Κείμενο Γεώργιος Χουστουλάκης
Mε τις ρίζες του στην αρχαιότητα
Μπορεί να έχει ξεχαστεί πλέον στις μέρες μας το ζεύκι, αλλά έχει μείνει όμως στους παλιούς σαν μια όμορφη ανάμνηση, μάλιστα με πολύ ζωηρά χρώματα! Δυστυχώς οι νεώτεροι δεν έχουν εμπειρίες για το πώς ακριβώς γινόταν το ζεύκι παλιά, που ήταν φυσικά ένα φαγοπότι, ένα ξεφάντωμα στην εξοχή με όλη τη παρέα! Επειδή δεν γνωρίζουν οι νεότεροι το πως ακριβώς πραγματοποιούσαν το ζεύκι οι παππούδες μας, και γενικά οι πρόγονοί μας ανά τους αιώνες, για ποιό σκοπό, εμείς επιστρατευθήκαμε να βρούμε κάποιες πληροφορίες από ηλικιωμένους!
Για να έχουμε βέβαια λεπτομερή αναφορά, οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να μας πούν σήμερα κάποια πράγματα για το ζεύκι και να έχουν βάση, θα πρέπει σήμερα από 90 χρόνων και πάνω!
Ιδανικός για να μας πληροφορήσει και σε αυτό το θέμα, είναι φυσικά και πάλι, ο κ. Μύρωνας Μαραγκάκης από τη Γαλιά!
Πριν όμως αρχίσουμε να μιλάμε για το παλιό ζεύκι, θα πρέπει αναγκαστικά να αναφερθούμε στον Θεό Δία ή Ζεύς, μιας και ήταν θεός της φιλοξενίας, και για αυτό έχει άμεση σχέση. Ο Δίας λέει η παράδοση εγενήθηκε στη Κρήτη, σε ένα σπήλαιο, στο Ιδαίον Άνδρον, στο όρος Ίδη ή Ψηλορείτης.
Τουρκικά το ζεύκι ή ζέφκι είναι zevk, μιά και αυτό γινόταν και επί τουρκοκρατίας, ωστόσο υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την ελληνικότητα και ως προς την ετυμολογία της λέξης “Ζεύκι”.
Κάποιοι αναλυτές σε εκπομπή “Αλάτι της γής” ισχυρίζονταν πως προέρχεται από το ρήμα ζεύγνυμι, που σημαίνει αντάμωμα.
Άλλοι πάλι αναλυτές ισχυρίζονται πως προέρχεται από το ρήμα ζάω, που σημαίνει είμαι στην ακμή της ηλικίας μου.
Χωρίς να είναι εξακριβωμένο, “ζεύκι” ίσως σημαίνει και ευκή στο Ζεύ, καθώς αυτό γινόταν στην αρχαιότητα με θυσίες αρνιών υπό μορφή δέησης.
Μετά τη δέηση πρός τον Δία, έψηναν στα κάρβουνα το σφάγιο, και το έτρωγαν όλοι μαζί σαν μια παρέα.
Οι δεήσεις προς τον Δία, μπορεί να ήταν και παρακλήσεις ή τάματα για να έχουν αίσιο αποτέλεσμα αλλά και την εύνοια του Θεού.
Πως όμως γινόταν το ζεύκι στη Κρήτη;
Ο γράφων δεν πρόλαβε το παλιό ζεύκι, μια και στη Μεσαρά καταργήθηκε περίπου το 1955, και δεν είχα ακόμα γεννηθεί, αλλά θα έχουμε όμως μια ζωντανή μαρτυρία και θα μας τα διηγηθεί με δικά του λόγια, ο κος Μύρωνας Μαραγκάκης, ο γνωστός Μαραγκομύρος 95 χρόνων σήμερα:
*Το ζεύκι ήταν μια κοινωνική εκδήλωση, δηλαδή συνεστίαση με φαγοπότι και ακολουθούσε γλέντι, και αυτά όλα γινόταν στην εξοχή.
Τη συνεστίαση αυτή αποτελούσαν συγγενείς ή φιλικές οικογένειες, ακόμα και περιπτώσεις βαπτίσεων ή αρραβώνων κλπ. Γινόταν όμως και τη πρωτομαγιά αλλά και σε θρησκευτικές εορτές του Καλοκαιριού, όπου οι συνεστιάσεις γινόταν σε εξωκλήσια του χωριού.
Οι προετοιμασία για ένα ζεύκι άρχιζε μερικούς μήνες νωρίτερα.
Ανάλογα με τον αριθμό των συνεστιαζομένων, ήταν ανάλογη και η προετοιμασία.
