Του Κωστή Ηλ. Ηλιάκη*
Συνήθως, αναφερόμενοι στον αγώνα τού Εικοσιένα το μυαλό μας πάει στα πρόσωπα και τα γεγονότα τής λεβεντογέννας Ρούμελης και του ηρωικού Μωριά τής Πατρίδας μας. Ξεχνάμε, όμως, ή, ίσως, και το αγνοούμε ότι και ο τόπος μας, η Κρήτη, κι ακόμα ειδικότερα ο νομός μας, το Ρέθυμνο, ουδόλως υστέρησαν σε τόλμη και μεγαλείο, σε ηρωισμούς και θυσίες, σε αγώνες και ολοκαυτώματα στους αγώνες τού Έθνους για την ανεξαρτησία. Και φτάνει εδώ να θυμηθούμε τη μάχη τού Αγίου Ιωάννου (1821), τη μάχη τής Χαλέπας Μυλοποτάμου (Μεχμέτ Αλή- 1822), των Μελάμπων (Αγάς Χάνιαλης- 1822), τούΒαθειακού (1826), το Μελιδόνι (Ιανουάριο 1834), για το Ρέθυμνο μόνο, κατά την κρίσιμη αυτήν περίοδο που μιλάμε.
Στα πλαίσια τού αγώνα για την ανεξαρτησία τού 1821 εντάσσεται και το Ολοκαύτωμα τής Λαμπηνής, που ξετυλίχτηκε στο όγδοο έτος τής εν λόγω Επανάστασης, στον ιερό τούτο χώρο που βρισκόμαστε σήμερα κι εμείς ταπεινοί προσκυνητές. Πρόκειται, ακριβώς, για τη βυζαντινή επισκοπική εκκλησία τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, του 11ου ή 12ου αι.- κατά τον Κων. Καλοκύρη τού 14ου– σταυροειδούς ρυθμού, με κεντρικό τρούλο και ψηλό τύμπανο, άλλοτε κατάγραφη, που σώζονται σήμερα δυσδιάκριτα μόνον ίχνη των παλαιών εκείνων τοιχογραφιών.
Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει η θαυμάσια αγιογραφία τής Πλατυτέρας, στο τεταρτοσφαίριο τής κόγχης τού αγίου Βήματος, όπου αγιογραφείται η Θεοτόκος ως Πλατυτέρα των Ουρανών. Εδώ, λοιπόν, υπάρχει η αγιογραφία τής Παναγίας με τη χαρακτηριστική επιγραφή- εκατέρωθεν τής κεφαλής τής Θεοτόκου- Η ΛΑΜΠΗΝΗ, που σημαίνει, η Παναγία, δηλαδή, που εδρεύει και έχει το ναό της εδώ στην άλλοτε εύανδρο επισκοπική κώμη τής Λαμπηνής, από την οποία και ασφαλώς πήρε το όνομά τής η Παναγία και όχι το αντίθετο, όπως έχει υποστηριχτεί από πολλούς, η Παναγία, δηλαδή, να έδωσε το όνομά της στο χωριό.
Εδώ, λοιπόν, στην εκκλησία αυτήν τής Παναγίας τής Λαμπηνής, καταγράφτηκε μια από τις τραγικότερες σελίδες τής Κρητικής εποποιίας, το περίφημοΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ τής Λαμπηνής, κατά το οποίο κανείς από τους κατοίκους τού συγκεκριμένου χωριού δεν είχε την τύχη να γλυτώσει από την εκδικητική μανία τού περιβόητου στην περιοχή γενίτσαρου Αλμπάνη.
Λαμπάδα λάμπει η Λαμπηνή για το Μνημόσυνό τζη,
Και τ’ ολοκαύτωμα φορεί για φωτοστέφανό τζη.
Η Παναγιά η Λαμπινή τής έδωσε τη λάψη
Που γίνηκεν αναλαμπή την εκκλησιά να κάψει![1]
Τραγουδά ο ντόπιος ποιητής τού Ολοκαυτώματος, Κώστας Απανωμεριτάκης.
