Του Μιχάλη Στρατάκη*
Ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρα μου και σκαλίζοντας τα όσα βρίσκονται σε μια χαρτόκουτα γεμάτη θύμησες, τα μάθια μου, ο νους μου και η ψυχή μου εσταματήσανε σε μια φωτογραφία.
Και όχι μόνο εσταματήσανε, μα εγονατίσανε κι όλας και προσκυνήσανε τηνε.
Σιμώσετε οι φίλοι μου, μα και οι οχτροί μου που ‘χετε αθρωπιά, γιατί έχω να σας διηγηθώ μια ιστορία, πέρα ως πέρα αληθινή, που άμα δεν θολώσει τα μάθια σας, τζάμπα θα σας την έχω αναστορήσει.
Και μη μου γούζεστε που είναι μεγάλο το γραφτό μου. Δεν εμπόρουνα να χωρέσω ετόσηνα αγάπη κι ετόσηνα αθρωπιά, σε λιγότερα χαρθιά.
Θα σας πω για ένα κοπελιδάκι, Γιώργο τονε λένε, που στην τρίτη κι όλας μέρα της ζωής του, γνώρισε τη χειρότερη προσφυγιά που υπάρχει.
Οι γονέοι του δεν τονε θέλανε, κι αυτή ήτανε η προσφυγιά του.
Γιατί, προσφυγιά είναι άμα σε διώχνει το χώμα όπου γεννήθηκες, μα χειρότερη προσφυγιά είναι άμα σε διώχνει η μήτρα που σε γέννησε.
Τριών ημερών προσφυγάκι ήτανε ο Γιώργος.
Στα 1978 η γέννηση και η προσφυγιά του.
Το βυζί της μάνας του εγύρευε, μα ρόγα δεν έμπαινε στο στοματάκι του.
Και δως του κι έκλαιγε.
Από την πείνα, μα κι από το παράπονο.
Στη μια μεριά, γκρεμός έχασκε και στην άλλη βάραθρο.
Αυτός ήτανε ο κόσμος του νεογέννητου κοπελιού.
Και όμως, όταν το σύμπαν είχε σηκώσει τα χέρια μπροστά στο ανείπωτο δράμα, όταν ο μικρόκοσμος του χωριού απέστρεφε το βλέμμα από το μαρτύριο και όταν ο χάρος ετοιμαζότανε να αναλάβει το έργο της λύτρωσης του κοπελιού, εκείνη τη στιγμή η ψυχή του αθρώπου έκαμε το μέγα θαύμα της.
Η ψυχή του αθρώπου, που δεν χωράει στο σύμπαν, μα το σύμπαν ολόκληρο μπορεί να χωρέσει σ’ αυτήν.
Η ψυχή του αθρώπου είχε ονοματεπώνυμο.
Κι ας ήτανε σταυρωμένη στον σταυρό της φτώχειας και του αγώνα.
Ειρήνη Ψαράκη λέγανε την ψυχή και Λευτέρη Ψαράκη λέγανε τον σύντροφο και ζωοδότη της.
Ετούτο το μέγα δύψυχο, ήτανε και οι καμπάνες που εσήμαναν τη λύτρωση του νεογέννητου.
Την τρίτη μέρα από τη γέννησή του, την τρίτη μέρα της προσφυγιάς του.
Ετούτο το μέγα δύψυχο, σήκωσε στις πλάτες του τη μεγάλη απόφαση και τη μέγιστη ευθύνη, να αναστήσει το κοπελιδάκι.
Δεν ήτανε εύκολη η απόφαση, μήτε ελαφριά η ευθύνη, γιατί η κυρά Ρήνη και ο μπάρμπα Λευτέρης είχανε εννιά κοπέλια !
Γιώργος, Βασίλης, Ανδρέας, Μανόλης, Βαγγέλης, Μαρία, Κατερίνα, Μιχάλης, Γιάννης.
Εννιά κοπέλια, που μεγαλώνανε σ’ ένα δωμάτιο, στις εργατικές κατοικίες του Ηρακλείου.
Εκείνο το δωμάτιο, έγινε η φάτνη μέσα στην οποία ξαναγεννήθηκε ο Γιωργάκης.
Έχοντας από πάνω του, να τον ζεσταίνουν με τα χνώτα τους, η κερά Ρήνη, ο μπάρμπα Λευτέρης και τα εννιά κοπέλια τους.
