Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Παραμονή του Αγίου Κωνσταντίνου σήμερα. Η άνοιξη δείχνει να οδεύει προς το τέλος της. Ο ήλιος, ορισμένες φορές ιδιαίτερα ζεστός, σου επιτρέπει την έξοδο για μέρη που αγαπάς και σε συγκινούν. Πάντα διατηρείς την κρυφή ελπίδα ότι θα ανακαλύψεις κάτι καινούργιο. Συχνά συμβαίνει αυτό, γεγονός που σε γεμίζει με μεγάλη χαρά.
Οι επισκέψεις σε αρχαία μνημεία καταλαμβάνουν την πρώτη θέση. Κάτω από το λαμπρό φως, βλέπεις ορισμένες λεπτομέρειες, που δεν είχες προσέξει την προηγούμενη φορά. Πιθανότατα, συμπεραίνεις, οφειλόταν στην ψυχολογία της στιγμής.
Το ερώτημα, κάποια στιγμή, φάνηκε εύλογο. Πώς περνούσαν, άραγε, οι πρόγονοί μας τέτοιες μέρες;
Στο μυαλό μου φέρνω ασυναίσθητα το περιεχόμενο μιας επιστολής του τέλους του 1469. Από τότε που την πρωτοδιάβασα, πριν από τέσσερις περίπου δεκαετίες, με είχε εντυπωσιάσει. Περιγράφει, με τρόπο μοναδικό, μια μέρα σαν τη σημερινή.
Συντάκτης της είναι ο γνωστός λόγιος Μιχαήλ Αποστόλης που ζούσε τότε στην Κρήτη και επιδιδόταν σε φιλολογικές έρευνες. Παραλήπτης της, ο Eμμανουήλ Aδραμμυτηνός, δάσκαλος του Pico della Mirandola αλλά και του Άλδου Μανούτιου, δύο κορυφαίων μορφών της βενετικής πνευματικής ζωής της εποχής. Στην επιστολή, περιγράφει με ζωηρά χρώματα ένα ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει στην Ιεράπετρα, λίγους μήνες πριν.
Ο Μιχαήλ Αποστόλης, μαζί με παρέα φίλων του από τον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, στις 19 Μαΐου 1469 οργάνωσαν ταξίδι για να επισκεφθούν την Ιεράπετρα. Αυτή, ήταν ένα χωριό τότε, στη νοτιοανατολική Κρήτη. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, το 1636, είχε 1478 ψυχές. Εδώ, διεξαγόταν μεγάλο πανηγύρι, με την ευκαιρία της γιορτής του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο ίδιος προσωπικά δεν ενδιαφερόταν για το πανηγύρι αλλά είχε άλλες σκέψεις στο μυαλό του. Επιθυμούσε να δει από κοντά την αρχαία πόλη.
Ύστερα από το επίπονο ταξίδι, πάνω σε ένα μουλάρι, έφθασε τελικά στον προορισμό του. Ήταν παραμονή του Αγίου Κωνσταντίνου και οι ετοιμασίες για το πανηγύρι είχαν ξεκινήσει. Μέσα στη φοβερή ζέστη που επικρατούσε περιηγήθηκε στο χωριό. Στη συνέχεια, αν και ένιωθε κουρασμένος, θέλησε να επισκεφθεί τα ερείπια της αρχαίας πόλης, που ήταν φημισμένη την αρχαιότητα. Φλεγόταν, γράφει χαρακτηριστικά, από τον πόθο να δει τα αγάλματα: «τῷ πόθῳ τῆς θέας τῶν ἀγαλμάτων ῥωννύμενος».
Για ώρα, κάτω από τον καυτό ήλιο, τριγύρισε στον χώρο. Το θέαμα που αντίκρισε τον αποζημίωσε με τον καλύτερο τρόπο. Προς στιγμή, σημειώνει, αισθάνθηκε ότι έγινε ένας άλλος Ανταίος ή Ηρακλής.
Παραθέτω, σε δική μου ελεύθερη απόδοση, τη συνέχεια της επιστολής:
«Ω, γένος Ελλήνων, από τα χέρια του Δαίδαλου, του Φειδία και του Πραξιτέλη και από όλους τους άλλους, που στην εποχή αυτή έχουν γίνει ανδριαντοποιοί και σκαλιστές της πέτρας. Νομίζω πως όλοι εκείνοι οι άνδρες δεν γεννήθηκαν όπως εμείς αλλά από ουράνιους θεούς, οι οποίοι έδωσαν θεϊκή πνοή στην ψυχή τους και τους δημιούργησαν ώστε να κατασκευάζουν τέτοια πράγματα. Ω, παιδί μου, με τα ιερά λόγια και τις απόψεις μου για το θείο, νόμιζα πως δεν έβλεπα λίθινα και αγάλματα αλλά ανθρώπους που σχεδόν μου μιλούσαν και πως ακουμπούσα τις σάρκες τους και όχι την πέτρα. Πόσα είδη γλυπτών μορφών δεν έχουν αποτυπωθεί στα μάρμαρα εκείνα. Πόση ευθύτητα και λείανση είχαν οι κίονες. Πόση αρμονία και διαύγεια είχαν οι λίθοι και γενικότερα η τέχνη όσων τα κατεργάστηκαν. Ποιος τεχνίτης θα μπορούσε με την πλάνη του να κάνει τα ξύλα τόσο λεία; Ποιος ζωγράφος με το κόκκινο χρώμα ή οποιοδήποτε άλλο τόσο ζωηρά;»
Συνεχίζοντας τη διήγησή του, εξέφραζε την απογοήτευσή του για την εικόνα εγκατάλειψης που εμφάνιζε η περιοχή. Την κύρια ευθύνη, όπως αποφαίνεται, επωμιζόταν η Βενετία, που δεν είχε φροντίσει να εκμεταλλευτεί την επίκαιρη θέση της, μεταξύ Συρίας και Λιβύης.
Την περιγραφή του, έκλεινε, με τη μελαγχολική διαπίστωση: «Kαὶ ταῦτα μὲν ἅλις». Μέσα σε μόλις τέσσερις λέξεις επισήμαινε, εύγλωττα, τη φθαρτότητα όλων των πραγμάτων και την αναπόφευκτη παρακμή.
Ύστερα από την περιήγηση ήλθε η ώρα του φαγητού για τον Μιχαήλ Αποστόλη. Μαζί με την παρέα του κατέφυγαν στο κοντινό φρούριο, που είχε κατασκευάσει η βενετική εξουσία, προκειμένου να προστατεύεται από τις εχθρικές επιθέσεις. Εκεί, αφού καταβρόχθισαν με βουλιμία λίγα ψάρια, βρήκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν.
Προς το δειλινό, ορισμένα άτομα της παρέας τράβηξαν για το πανηγύρι, με σκοπό να διασκεδάσουν. Ο ίδιος, με κάποια άλλα, αποσύρθηκαν για ύπνο στο φρούριο. Την επομένη, ημέρα της γιορτής του Αγίου Κωνσταντίνου, χρειαζόταν να είναι ξεκούραστος για να πραγματοποιήσει επισκέψεις του και σε άλλους χώρους της περιοχής. Ο στόχος του, πάντοτε, ήταν ο ίδιος: να δει τα αρχαία μνημεία.
Έτσι, ξύπνησε νωρίς το πρωί και, μαζί με δύο φίλους του, τράβηξαν για την Επισκοπή.
Οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι του, φαίνεται πως είχαν διαφορετικά ενδιαφέροντα. Συνέχισαν να απολαμβάνουν το πανηγύρι της Ιεράπετρας, το οποίο αποτελούσε πόλο έλξης για πολλούς κατοίκους της περιοχής.
Αργότερα, έσμιξε όλη η παρέα και κατευθύνθηκε προς το φρούριο της Βεβυθισμένης, τον σημερινό Άγιο Νικόλαο.
Το κείμενο, που μόλις παρατέθηκε, αποτελεί κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα που διαθέτουμε για τον τρόπο πρόσληψης του αρχαίου κόσμου κατά την αναγεννησιακή εποχή. Είναι εντυπωσιακές οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο επιστολογράφος για την περιγραφή των συναισθημάτων του από το θέαμα των αγαλμάτων που αντίκριζε μπροστά του. Για μια στιγμή νόμισε πως είναι άνθρωποι έτοιμοι να μιλήσουν μαζί του. Ένιωθε ότι ψηλαφούσε γυμνές σάρκες και όχι άψυχη πέτρα.
Τις αρχαιότητες αντιμετωπίζει ως καλλιτεχνικά έργα με μεγάλη αισθητική αξία, εγκωμιάζει το πολύτιμο υλικό κατασκευής τους, την τεχνική αρτιότητα, την πλαστικότητα των μορφών που αναπαριστούν και εκθειάζει τους δημιουργούς τους.
Ειδικά, ως προς τους τελευταίους, δεν διστάζει να τονίσει κατηγορηματικά πως ήταν Έλληνες και να αναφερθεί σε συγκεκριμένα, φημισμένα ονόματα του παρελθόντος: Δαίδαλος, Φειδίας, Πραξιτέλης.
Όλες οι παραπάνω, καίριες επισημάνσεις, το επαναλαμβάνω, είναι γραμμένες το 1469.
Ο Μιχαήλ Αποστόλης, με βάση τις κρίσεις που διατυπώνει, αναδεικνύεται ουσιαστικά σε πρώιμο κριτικό της αρχαίας τέχνης. Οι επιδράσεις, από τις συζητήσεις που διεξάγονταν εκείνη την περίοδο στη Βενετία για τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του αρχαίου κόσμου, είναι εμφανείς.
Ήταν η περίοδος που είχε ξεκινήσει η μελέτη των μνημείων του αρχαίου κόσμου αλλά και το αναπόφευκτο κίνημα του συλλεκτισμού, με τις αποσπάσεις αντικειμένων για τη δημιουργία μικρών αρχαιολογικών συλλογών. Κάθε βενετός ευγενής της εποχής την είχε ορίσει ως σκοπό της ζωής του. Το μεγαλύτερο τμήμα των αντικειμένων των αρχαιολογικών συλλογών που άρχισαν σταδιακά να δημιουργούνται στη Βενετία είχε ως χώρο προέλευσης την Κρήτη.
Ο χώρος της αρχαίας Ιεράπετρας, σε όλη τη βενετική περίοδο, αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμος σε αυτού του είδους τις αναζητήσεις. Διέθετε μάλιστα δύο σημαντικά πλεονεκτήματα για τους συλλέκτες της εποχής. Ήταν πλούσιος σε αρχαιότητες και δεν απείχε μακριά από τη θάλασσα του νότου. Αρκετά συχνά προσέγγιζαν τις ακτές γαλέρες, φόρτωναν σχετικά εύκολα αρχαιότητες, τις οποίες ακολούθως μετέφεραν στη Βενετία. Ένα σημαντικό τμήμα των εκθεμάτων του σημερινού Museo Archeologico Nazionale di Venezia προέρχεται από εδώ.
Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης κατάγεται από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού. Είναι Ιστορικός, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)