Και πρόκειται, τών τις, για ένα όλως ιδιότυπο ολοκαύτωμα με βαθύτατους συμβολισμούς και εξακτινώσεις, αφού η περίπτωσή του έρχεται να συνοψίσει πάνω της τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα από ισάριθμα εθνικής σημασίας, ύψιστα γεγονότα. μιμείται το ηρωικό Αρκάδι ως προς το ολοκαύτωμα, υπομνηματίζει το ενδοξότατο Μελιδόνι ως προς τον τρόπο τής θυσίας και επαναλαμβάνει την Αγιά- Σοφιά τού 1453 ως προς τον θρύλο τής ατέλειωτης Λειτουργιάς. Έχουμε, λοιπόν, ένα γεγονός που καίτοι εξαιρετικής ιστορικής σημασίας όμως, συχνά, το παρατρέχουν ή, στην καλύτερη περίπτωση, το περιορίζουν στα ψιλά γράμματα, οι περισσότερες Κρητικές ιστορίες. Κι’ αυτό, ίσως, γιατί από την αρχή παρέμεινε ένα γεγονός με τοπική περισσότερο σημασία, τα περισσότερα δε και σημαντικότερα στοιχεία αυτού προέρχονται, βασικά, από τη ζώσα τοπική παράδοση.
Μέχρι να καθιερωθούν οι επίσημες αυτές εκδηλώσεις στην επέτειο τού Ολοκαυτώματος και για μια, περίπου, συνεχή εκατονταετία δεν έλειψαν ούτε για μια χρονιά από το χωριό τα κόλλυβα, την ημέρα αυτήν τού αγίου Ευθυμίου. Με μια επιμονή που, πραγματικά, συγκινεί και συγκλονίζει την ψυχή τού ανθρώπου οι χωριανοί έκαναν μεταξύ τους την ημέρα αυτήν μνημόσυνα και απεύθυναν προσευχές στον Ύψιστο για τους ανθρώπους τους που χάθηκαν στο χωριό τους και έγιναν ολοκαύτωμα κατά την ατέλειωτη λειτουργιά, στις 20 Ιανουαρίου τού 1829, διατηρώντας με τον τρόπο αυτόν ολοζώντανη τησπίθα τής παράδοσης. Και θεωρώ την πηγαία αυτήν και απλή πράξη τής ανάμνησης- αυτών των εκατό πρώτων χρόνων από την ημέρα τού Ολοκαυτώματος- βγαλμένη, έτσι, κατ’ ευθείαν μέσα από την ψυχή των Λαμπηθιανών, ως το σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο κομμάτι στην ιστορία τού εορτασμού τής πανήγυρης τούτης.
Πρώτος έκανε ευρύτερα γνωστή τη Θυσία τής Λαμπηνής ο αείμνηστος Βαθιανός δικηγόρος Μιχάλης Μ. Παπαδάκης με επανειλημμένα δημοσιεύματά του από εφημερίδες και περιοδικά[2]. Μαρμάρινη δε πλάκα στην είσοδο τού ναού και σχετικό ηρώο στην πλατεία τού χωριού μάς υπενθυμίζουν σήμερα το θλιβερό αυτό γεγονός τής Θυσίας σε όλο του το μέγεθος, σ’ όλο του το μεγαλείο.
Αλλά καιρός, αγαπητοί μου, να προχωρήσουμε ένα βήμα περισσότερο και να προσεγγίσουμε αναλυτικότερα το ιστορικό τής μεγάλης αυτής και επίσημης ημέρας που εορτάζουμε σήμερα. ήταν 20 Ιανουαρίου τού έτους 1829, ημέρα Κυριακή, που η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τού οσίου Ευθυμίου τού Μεγάλου, όταν ο μεγαλόπρεπος βυζαντινός ναός τού χωριού πυρπολήθηκε, την ώρα τής θείας λειτουργίας, από τους Τούρκους, μαζί με τους εκκλησιαζόμενους μέσα σ’ αυτόν χριστιανούς[3].
Στη Γεωγραφία του ο Εμμ. Σ. Λαμπρινάκης παραδίδει ως έτος τού ολοκαυτώματος τής Λαμπηνής το 1827 αντί τού 1829 που παραδίδει ο Pashley[4].
