Συνήθιζα νὰ δίνω κρυφὰ σὲ ἕνα ἀναγκεμένο πρόσωπο φαγητό. Ἔδωσα μία Κυριακή τῆς Τυρινῆς καὶ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα δὲν ἔδωσα τίποτα.
Σκέφτηκα: «Τί θὰ δώσω τώρα. Ψωμὶ κι ἐλιές;». Ἔπειτα πῆγα στὴν κατάκοιτη πλέον Γερόντισσα.
Ἐκείνη μὲ κοίταξε στοργικὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔπρεπε νὰ δώσεις φαγητό. Ἄλλη φορὰ θὰ δίνεις ἔστω ἕνα χουφτιδάκι» καὶ μοῦ ἔδειξε μὲ τὸ χέρι της. «Εἶναι ἡλικιωμένο τὸ πρόσωπο»…
Εἶχα ἕνα ὀδυνηρὸ πρόβλημα ὑγείας. Κατὰ καιροὺς ἐμφανιζόταν ἔντονα καὶ ὑπέφερα πολύ. Φαινόταν θεραπευτικὰ ἀξεπέραστο. Μία μέρα πῆγα στὴν κατάκοιτη Γερόντισσα. Φεύγοντας μὲ ἀγκάλιασε καὶ μὲ φιλοῦσε.
Ἔπειτα, ἔκανε μία κίνηση μὲ τὸ χέρι της καὶ σὰν κάτι νὰ ἀφαίρεσε ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ ὑπέφερα. Στὴ συνέχεια ἔκανε μία ἔντονη κίνηση, σὰν νὰ τὸ ἔριξε κάτω μὲ ὁρμὴ καὶ εἶπε:
«Νὰ βγάλω καὶ νὰ πετάξω ἐτούτονε τὸ κομπαλάκι νὰ μὴ σὲ πειράζει»!
Αὐτὸ ἦταν!
Ἡ θεραπεία μου δεδομένη διὰ χειρὸς τῆς Γερόντισσας!..
Ἕνα στενὸ οἰκογενειακό μου πρόσωπο ὑπέφερε ἀπὸ ἕνα αὐτοάνοσο πρόβλημα.
Τὰ φάρμακα δὲν βοηθοῦσαν. Πῆγε μία μέρα στὴ Γερόντισσα.
Δὲν πῆγε γιὰ τὸ θέμα τῆς δυσκολίας ποὺ ἀντιμετώπιζε. Ἐπιθυμοῦσε γενικὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐχή της.
Κάθισε δίπλα στὸ κρεβάτι της.
Αὐθόρμητα ἡ γιαγιά, βγάζει τὸ χέρι ἀπὸ τὴν κουβέρτα καὶ σταυρώνει τὸ ἐπώδυνο σημεῖο τοῦ οἰκείου μου προσώπου.
Αὐτὸ ἦταν!
«Ἰάθη παραχρῆμα» γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς!
Μᾶλλον, διαπίστωσε τὴν πλήρη ἴαση ὅταν ἐπέστρεψε στὴν οἰκία του!..
Μετὰ τὴν Ὀσιακὴ της κοίμηση, τὴν παρακάλεσα μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ δάκρυα.
«Θὰ ἐπικοινωνοῦμε ἢ τελείωσε ἡ μεταξὺ μας σχέση;» τῆς ἔλεγα. Τὸ ἴδιο βράδυ ἦρθε ὁλοζώντανη, ἀστραφτερή, πανέμορφη στὸν ὕπνο μου.
Γενικὰ δὲν δίνω καμία σημασία στὰ ὄνειρα ὡς πεδίο δράσης τοῦ σατανᾶ.
Ὅμως, αὐτὸ ποὺ εἶδα, ἦταν ἀλλιώτικο.
Ἦταν ζωντανό, ξεκάθαρο, γλυκό, ἤρεμο, κατανυκτικό, εἰρηνικό. Τὴν εἶδα νὰ μπαίνει στὸ σπίτι μου μὲ τὴν Μοναχική της φορεσιά.
Κρατοῦσε στὰ χέρια τὸν ξύλινο Σταυρὸ ποὺ συνήθως χρησιμοποιοῦσε.
Μοῦ χαμογελοῦσε καὶ μὲ σταύρωνε στὸ σημεῖο ποὺ παλαιότερα μὲ θεράπευσε ἀπὸ τὸ χρόνιο πρόβλημα ποὺ εἶχα…
Ἔνοιωθα σὰν βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του!
Ξύπνησα καὶ εἶχα ἄρωμα καὶ αἴσθηση παραδείσου!..
Ἄλλοτε, πάλι, τὴν εἶδα ἀκόμα πιὸ νέα. Ἔνοωσα ἀκριβῶς τὰ ἴδια συναισθήματα. Κρατοῦσε ἕνα σιδερένιο καρότσι γεμάτο τυλιγμένα δῶρα!
Τόσα πολλὰ ποὺ ἔπεφταν καὶ τὰ μάζευαν.
Περνοῦσε μέσα ἀπὸ πολὺ κόσμο καὶ χαρούμενη μοίραζε.
Οἱ ἄνθρωποι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ χέρια της καὶ πανηγύριζαν!
Τὸ ἑπόμενο πρωὶ κάποιος μοῦ ἔστειλε στὸ κινητό, μία φωτογραφία ἀπὸ τὸν τάφο της.
Δίπλα ἀκριβῶς, ὑπῆρχε τὸ καρότσι ποὺ εἶδα τὸ προηγούμενο βράδυ ὅτι κρατοῦσε!
Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο!
Μὲ τὰ ἴδια σημάδια!
Κάνανε ἐργολαβικὲς ἐργασίες καὶ βρέθηκε τὸ καρότσι δίπλα στὸν τάφο της!
Ἡ Γερόντισσα, τὸ χρησιμοποίησε σὰν νοερὸ μεταφορικὸ μέσο, γιὰ νὰ μεταδίδει τὴν ἀφθονία τῶν θεϊκῶν δωρεῶν στοὺς ἀνθρώπους!
Ἐκείνων ποὺ τώρα διαχειρίζεται.
Καὶ μοῦ τὸ ἔδειξε, πρὶν δῶ τὴν συγκεκριμένη φωτογραφία!
ΑΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ +
Πηγή: Ηλιας Καλλιωρας