(Η δίκη είχε αρχίσει επίσημα στις 30.4.34 – Η παραπομπή είχε γίνει από τις αρχές Μαρτίου)
…..«Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, να σας περιγράψω αυτές τις άθλιες σκηνές μα και όσα έμαθα ότι έγιναν στην αίθουσα των συνεδριάσεων», αποκρίθηκε με θλίψη φανερή ο γιατρός. «Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης, ο Εισαγγελέας, ο περιβόητος Σκοτσέζος Εδουάρδος Μάσσων, πολιτογραφημένος Έλληνας που τώρα λύνει και δένει, μπαινόβγαινε στην αίθουσα, εντελώς παράτυπα, και προσπαθούσε να επηρεάσει τους δικαστές να πάρουν ομόφωνα καταδικαστική απόφαση. Ο Πολυζωίδης τον απέπεμψε αγανακτισμένος. Τότε ο Μάσσωνειδοποίησε τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον Κωνσταντίνο Σχινά, να σπεύσει στο Δικαστήριο και να επέμβει δραστικά. Πράγματι ο Σχινάς κατέφθασε τάχιστα, φορώντας μάλιστα την ειδική επίσημη στολή του. Όρμησε στην αίθουσα με κάμποσους χωροφύλακες και κάλεσε ανενδοίαστα τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση εν ονόματι τάχα της Δικαιοσύνης…»
«Ανήκουστα πράγματα!» έφριξε ο Αναστάσιος Χρηστομάνος. «Κι εκείνος πώς αντέδρασε;»
«Του απάντησε ότι ακριβώς στο όνομα της Δικαιοσύνης προτιμά να του κόψουν το χέρι παρά να υπογράψει μια απόφαση, στην ορθότητα της οποίας δεν πιστεύει! “Το σώμα μου μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά το στοχασμό μου, τη συνείδησή μου, δεν θα μπορέσετε να τα παραβιάσετε”, του φώναξε με οργή».
«Κι ο Τερτσέτης; Ενέδωσε;»
«Οχι βέβαια! Το ίδιο απάντησε κι εκείνος. Παρέμειναν λοιπόν οι δυο τους στην αίθουσα των συνεδριάσεων, μαρμαρωμένοι και αμίλητοι. Οι υπόλοιποι τρεις δικαστές, ο Βούλγαρης, ο Σούτσος και ο Φραγκούλης, αυτοί οι κατάπτυστοι υπηρέτες της αυθαιρεσίας και της βίας της κρατικής εξουσίας που υπέγραψαν τη θανατική καταδίκη, πήραν τη θέση τους στην έδρα του Δικαστηρίου, για να διαβαστεί στο ακροατήριο η απόφαση. Ο κόσμος έξω, στο προαύλιο και στους διαδρόμους, καταλαβαίνετε με τι αγωνία περίμενε ν’ ανοίξει η αίθουσα και να την ακούσει. Η αίθουσα ωστόσο δεν άνοιγε, αφού οι θέσεις των δύο ακλόνητων δικαστών έμεναν κενές. Έξαλλος τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε διαταγή να συρθούν δια της βίας στην έδρα ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης. Ορμούν λοιπόν οι χωροφύλακες στην αίθουσα των διασκέψεων με προτεταμένη τη λόγχη, αρπάζουν από τα ενδύματα τους δύο δικαστές και προσπαθούν να τους σύρουν στην έδρα…»
«Θε’ μου τι φρίκη!» μουρμούρισε η Ελισάβετ.
«Νέοι και αθλητικοί όμως και οι δύο», συνέχισε ο αφηγητής «ο ένας τριάντα δύο και ο άλλος τριάντα τεσσάρων ετών, αντιστάθηκαν γενναία και σθεναρά, γραπωμένοι από τις καρέκλες και τα τραπέζια! Τελικά οι χωροφύλακες, με βρισιές, γρονθοκοπήματα και χτυπήματα με τους υποκόπανους των όπλων, τους έβγαλαν από την αίθουσα και τους έσυραν μπροστά στην έδρα. Όμως κι εκεί ακόμα ήταν δύσκολο να επιβάλουν τη θέλησή τους. Ο Πολυζωίδης γαντζώθηκε από το κιγκλίδωμα του ακροατηρίου και κατέβαλε μια τελευταία προσπάθεια ν’ απαλλαγεί. Του ξέσχισαν τα ενδύματα, τον τράβηξαν πολλοί μαζί και κατάφεραν τελικά να τον ανεβάσουν με τη βία στην προεδρική του έδρα σε ελεεινή κατάσταση. Οπότε ο γραμματέας του Δικαστηρίου άρχισε με βιάση ν’ απαγγέλλει τη θανατική καταδίκη που είχε ληφθεί κατά πλειοψηφία, ενώ ο Πολυζωίδης έκρυβε με απόγνωση το πρόσωπο μες στα χέρια του».
Βαριά σιωπή έπεσε στον καλόν οντά του αρχοντικού των Χρηστομάνων. Απίστευτα, άθλια, τερατώδη τους φαίνονταν όλα τούτα.
«Και πώς ματαιώθηκε τελικά η εκτέλεση;» απόρησε ο πατέρας.
«Η στάση του Πολυζωίδη, με τη συμπαράσταση βέβαια και του Τερτσέτη, έκανε το θαύμα της» απάντησε ο γιατρός. «Η άρνησή του να υπογράψει τη θανατική καταδίκη των αγωνιστών αδυνάτισε το κύρος της απόφασης και βοήθησε τους πρέσβεις των ξένων δυνάμεων να καταλάβουν τη σκευωρία, να πειστούν για την αθωότητα των κατηγορουμένων. Ενημέρωσαν αμέσως τις Αυλές τους, προκλήθηκαν δυσμενέστατα σχόλια, έγιναν παρατηρήσεις στην Αντιβασιλεία… Ήταν έπειτα και το κύμα της λαϊκής αγανάκτησης που ξέσπασε. Η Αντιβασιλεία δεν τόλμησε να προχωρήσει στην εκτέλεση. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες μάλιστα κοινοποιήθηκε στους μελλοθάνατους ότι, εν ονόματι του Βασιλέως, τους χαρίζεται η ζωή και μεταβάλλεται η ποινή σε ισόβια κάθειρξη! Που σύντομα έγινε φυλάκιση για είκοσι χρόνια».
«Λυπήθηκε ο Μεγαλοδύναμος το γένος μας!» μουρμούρισε η μητέρα. «Σκεφθείτε να είχε θανατώσει τους ελευθερωτές της, και άδικα μάλιστα, η ίδια τους η πατρίδα!»
«Το θαύμα έγινε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή» πρόσθεσε ο επισκέπτης. «Φαντασθείτε ότι δύο μέρες πριν από την απόφαση κάποιοι στο Ναύπλιο είδαν το δήμιο να στήνει την γκιλοτίνα και να τροχίζει το φάσγανο το φονικό! Κανείς δεν πίστευε ότι θα γλιτώσουν, ούτε οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι βέβαια. Γνώριζαν καλά το μένος της Αντιβασιλείας εναντίον τους. Δε θα λησμονήσω ποτέ τα πρόσωπά τους την ώρα που διαβάστηκε η απόφαση. Από τα μάτια του Πλαπούτα έτρεχαν δάκρυα. Δίχως άλλο θα συλλογιζόταν ο δυστυχής την ορφάνια που άδικα περίμενε τα παιδιά του, έπειτα μάλιστα από τόσους ηρωικούς αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Αντίθετα, ο Κολοκοτρώνης ήταν ατάραχος. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί ο γενναίος αυτός το θάνατο, δε θα τον φοβόταν βέβαια εκείνη την ώρα! Ψιθύρισε μόνο το “Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου”…».
Απόσπασμα από το βιβλίο Η Προφητεία του κόκκινου κρασιού (Πατάκης 2008, 5η έκδοση 2013). Κρατικό βραβείο 2009.