Ο Μιχ. Παπαδάκης, ακολουθώντας τον Pashley, με μια σειρά ορθών, πιστεύουμε, ημερολογιακών υπολογισμών, αποδεικνύει ότι ο Λαμπρινάκης έχει λάθος και δέχεται ως ορθότερη την άποψη τού πρώτου, που συμπίπτει με ημέρα Κυριακή, δεδομένου ότι η ημερομηνία Κυριακή 20 Ιανουαρίου, ημέρα τού αγίου Ευθυμίου, ως επί τής παραδόσεως στερρώς ερειδόμενη, δεν τίθεται, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, υπό αμφισβήτηση[5].
Στη Λαμπηνή κατοικούσε, τότε, ο μπέης Αλμπάνης, που ήδη αναφέραμε, ένας αιμοβόρος γενίτσαρος, ένας φοβερός δυνάστης γαιοκτήμονας, απόγονος Ενετών φεουδαρχών, που είχαν αλλαξοπιστήσει προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, μετά την κατάληψη τής Κρήτης από τους Τούρκους. Είχε γεννηθεί στη Λαμπηνή σε αρχοντικό που σώζεται ακόμα και σήμερα στη θέση Πετραμώνας και ήταν κάτοχος μεγάλης περιουσίας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε άλλες περιοχές τού νομού, όπως στο Πέραμα, στην Αγία Τριάδα και στο σημερινό Αλμπάνι Μετόχι.
Κατά την επανάσταση του 1821 οι κατακτητές διαισθανόμενοι ότι το κλίμα είχε αρχίσει να βαραίνει παίρνανε περισσότερες προφυλάξεις. Έτσι, κι ο Αλμπάνης έφυγε από την Λαμπινή και κατέβηκε στο Ρέθυμνο για μεγαλύτερη ασφάλεια. Στο χωριό πήγαινε μόνο για την είσπραξη των φόρων. Σε μια από τις επισκέψεις του αυτές έπεσε σε ενέδρα ενός γενναίου συγχωριανού του, τού Φουρογιάννη[6], που τον πυροβόλησε χωρίς, όμως, και να καταφέρει να τον σκοτώσει. Ο Αλμπάνης, τότε, φημιζόμενος για την αγριότητα και τη θηριωδία του, ορκίστηκε να λάβει εκδίκηση.
Έβαλε σκοπό του να σκοτώσει τον Φουρογιάννη και να ξεκληρίσει ολόκληρο το χωριό, θεωρώντας την κίνηση τού Φουρογιάννη υποκινημένη απ’ όλους τους κατοίκους. Στην πραγματικότητα, όμως, το μίσος και η εκδίκηση τού Αλμπάνη λέγεται ότι πήγαζαν από το γεγονός ότι οι χριστιανοί είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται και να καταστρέφουν τις περιουσίες του στη Λαμπηνή παίρνοντας, ίσως, θάρρος από το γενικότερο, τον καιρό εκείνο, γεγονός τού ξεσηκωμού σύμπαντος τού Ελληνισμού κατά της τούρκικης τυραννίας.
Μάζεψε, λοιπόν, μια χειμωνιάτικη νύκτα, ξημέρωμα Σαββάτου προς Κυριακή, στις 20 Ιανουαρίου 1829, τους Τούρκους τής περιοχής του και κύκλωσε την εκκλησία τής Παναγίας, την ώρα που οι χωριανοί εκκλησιάζονταν μέσα σ’ αυτήν. Μερικοί από τους έγκλειστους στον ναό ήταν οπλισμένοι, με τον οπλαρχηγό Καραγιάννη, γιατί, όπως σημειώσαμε, διαρκούσε, ακόμα, η επανάσταση. Θέλησαν να αμυνθούν και έκλεισαν την πόρτα τής εκκλησίας. Λέγεται, μάλιστα, ότι για δυο- τρεις ώρες πρόβαλλαν και κάποια αντίσταση, έγινε μικρή ανταλλαγή πυροβολισμών και σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι.