Εθρονιάσανε, που λέτε, το τριών ημερών κοπέλι στο κονάκι τους και πλέον τα εννιά κοπέλια του μπάρμπα Λευτέρη και της κερά Ειρήνης γενήκανε δέκα.
Κανένας ξεχωρισμός του ξένου από τα άλλα.
Μήτε από τους γονέους, μήτε από τα κοπέλια τους.
Τον Γιωργάκη τον δέχτηκαν όλοι όχι απλά με ανυπόκριτη αγάπη, μα σαν να ήτανε το μικρό κομματάκι που έλειπε, για να ολοκληρωθεί το παζλ της απόλυτης ευτυχίας τους.
Όχι ότι δεν υπήρχαν προβλήματα. Κάθε άλλο.
Μεροκαματιάρης ο πατέρας, από τη χαραυγή ίσαμε το σκοτείνιασμα βολόδερνε στη δούλεψη αφεντικών, μα και σε δικές του αγροτικές δουλειές, για εξασφαλίζει το ψωμί και την καλίκωση δώδεκα ψυχών.
Πεθαμένος από την κούραση, τις περισσότερες φορές δεν προλάβαινε να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του και τον έπαιρνε ο ύπνος,
Τον ύπνο δεν είχε χορτάσει στη ζωή του ο μπάρμπα Λευτέρης Ψαράκης.
Εννιά κοπέλια που μεγάλωναν σε μια καμαρούλα, όλα μαζί, δεν άφηναν τα βλέφαρά του να σφαλίξουν για πολλή ώρα.
Και πάνω που βλογούσε το Θεό γιατί τα κοπέλια μεγάλωσαν και, επιτέλους, μπορούσε να κοιμηθεί, ήρθε το δέκατο κοπέλι, το ξενάκι των τριών ημερών, που το ‘διωξε η μήτρα που το γέννησε.
Το κακορίζικο το Γιωργιό, που βρέθηκε προσφυγάκι στο κονάκι των Ψαράκηδων, στις εργατικές κατοικίες του Μεγάλου Κάστρου.
Ξανάρχισε ο μπάρμπα Λευτέρης να στερείται και να λαχταρά τον ύπνο. Έκλαιγε το Γιωργιό. Συνέχεια έκλαιγε.
Λίγες φορές έκλαιγε γιατί πεινούσε.
Λίγες φορές έκλαιγε γιατί πονούσε.
Τις περισσότερες φορές έκλαιγε τη μοίρα του.
Έκείνο το μοιρολόι ήταν που τρύπωνε στην ψυχή του πατέρα και του απόδιωχνε τον ύπνο.
Ξέρεις τι μαρτύριο είναι, καμάρι μου, να ακούς ένα κοπέλι νεογέννητο να μοιρολογάται;
Να μη σε αξιώσει ο Θεός να το μάθεις.
Μια μόνο φορά ελύγισε ο πατέρας. Μάτι δεν είχε κλείσει όλη τη νύχτα. Και σαν σηκώθηκε το χάραμα να πάει στο μεροκάματο, ξομολογήθηκε το μαρτύριο του στην κερά Ρήνη.
Κατάκοπη και η ίδια από το ξενύχτι, δεν ήθελε και πολύ να αρπαχτεί από το παράπονο του άντρα της και να κάμει την τρίχα τριχιά.
Ενόμισε πως ο κύρης της της το ‘φερνε απ’ έξω απ’ έξω να διώχνανε το Γιωργιό και εκείνη η υπόνοιά της έκαμε τα μάθια της να γυρίσουν.
”Το κοπέλι επαέ θα μείνει κι εσύ ξα σου. Εσύ διαλέγεις” του ‘πε κι έδειχνε να το εννοεί.
Ξυπνήσανε από τις φωνές τα άλλα κοπέλια και χωρίς να έχουν πολυκαταλάβει την αιτία, σαν από εσωτερική παρόρμηση συγκεντρώθηκαν όλα τους γύρω από το Γιωργιό.
Να το προστατέψουν ήθελαν, χωρίς να ξέρουν από ποιόν.
Έσκυψε το κεφάλι ο μπάρμπα Λευτέρης και έφυγε, χωρίς να βγάλει άχνα.
Το βράδυ που γύρισε, το πρώτο πράμα που έκαμε ήταν να πάρει στην αγκαλιά του το Γιωργιό.
Το κρατούσε ώρα πολλή, σαν κάποιος να ήθελε να του το πάρει.
