω ντόπχια ροβίθια, για να τα βάλει στο νερό. Τα ντόπχια ήτανε πχιά μικιά από τα αγοραστά. Πχιά κακόψητα ήτονε θυμούμαι από τα άλλα τα εισαγωγής, που τα λέγανε και “μαροκιανά”. Τα μαροκιανά ήταν πιο χονδρά, πχια αφράτα, και ψηνόταν καλύτερα. Ο παππούς μου ήβανε κι από κειανά.
Ζέσταινε νερό στη φωθιά, και άμα ήτανε χλιαρό, έριχνε τα ροβίθια μέσα και μετά πήγαινε στη παρασθιά και μάζευε δυο τρείς φούχτες άθο καθαρό, τον έβαζε σε ένα σακούλι ή σε πανάκι, το έκανε μάτσο σφιχτά, το ‘δενε μετά και με σπάγκο στη πάνω μεργιά το σακούλι, και το άφηνε μέσα στο νερό με τα ροβίθια μέχρι το πρωί!
Το νερό γινότανε αλουσά, και εβοηθούσε στο να μαλακώσουνε και να ψηθούνε πχιά εύκολα την επ’ αύριο.
Το πρωί που σηκωθήκαμε πήγε η γιαγιά στο τσικάλι, έβγαλε τα ροβίθια από την αλουσά, και τα έβαλε σε ένα μοσωράκι. Εκειά τα ξέπλυνε καλά καλά, τους έριξε κοπανισμένο ψιλό αλάτσι από το τσούκο που χενε μια τρύπα για χωρά το χέρι, και τα άφησε καμιά ώρα στο μοσράκι χωρίς νερό.
Ελάστε κοπέλια να σασε δώσω κουκούνια!
Εγω με την αδερφή μου ήμαστε όξω και παίζαμε με το κάτη, και μας εφώνιαξε η γιαγιά μου: «Ελάστε κοπέλια να σας ε δώσω κουκούνια»! Δεν εκάτεχα και εγώ ήντα ήτανε τα «κουκούνια», πράμα λουκούμια, λουκουμάδες φανταζόμουνα!
Τελικά έπχιασε από μνιά χούφτα ροβίθια αλατισμένα άψητα, και εκειανά ήτονε τα «κουκούνια» τση γιαγιάς! Απ’ τη πείνα βέβαια καλά τονε κι αυτά! Μετά είχα μάθει και άμα τα είχε το πρωί και η μάνα μου στο σπίτι αλατσιστά άψητα ακόμη τα ροβίθια , τση εβούτου μια χούφτα και τα έτρωγα ισα με να σταίσει το τσικάλι να μαγερέψει!
Ε, μετά στη συνέχεια η γιαγιά μου τα έτριψε πάλι απαλά – απαλά στα χέρια τση στη κατσαρόλα, και τα ξέπλυνε καλά – καλά με νερό να φύγουνε τα φλούδια και να ξεπλυθούνε και από την αλουσά, που ήτανε βλέπεις η σόδα τση εποχής!
Στη πρώτη βράση ξάφρισμα και χύσιμο το νερό
Εδά μπορεί να τα κοροϊδεύγουνε ετουτανά για τον άθο, λες και η σόδα είναι πχιά αθώα!
Είχε πάλι το τσικαλάκι τση στεμένο με νερό, και ίσα να ζεσταθεί, να μη ντοντινιάζει, και μόλις αρχίζανε οι πρώτες φουσκάλες, τσούκ, εφκαίρενε τα ροβίθια μέσα! Εκειά δα περίμενε να αρχίσει η βράση, και να τα ξαφρίσει!
-Εγώ γιαγιά θα κάτσω να σου τα ξαφρίσω! Τση κάνω!
Γιαε καλά δε το κάνω?
-Καλά το κάνεις παιδί μου, μόνο για να μη παιδεύγεσαι, τράβα με το κουτάλι τον αφρό στη μνιά μπάντα και παίρνε τονε με τη μεγάλη πλακωτή κουτάλα!