Έπρεπε να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα σφαχτά, αρνιά κατσίκια ή γουρουνόπουλα, που ήταν κυρίως από τα οικόσιτα ζώα, κι αν δεν υπήρχαν, ο διοργανωτής κατέβαινε στη ζωαγορά, (και εδώ ήταν των Μοιρών), ή τα αγόραζε από κάποιο βοσκό της περιοχής.
Απ΄την παραμονή έσφαζαν τα ζώα, τα προοριζόμενα για το ζεύκι. Στη συνέχεια τα τεμάχιζαν στα τέσσερα, ή και περισσότερα ανάλογα το ζώο, και έκοβαν τα λεγόμενα γουλίδια.
Κάθε γουλίδι το περνούσαν σε μια ξύλινη σούβλα, έβαζαν τα απαραίτητα , κυρίως αλάτι, και ήταν έτοιμο για ψήσιμο!
Ο Κρητικός δεν ήθελε πολλά πολλά μπαχαρικά, σκόρδα ή ρίγανη στα ψητά του, που τα προτιμούσε στην απλή τους μορφή.
Την ημέρα που θα γινόταν το ζεύκι, μαζευόταν όλοι στο σπίτι του διοργανωτή, το πολύ μέχρι τις 9 το πρωί. Βοήθαγαν όλοι και τοποθετούσαν τις σούβές σε ένα μεγάλο κοφίνι, (κανισκάρα), όπου τις σκέπαζαν με ένα σεντόνι για να μην πάνε μύγες. Στη συνέχεια ετοίμαζαν άλλα δύο κοφίνια. Στο ένα έβαζαν τα ψωμιά, που ήταν φρέσκο εφτάζυμο ψωμί στο ξυλόφουρνο. Έβαζαν επίσης τα φρούτα, τα λεμόνια, τις ντομάτες, τα μαρούλια, ή ότι άλλα σαλατικά είχαν. Στο άλλο κοφίνι έβαζαν τα κρασιά που ήταν ή σε φλασκιά, ή σε γυάλινες μπουκάλες με τη ψάθα απέξω. Έβαζαν επίσης και ρακί, λίγα πιάτα ποτήρια και ότι άλλο μπορούσε να ήταν χρήσιμο.
Έπαιρναν μαζί τους και μερικές σεντόνες ή κουρελούδες για να καθήσουν χάμε, και οπωσδήποτε μια στάμνα νερού. Ανα δύο άνδρες έπαιρναν από ένα κοφίνι, και πήγαιναν με τα πόδια, μιά και υπήρχαν μέρη με αρκετές πηγές κοντά σε κάθε χωριό, με δροσερά νερά πηγών, ψηλά δένδρα κυρίως πλατάνια, για να καθήσουν όλοι κάτω από τον δροσερό ίσκιο τους!
Μόλις έφθαναν στον τόπο που είχαν επιλέξει, πρώτη δουλειά τους ήταν να καθαρίσουν καλά το χώρο aπό κλαριά χόρτα, πέτρες ξύλα, αγκάθια κλπ, για να στρώσουν τις κουρελούδες να κάτσουν. Όσοι πάλι ήθελαν, διάλεγαν από τη γύρω περιοχή μιά κατάλληλη πέτρα για να καθίσουν επάνω.
Στη συνέχεια όλοι μαζί πάλι μάζευαν ξύλα, άλλος ψιλά θυμάρια ή ξερά κλαριά, άλλος χονδρά κούτσουρα, για να ανάψουν τη φωτιά για το ψήσιμο!
Το ψήσιμο γινόταν πάντα αντικριστό!
Αφού άναβαν μιά δυνατή φωτιά, έστηναν τις σούβλες κυκλικά, έχοντας πρώτα στήσει πέτρες γύρω – γύρω, ύψους από 20 έως 30 εκατοστά, για να ακουμπήσουν εκεί επένω τις σούβλες. Αντικρυστό, σημαίνει, το ψήσιμο του κρέατος που να είναι απέναντι από τη φωτιά, και φυσικά το κρέας ψήνεται με τη δύναμη της ίδιας της φωτιας, κι όχι απαραίτητα με τα κάρβουνα, όπως γίνεται με το αρνί στη σούβλα! Το ψήσιμο με αυτόν τον τρόπο, διάλεγε ο Κρητικός, γιατί είναι πολύ πιό νόστιμο και υγειηνό, από όλους τους άλλους τρόπους ψησίματος!
Εκτός του ότι ήταν νόστιμο το κρέας του αντικριστού, ψηνόταν και πολύ πιο γρήγορα από ότι ένα αρνί στη σούβλα! Το πολύ σε τρείς ώρες ήταν έτοιμο, χωρίς την απαραίτητη παρουσία κάπου να γυρνά συνεχώς και αδιαλείπτως τη σούβλα, ενώ το αρνί στη σούβλα θέλει μέχρι και 6 ώρες ή και παραπάνω συνεχών περιστροφών! Εδώ στο αντικριστό, απλά ήθελε μονάχα κάπου – κάπου να φωνάζουν κάποιο από τα παιδιά να γυρίσει τις σούβλες, που πολλές φορές για να σταθούν εκεί που πρέπει, τις στερέωναν με πέτρες ή ξύλα.
Τι ήταν το κοντοσούβλι;
Της σούβλες, επειδή ήταν κοντές, τις έλεγαν και κοντοσούβλια, και ήταν συνήθως από κοντούς βλαστούς της μουριάς ή βέργες από αγριελιά. Σε κάθε κοντή σούβλα έκαναν με το μαχαιράκι μια μύτη μπροστά, και τρυπούσαν το κρέας σε δύο σημεία από όπου περνούσαν τη σούβλα, βάζοντας από ένα γουλίδι στη κάθε μιά.
Το κρέας στο τέλος επάνω σε φύλλα λεμονιάς!
Οι γυναίκες φρόντιζαν για όλα τα άλλα, να φτιάξουν δηλαδή τις σαλάτες στις λεκανίδες, να φέρουν νερό στις κανάτες κλπ. Έφερναν επίσης πολλά λεμονόφυλλα σε ένα καλαθάκι, τα οποια άπλωναν κάπου εκεί στα στρωσίδια, και μόλις ήταν το κρέας ψημένο καλά, το έφερναν οι ψήστες, και το ακουμπούσαν επάνω στα φύλλα λεμονιάς!
Αν υπήρχε η δυνατότητα, οι γυναίκεςμ μπορούσαν να κάνουν καιδυό τρείς τηγανιές πατάτες. Έτρωγαν κυρίως με τα χερια., Σπάνια κουβαλούσαν πηρούνια. Έκοβαν και τα γουλίδια σε μεγάλες χορταστικες μερίδες, και καμιά φορά τις έβαζαν και σε μιά ή δυό μεγάλες πήλινες λεκανίδες, και από εκεί έπαιρναν μεζέδες όλη η παρέα!
Τα φύλλα λεμονιάς κάποτε είχαν την τιμητική τους, και πάντα όταν ήταν να βάλουν στο ταγάρι ψητό κρέας για την εξοχή, ή κοτόπουλο για την ολοήμερη σχολική εκδρομή με λεοφορείο του μαθητή, του το έβαζε η μητέρα στα λεμονόφυλλα.
Κάθε παιδί την ώρα του φαγητού, κάθιζε μαζί με τον φίλο του παρέα και τρώγανε από κοινού τα φαγητά τους!
Ακόμα και στο μπάνιο των παιδιων, στο νερό που έβραζε η μητέρα, έβαζε και φύλλα λεμονιάς, δάφνης κλπ, για να έχει άρωμα το νερό, και το παιδί της να μυρίζει ωραία!
–Kοπχιάσετε να καθίσουμε όλη η παρέα!
Ο διωργανωτής σαν ψηνόταν το κρέας, και οι γυναίκες είχαν ετοιμάσει και τις σαλάτες, φώναζε δυνατά: “Κοπχιάστε παρεα να πάρωμε ένα μεζέ, να πχιούμε ένα κρασί”!
Όλοι τότε πήγαιναν και κάθιζαν κάθε ένας στη πέτρα του, όλοι κοντά γύρω -γύρω από το κρέας, και άρχιζε το φαγοπότι!
Με το μαχαίρι στο χέρι ο κάθε ένας, έπαιρνε από ένα γουλίδι έκοβε και έτρωγε, ενώ ο κεραστής είχε αναλάβει να κερνά κρασί! Ο κεραστής της παρέας, μπορεί να ήταν αγόρι, αλλά μπορεί και κορίτσι! Με τη μπουκάλα στην αμασχάλη, έκανε κύκλους κάθε τόσο και κέρναγε τη παρέα όλη!
Το φαγοπότι συνοδευόταν από συνεχείς ευχές:
Βήθειά μας οι Θεοί, παλιοί και νέοι!
Ανάλογα την αιτία του ζεύκι, ήταν και οι ευχές, πάντως δεν ξεχνούσαν και τους παλιούς θεούς, όπου ο οργανωτής πρώτος σήκωνε το ποτήρι προς το κόσμο και έλεγε:
“Βοήθεια μας οι Θεοί, παλιοί και νέοι”!
Στο κεραστή καθώς κέρναγε με τα πήλινα ή αλουμινένια κάπελα, του πρόσφεραν όλοι και από ένα μεζέ, σκουντρούσε το κύπελλο με τη παρέα, και φυσικά έπινε και εκείνος κρασί!
Αν και δεν καθόταν κάτω να φάει ο κεραστής, εν τούτοις τις περισσότερες φορές, έτρωγε περισσότερο κρέας εκείνος, από τους άλλους που ήταν καθιστοί!
Σιγά – σιγά αρχίζει το γλέντι!
Το φαγοπότι συνεχίζεται με τραγούδια, ιστορίες, ανέκδοτα, αστεία και καλαμπούρια, μέχρι το τέλος της ημέρας!
Όλοι είναι χορτασμένοι, χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, γιατί ο παλιός κρητικός λάτρευε το φαγητό στην εξοχή, όπως και το αγνάντεμα! Να κάθεται και να απολαμβάνει της ομορφιές της φύσης! Ίσως για αυτό οι Κρητικοί είναι ευαίσθητοι άνθρωποι!
Λίγο πρίν τη δύση του ήλιου, μάζευαν τις άδειες μπουκάλες, τα κοφίνια και τα στρωσίδια, έσβηναν και τα υπολέίμματα φωτιάς, και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής για το χωριό!
Λίγα λόγια από την μυθολογία για τον Δία
Από ότι γνωρίζουμε από τη μυθολογία, από την αρχαία ελληνική εγκυκλοπαίδεια του Γιάννη Λάμψα, η Ρέα, που ήταν γυναίκα του Κρόνου, ανέθεσε την επίβλεψη του νεογέννητου γιού της Δία, στους Κουρήτες, για να τον φυλάνε από τις πανουργίες του Κρόνου.
Όταν έκλεγε ο νεογέννητος Δίας, για να μην ακούγονται τα κλάματα, οι Κουρήτες χτυπούσαν δυνατά τις ασπίδες τους με τα δόρατα. Τα καθήκοντά τους ήταν να φυλάνε τον Δία και τη Ρέα.
Μια νύμφη, η Αμάλθεια, ανέλαβε να δίνει το γάλα της στο μωρό, που λέγεται πως ήταν κατσίκα! Υπήρχαν λέει η μυθολογία και άλλες νύμφες στην υπηρεσία του Δία. Αργότερα ο Δίας σα μεγάλωσε, έφτιαξε μια ασπίδα από το δέρμα της κατσίκας που την ονόμασε “Αιγίδα”! Όταν σήκωνε ψηλά την ασπίδα του, τότε η άνθρωποι ήταν υπό την προστασία του! Έ τσι ακόμα και σήμερα σε διάφορες εκδηλώσεις για κάποιο έργο ή δωρεά κλπ, λένε πως έγινε με την αιγίδα του τάδε! Όταν πάλι κατέβαζε ο Δίας την ασπίδα, την αιγίδα δηλαδή κάτω, σήμαινε καταιγίδα, οπότε τότε ερχόταν μεγάλη καταιγίδα!
Οι Κουρήτες ήταν πέντε, που λεγόταν και ” πέντε Δάχτυλοι”, ή “Ιδαίοι Δάχτυλοι”.
Η παράδοση τους ταυτίζει με τους Κουρήτες, και δίνει και τα ονόματα των πέντε Δαχτύλων: Ηρακλής (όχι ο συνώνυμος ήρωας), Παιωναίος, Επιμήδης, Ιάσιος και Ίδας. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία ήταν ο Ηρακλής. Οι πέντε αυτοί Δάκτυλοι, ίδρυσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες!
Ο Ηρακλής πρότεινε στους άλλους τέσσερις να κάνουν αγώνες δρόμου καθώς πρόσεχαν τον μικρό Δία για να διασκεδάσουν και λίγο. Μετά τη λήξη των αγώνων, ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωνε τους νικητές. Στη συνέχεια, πρότεινε να τελούνται οι αγώνες αυτοί κάθε πέντε χρόνια, όσοι ήταν και οι Ιδαίοι Δάχτυλοι!
Το ζεύκι ήταν πολλά πράγματα μαζί
Το ζεύκι ήταν πολλά πράγματα μαζί, ανάλογα το σκοπό της πραγματοποίησής του.
Ήταν διασκέδαση, ήταν ευχαρίστηση, ήταν ομοψυχία, αδελφοσύνη, φιλοξενία, ήταν ανάγκη και λύση για τον φτωχό, ήταν όπως προαναφέραμε ακόμα και ένα “ευχαριστώ” πρός τους Θεούς!