”Ερήνη, να μου στρώσεις στο αποθηκάκι, εκειά θα κοιμούμαι, γιατί μπορεί εγώ να ενοχλώ το κοπέλι και να μη το αφήνω να κοιμηθεί” είπε στην κυρά του.
Από εκείνη τη νύχτα και ίσαμε που μεγάλωσε το Γιωργιό, ο πατέρας στο αποθηκάκι κοιμότανε κάθε νύχτα.
Αυτό, ποτέ του δεν το ξέχασε το Γιωργιό.
Περνούσανε τα χρόνια, γερνούσανε οι γονέοι και μεγαλώνανε τα κοπέλια. Μεγάλωνε και το Γιωργιό, που πλέον ήτανε ένα σώμα και μια ψυχή με τους ποδέλοιπους.
Σιγά σιγά, αρχίσανε τα κοπέλια να βγαίνουν στα μαρμαρένια αλόνια της βιοπάλης. Πολλά εσπούδαζαν, ταυτόχρονα με το κυνήγι του μεροκάματου. Μόνο το Γιωργιό παρέμενε στο σπίτι, σαν το τελευταίο κλωσόπουλο κάτω από τις φτερούγες της μάνας του. Μικιό ήτανε ακόμη, μα και όσες φορές είπε πως ήθελε να βγει στη δουλειά, οι γονέοι και όλα τ’ αδέρφια του τον κατσάδιαζαν άσχημα γι αυτό που τολμούσε κι έλεγε.
Ολονών τα μεροκάματα κατέληγαν στα χέρια της κυράς Ερήνης. Αυτή είχε το κουμάντο του σπιτιού, αυτή και την ευθύνη. Κατά που αρμόζει στη μητριαρχική Κρήτη.
Κεφαλή του σπιτιού ο άντρας, μα ο λαιμός ήταν, είναι και θα είναι η γυναίκα.
Από το κοινό ταμείο εσπούδασαν τα κοπέλια, από το ίδιο ταμείο εσπούδασε και το Γιωργιό.
Κάθε Σαββάτο, ένα εικοσάρικο έδινε η μάνα στο κάθε κοπέλι, ένα εικοσάρικο έδινε και στο Γιωργιό. Μόνο που το στερνοπαίδι πάντα είχε περισσότερα λεφτά, γιατί όλα τ’ αδέρφια του όλο και του δίνανε από το δικό τους χαρτζιλίκι.
Ένα ένα φεύγανε από το πατρικό σπίτι τα κοπέλια.
Στο τέλος, απέμειναν οι δύο γονέοι και δύο κοπέλια για να τους γηροκομήσουν.
Η Κατερίνα και το Γιωργιό.
Αυτοί οι δύο, όρκο είχανε δώσει να μη φύγουνε από το πλευρό των γερόντων.
Το Γιωργιό, στο μεταξύ, είχε σπουδάσει, δούλευε και μπορούσε να αυτονομηθεί, όπως είχανε κάνει τα αδέλφια του.
Δεν το ‘καμε όμως. Στο φτωχικό σπιτάκι των εργατικών κατοικιών συνέχισε να μένει, ίσαμε που παντρεύτηκε.
Ο μπάρμπα Λευτέρης Ψαράκης επόθανε στα 2004.
Σύθρηνο στο σπίτι των εργατικών κατοικιών. Η μάνα και τα δέκα κοπέλια δε μπορούσαν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε.
Μα πιότερο δε μπορούσε να το πιστέψει το Γιωργιό.
Τόσος ήταν ο πόνος του και τόσο το κλάμα του, που χρειάστηκε η μάνα και τα εννιά αδέλφια του να βρίσκονται συνέχεια δίπλα του για να τον συνεφέρνουν.
Ξενύχτησαν τον νεκρό στό σπίτι.
Όλοι, καταφέρανε να κλέψουν κάποιες ώρες για να σφαλίξουν τα μάθια τους και να ξεχάσουν, έστω για λίγο, τον πόνο τους.
Εξόν από έναν. Το Γιωργιό.
Ήταν ο μόνος που ξαγρύπνησε πάνω από το στερνό προσκεφάλι του μπάρμπα Λευτέρη. Του αληθινού πατέρα του. Ο μόνος.
Και ήταν από τις ελάχιστες φορές, που το προσκεφάλι νεκρού, ήτανε μούσκεμα από δάκρυα ζωντανού.
Δέκα χρόνια αργότερα, επόθανε και η κερά Ρήνη. Στα χέρια της θυγατέρας της Κατερίνας και στην αγκαλιά του Γιωργιού παρέδωσε το πνεύμα.