Δεύτερο νερό και άδειασμα το παλιό
Άμα μεσοψηθήκανε τα ροβίθια, άδειασε το νερό και έβαζε άλλο στο τσικάλι.
Άφησε πάλι τα ροβίθια να πάρουνε μερικές ακόμα βράσες, μέχρι να ψηθούνε.
Ροβίθια βραστά γη ροβίθια με κρομμύδι και ντομάτα
Με ρωτά η γιαγιά μου άμα βράσανε τα ροβίθια.
-Πώς τα θες παιδί μου τα ρεβίθια, βραστά γη γιαχνί?
-Γιαχνί καλιά! Τση λέω.
Πχιάνει και βγάνει δυό πχιάτα, ένα για το παππού και ένα για τη μάνα μου που τα θέλανε λαδερά με λεμόνι. Τα σέρβιρε στο πχιάτο με λάδι αλάτσι και λεμόνι, και μετά συνέχισε τη μαγερική! Αυτό ήταν το αγαπημένο πολλών από τους παλιούς, να τρώνε δηλαδή τα όσπρια σαν σαλάτα!
Για να τα κάνει γιαχνιστά, ήκοψε κομμάθια ένα κρομμύδι και δυό ντομάτες, λίγο μαϊντανό, ήβαλε λάδι στο τσικάλια και τα τσιγάρισε,, Έριξε και νερό να ψηθούνε τελείως, αλλά χωρίς να ρίξει τα ροβίθια! Λέει η γιαγιά, πως άμα τα ρίξεις ντελόγο, ίσαμε να ψηθεί η ντομάτα θα σφίξουνε τα ροβίθια και δε θα ψήνονται! Άμα ψήθηκε η ντομάτα καλά με το κρεμμύδι, τότε έριξε και τα ροβίθια να πάρουνε μια δυό βράσεις. Φέρνει από το ντουλάπι το ντενεκέ με τον κόκκινο πηχτό μπελτέ απού είχε σάσει η ίδια, σφίγγοντας τση ντομάτες το καλοκαίρι, Έριξε μέσα δυό κουταλιές να πάρει χρώμα. Ρίχνει μιαολιά αλάτσι ακόμη και τα σκεπάζει με το πούμα!. Βουτάω και εγώ το κουτάλι και τρώωαπ το κουτί μια κουταλιά μπελτέ στη ζούλα! Ω τον παντέρμο πως μου άρεσε ο μπελτές κόκκινος κόκκινος εκεινανά τα χρόνια!
Είχε μια θαυμάσια γλυκόξινη γεύση! Πάντα και στο σπίτι μας ήκανα το ίδιο, οντό θαλά βγάλει η μάνα μου το κουτί στο τραπέζι, εβούτου και μια κουταλιά στη ζούλα! Αν και φώνιαζε η μάνα μου να τση αφήσω το μπελτέ, για να τονε βάνει στο φαί, το μισό τον ταχτοποιούσα εγώ!
Σιγά σιγά έτοιμα τα ροβιθάκια τση γιαγιάς! Τα άφησε λίγη ώρα στο τσικάλαι να ηρεμήσουν, και μετά τα σέρβιρε στο τραπέζι. Άλλοι τα φάγανε σκέτα με λάδι αλάτσι και λεμόνι, αλλά με συνοδεία από ένα κρομμύδι στα τέσσερα! Οι άλλοι όπως εγώ τα φάγαμε γιαχνιστά με ζουμάκι.
Ε και σήμερα δα το ίδιο γίνεται, μόνο που αντίς το σακούλι με τη στάχτη, βάνουνε μιά κουταλιά σόδα από βραδύς στο νερό με τα ροβύθια, και είναι το ίδιο πράμα.
Δε κατέχω αν ήφτεγε η τέχνη τση γιαγιάς, αλλά από στα τότεσας, το καλύτερό μου όσπριο ήτονε τα ροβίθια με ντομάτα και ζουμάκι!