Η περιοχή του Ψηλορείτη μια και γεννήθηκε ο Δίας στο Ιδαίον Άνδρον, έχει ταυτιστεί με την ιστορία που σχετίζεται με τον Δία, και κάποιοι λένε πως ακόμα και το χωριό Κούρτες που είναι κοντά, έχει σχέση με τους Κουρήτες, χωρίς να είναι αυτό τεκμηριωμένο.
Επίσης θεωρείται πως οι Κρήτες προέρχονται από τους Κουρήτες, που ήταν οι πρώτοι κάτοικοι.
Στη Γαλιά υπάρχει ακόμα παλιό καφενείο, που δουλεύει ακόμα, και απ’ έξω έχει επιγραφή:
ΚΑΦΦΕΝΕΊΟ ” ΤΟ ΙΔΑΊΟΝ ΆΝΔΡΟΝ” ΣΤΥΛ. ΔΡΟΥΓΚΆΚΗ!
Δείχνει και αυτό, πως για τους ντόπιους δεν περνάει απαρατήρητο το σπήλαιο αυτό αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία!
Ένα πάντως είναι σίγουρο, πως ολόκληρη η Κρήτη έχει κρατήσει σαν πανάρχαια παράδοση τη φιλοξενία, χάρη του Ξένιου Δία, που θεωρείται ο Θεός της φιλοξενίας!
Υπήρχαν πολλά κοινά από τις αρχαίες εκείνες τελετές, με τις νεότερες εκδηλώσεις και συνεστιάσεις με το ζεύκι. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν παρέλειπαν να αναφερθούν στους Θεούς, “παλιούς και νέους”!
Όταν κάποιος μεγαλοαγρότης του πήγαινε καλά η σοδειά, στα αλωνίσματα για αν ευχαριστήσει και εκείνος τους Θεούς, έστηνε στην εξοχή ένα φαγοπότι τον Αύγουστο, για να δείξει έτσι και την ευχαρίστησή του πρός του αυτούς, αλλά παράλληλα να δείξει και στους εργάτες του, ότι έμεινε ικανοποιημένος από την εργασία τους! Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και τον Σεπτέμβριο στα αμπέλια.
Από την άλλη πάλι, άν κάποιος πολύ φτωχός δεν έχει ευκολίες στο σπίτι να κάνει ένα τραπέζι στους κουμπάρους του στον αρραβώνα, ή στους συντέκνους του στη βάφτιση, δεν είχε και την οικονομική δυνατότητα, η μόνη λύση και εδώ ήταν το ζεύκι στην εξοχή!
Ζεύκι επίσης έκαναν και σε γιορτές κυρίως στα ξωκλήσια σε Αγίους του Καλοκαιριού.
Ζεύκι έκαναν και την Πρωτομαγιά, είτε οικογενειακές είτε φιλικές, όπου συμετείχαν δύο ή τρείς οικογένειες, για να γιορτάσουν την Άνοιξη και την ομορφιά της Φύσης.
Το ζεύκι βέβαια χαιρόταν ιδιαίτερα τα παιδιά, που εκτός ότι συμμετείχαν ενεργά στις εργασίες με το να φέρνουν κι αυτά ξυλαράκια, γύρναγαν πότε πότε και τις σούβλες με τα ψητά, μια και οι μεγάλοι ή ήταν απασχολημένοι με τις κουβέντες τους ή βαριόταν!
Χαιρόταν ιδιαίτερα την εξοχή τα παιδιά, γιατί δεν έχαναν την ευκαιρία να παίξουν διάφορα παιγνίδια της εποχής, όπως χωστό (κρυφτό) , σκλαβιά (αμπάριζα), ντελιμά (ξυλίκι), μούτσο κλπ. Για να ετοιμαστεί το κρέας μέχρι να ψηθεί, δεν χρειαζόταν απαραίτητα ψήστης, γιατί η όλη εργασία ήταν εύκολη για τον κάθε ένα.
Σήμερα μπορεί να γίνεται φαγοπότι στην εξοχή, αλλά όχι με τον παλιό εκείνο παραδοσιακό τρόπο.
Περισσότερο γίνεται ένα τυπικό φαγοπότι σε στενό οικογενειακό κύκλο, χωρίς γλέντι βέβαια, όχι σε αρραβώνα η βάφτιση, και όχι φυσικά για “ικανοποίηση των Θεών”!
Ίσως μονάχα ένα απλό φαγοπότι τη Καθαρή Δευτέρα, ίσως και τη Πρωτομαγιά, ή καμιά γιορτή, για να περάσει ευχάριστα η μέρα.