Και πάλι, ένας μόνο άνθρωπος την ξενύχτησε. Το Γιωργιό. Ο γιός της ο αληθινός. Το κοπέλι που γέννησε η καρδιά της και όχι η μήτρα της. Το κοπέλι του μέγιστου ανθρώπινου Χρέους της. Το κοπέλι που δεν εβύζαξε γάλα, μα που μεγάλωσε βυζαίνοντας αγάπη από έντεκα καρδιές. Το ξενάκι που ανταπέδιδε με αγάπη, την αγάπη που τον είχε αναθρέψει.
Και της κεράς Ειρήνης Ψαράκη το ύστερο μαξιλάρι, μούσκεμα ήτανε όταν τη θάψανε.
Στο στερνό κονάκι της, στο Λουτράκι Μαλεβιζίου, πήρε μαζί της τη μεγαλύτερη ανταμοιβή. Τα πύρηνα δάκρυα του κοπελιού που η ίδια ανάστησε.
Επήγα στο κοιμητήριο του Λουτρακίου.
Αμέσως βρήκα το μνήμα που εγύρευα.
Το γνώρισα από την απόκοσμη λάμψη που ξεπηδούσε από μέσα του.
Και από κάποιον που ήτανε γονατισμένος μπροστά στην ταφόπλακα.
Και εδά, βαστώ στη χέρα μου μια φωτογραφία, τηνε ξανοίγω και γράφω.
Είπα να σας τρατάρω δυό σταλιές βάλσαμο, ίσαμε δυό δάκρυα, σαν επίλογο.
Η μια σταλιά, είναι τούτη η φωτογραφία των Ψαράκηδων, από το Λουτράκι Μαλεβιζίου.
Ο μπάρμπα Λευτέρης, η κυρά Ειρήνη, τα εννιά κοπέλια τους (Γιώργος, Βασίλης, Ανδρέας, Μανόλης, Βαγγέλης, Μαρία, Κατερίνα, Μιχάλης και Γιάνης) και το Γιωργιό, το ξενάκι που σώσανε, αναστήσανε, αναθρέψανε, μα πάνω απ’ όλα αγαπήσανε πιότερο από τον εαυτό τους. Το Γιωργιό, που τους αγάπησε πιότερο από τον εαυτό του και πιότερο απ’ όσο αυτοί τον αγάπησαν.
Εξάνοιγα τη φωτογραφία και έλεγα στον απατό μου ”μαύρε κακομοίρη, πράμα δεν είσαι αφού δε μπορείς να μοιάσεις σ’ αυτούς τους αθρώπους”.
Η δεύτερη σταλιά είναι τούτος ο λόγος:
Άμα ο Θεός ξετέλεψε το σασμό του σύμπαντος κόσμου και των αθρώπων, κι αφού διαρμίστηκε το άγιο εργαστήρι του, έπεσε σε βαθειά στεναχώρια.
Εθώριε τα θαυμαστά έργα των χεριών και των άγιων εργαλείων του και σκεφτότανε μέχρι πότε αυτά τα θαύματα θα παρέμεναν σώα και αβλαβή από την καταστροφική μανία του αθρώπου.
Σκεφτότανε, στεναχωριότανε και αναστέναζε ο πανάγαθος, για πολύ καιρό.
Μια μέρα, το άγιο μάτι του είδε μια γυναίκα φτωχή και κατάκοπη, να βουτά σε μια ανταριασμένη θάλασσα, όπου πνιγότανε ένα κοπελάκι νιογέννητο, που μήτε ο ίδιος εκάτεχε ποιάς μάνας ήταν γέννημα.
Παρακολουθούσε τη γυναίκα που πάλευε με τα θεόρατα κύματα και την είδε μετά από λίγο να βγαίνει στον γιαλό με το μωρό στην αγκαλιά της.
Και όταν την είδε να βάνει το βυζί της στο στόμα του ξένου μωρού και να κλαίει από τη χαρά της που μπόρεσε να το σώσει, τότε μόνο ο Θεός χαμογέλασε και αναστέναξε βαθιά ανακουφισμένος.
”Αφού υπάρχουνε τέτοιοι αθρώποι, μήτε η γη μήτε το σύμπαν κιντυνεύουν” είπε ο Θεός και πάλι χαμογέλασε.
Και λέω κι εγώ «Ετσά αθρώποι, βαστούνε το Θεό στο θρόνο του».
* Ο Μιχαλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς