Γράφει ο π. Αρσένιος Προκοπάκης
Τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα έζησε στη Λιβυκή Σκήτη της Αφρικής ο μέγας αναχωρητής Όσιος Αρσένιος.
Γεννημένος στη Ρώμη από ευγενείς γονείς κι αναθρεμμένος στα παλάτια της Ρώμης, αφού έτυχε επιμελημένης παιδείας, χειροτονημένος διάκονος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι έγινε δάσκαλος των παιδιών του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, Αρκαδίου και Ονωρίου.
Εκεί στο αυτοκρατορικό κοσμοπολίτικο περιβάλλον, γνώρισε όλη την κοσμική ζωή, την παραζάλη, τη σύγχυση, τη διπλωματία – δηλαδή την ψευτιά, την πονηριά, την υποκρισία- κι έναν τρόπο ζωής που δεν ταιριάζει καθόλου σ’ έναν άνθρωπο με λεπτά και ειλικρινή συναισθήματα.
Κατάλαβε, λοιπόν, ο Αρσένιος πως δεν μπορούσε να ζήσει μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον λασπωμένο με αντεκδικήσεις και στοιχειωμένο με ίντριγκες που φτιάχνανε παγίδες ο ένας στον άλλο και δουλεύανε στο αφεντικό τους τον Σατανά, ενώ υποκριτικά λέγανε πως πιστεύουνε στον αληθινό Θεό.
Γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό με δάκρυα να του ανοίξει τα μάτια να δει ποιον δρόμο θα ‘πρεπε ν’ ακολουθήσει για να σωθεί.
Και ο Θεός, που γιατρεύει τις πονεμένες καρδιές εκείνων που τον παρακαλάνε με πόθο, έδωσε και στον πιστό δούλο Του το φάρμακο:
– Αρσένιε, του είπε, Φ(ι) Κ(άππα) Σ(ίγμα), δηλαδή: Φεύγε Και Σώζου!
Στη σημερινή εποχή, που όλοι δουλεύουμε του πονηρού και μας τυλίγει μια σκοτεινή αντάρα, χωρίς να ξέρουμε κατά πού πάμε, ο ένας φωνάζει στον άλλο να σωπάσει για ν’ ακουστούνε οι κουταμάρες του, ο άλλος ντελαλίζει την πραμάτεια του, μια πραμάτεια παρμένη από ξένες αγορές, από τη μια γιατί του τη δώσανε σε τιμή ευκαιρίας -μπορεί και τσάμπα- ή γιατί ‘χει πέραση, ενώ, από την άλλη αγνοεί και ξεπουλά τους θησαυρούς των γονιών του αντί πινακίου φακής.
Ο άνθρωπος στέκεται βαθιά ντουχιουντισμένος και το μόνο πολλές φορές που περιμένει ν’ ακούσει από τον άλλο, σ’ αυτή του την παραζάλη, είναι Φ.Κ.Σ.: Φεύγε Και Σώζου.
Ό,τι, δηλαδή άκουσε ο Όσιος Αρσένιος από το στόμα του Θεού.
Βέβαια, η διαφορά μας από τον Όσιο Αρσένιο είναι τεραστία.
Να φύγουμε, μα πού να πάμε για να σωθούμε;
Εκείνος έφυγε από την πολυθόρυβη πόλη της Κων/πολης και πήγε μέσα βαθιά στους έρημους τόπους της Λιβύης, αποσπασμένος από τον κόσμο, τυλιγμένος το απλό ένδυμα του μοναχού, με μόνη συντροφιά την ξεραΐλα της ερήμου και τα’ αγριοπούλια για να σωθεί.
Μα ακόμη κι εκεί δεν βρήκε αυτό που ήθελε.
Γι’ αυτό συνέχισε να κάνει πάλι την ίδια προσευχή.
Και τότε άκουσε ξανά τη φωνή του Θεού να του λέγει: – Αρσένιε, να φεύγεις, να σιωπάς, να ησυχάζεις. Γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας!
Και κάποτε που αντιμετώπιζε τη δαιμονική επίθεση των λογισμών, οι άνθρωποι που τον υπηρετούσαν στάθηκαν έξω από το κελί του και τον άκουσαν να φωνάζει στον Θεό και να λέγει:
– Θεέ μου, μη με εγκαταλείψεις, τίποτα το καλό δεν έπραξα ενώπιόν σου. Αλλά αξίωσέ με να βάλω αρχή νέας ζωής!
Από όλη αυτή την περιπέτεια ενός από τους μεγαλύτερους Αβάδες είναι προφανές το συμπέρασμα:
α) Οτι η φυγή δεν είναι λύση. Πού να πάει κανείς;
Όπου και να πάει κουβαλά μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο εμπειριών και καταστάσεων που διαρκώς του δημιουργούν οχλήσεις με την επίσκεψη των λογισμών.
Και μπορεί κάποιος να έχει φύγει στην πιο βαθιά έρημο και όμως η καρδιά του και παραμένει ακόμη στο κέντρο στην πόλης, έτσι που η έρημος γίνεται πολλές φορές πιο τυραννική κι από τον κόσμο.
Το β) είναι ότι η φυγή αυτή από τον κόσμο, που προτείνεται, δεν βιώνεται τοπικά, αλλά τροπικά.
Όπως η αποστροφή από τον Θεό και η στροφή προς τον κόσμο δεν πραγματοποιείται ´τόπω´, αλλά ´τρόπω´, γιατί ο Θεός ήταν και παραμένει πανταχού παρών, έτσι και η αποστροφή από τον κόσμο και η επιστροφή προς τον Θεό εκλαμβάνεται πρωτίστως τροπικά και όχι τοπικά.