Οι Τούρκοι τότε, ακολουθώντας τη γνωστή τους μέθοδο κι από άλλες ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος- να θυμηθούμε τα σπήλαια τής Μιλάτου (Χασάν Αγάς- 1823) και τού Μελιδονίου (Χουσεϊν Μπέης- 1824)- μάζεψαν πανιά, κουρέλια κι άχυρα τα μούσκεψαν με άφθονο λάδι, τα άναψαν και τα έριξαν από τα παράθυρα τού τρούλου και τ’ αγιοθύριδα μέσα στην εκκλησιά. Πυκνοί καπνοί γέμισαν ασφυκτικά τον χώρο δημιουργώντας μια εξαιρετικά αποπνικτική ατμόσφαιρα. Έπειτα μάζεψαν ξύλα στην ξύλινη πόρτα τού ναού, έβαλαν φωτιά και την έκαψαν. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, ο Αλμπάνης τους προτείνει να παραδοθούν, υποσχόμενος ότι θα τους προστάτευε από την μανία των ομοεθνών του. Οι Λαμπηθιανοί, όμως, που ήξεραν τι σήμαινε Αλμπάνης, προτίμησαν να πεθάνουν πέρφανοι κι απροσκύνητοι αντί να παραδοθούν.
Τη στιγμή εκείνη, ένας γνωστός τού Αλμπάνη, παιδικός του φίλος, ο Περδικογιάννης, πέταξε έξω από την εκκλησιά τα όπλα των συγχωριανών του, δίνοντας πίστη στην υπόσχεση τού φίλου του. Αμέσως, οι Τούρκοι καταπατώντας, κατά τα ειθισμένα, τον λόγο τους εισέβαλαν στην εκκλησία όπου και κατέσφαξαν όλους τους άνδρες- ορισμένους, μάλιστα, πάνω στην Αγία Τράπεζα- μαζί και τον Περδικογιάννη, τον οποίο, όπως αναφέρει η παράδοση, προσπάθησε να σώσει ο φίλος του ο Αλμπάνης, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαν όλους δέσμιους στο Ρέθυμνο και τους πούλησαν στα εκεί σκαλβοπάζαρα. Τον παπά τού χωριού- Παναγιώτης το όνομά του- με τα άμφια όπως ήταν τον τράβηξαν βίαια από το ιερό θυσιαστήριο και τον μετέφεραν στο Ρέθυμνο, όπου σύρθηκε βάναυσα στους δρόμους τής πόλης, χλευάστηκε, ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε από το πλήθος των Τούρκων. Λίγο αργότερα άφηνε την τελευταία του πνοή, μάρτυς τής πίστεως και της πατρίδας, μέσα σ’ ένα τζαμί στη Σοχώρα[7]. Ένας Χότζας, λέγει και πάλι η παράδοση, τον σπλαχνίστηκε και θέλοντας να τον βοηθήσει, τον έσυρε μέσα προκειμένου να τον προφυλάξει. Ήταν όμως αργά… Η λειτουργία της Παναγιάς τής Λαμπηνής είχε μείνει, για μια ακόμα φορά, ατέλειωτη όπως και τότε, στα 1453, στη Βασιλίδα των πόλεων, για να μαρτυρά στους αιώνες τη μεγάλη θυσία των Λαμπηθιανών ηρώων.
Όταν σημάν’ η σάλπιγγα Δευτέρα Παρουσία
Και συναχθούν οι Χριστιανοί στην κάθε Εκκλησία
Τότε θα παρουσιασθή κι’ ο Άγιο Πελαγιώτης[8]
Ο μάρτυρας τής πίστεως παππάς (sic) ο Παναγιώτης
Στην Παναγία Λαμπηνή την ολοκαυτωμένη
Να κλείσει και τη λειτουργιά τη μισοτελειωμένη
να κοινωνήση τις ψυχές τω χριστιανώ ανθρώπω
που εθυσιαστήκανε σ’ αυτό τον Άγιο τόπο
και να μοιράσει αντίδωρο σαν άγιος Πατέρας[9].
Το αγαθό τής Ελευθερίας θέλει, αγαπητοί μου, αρετή, τόλμη και ευψυχία, θέλει θυσίες, για να αποκτηθεί και προπαντός για να διατηρηθεί.
Λέγεται, ακόμα, ότι μια από τις έγκλειστες γυναίκες, η Μηλιά Μουζουράκη, σώθηκε μαζί με τη δίχρονη κορούλα της, την Εργινούσα, από μια φιλεύσπλαχνη αράπισσα στο Ρέθυμνο και αργότερα, το έτος 1834, διηγήθηκε τις λεπτομέρειες του δράματός τους στον Άγγλο περιηγητή του νησιού μας R. Pashley, ευρισκόμενη στο σπίτι του Αριστείδη Παπαδάκη, στην Πηγή, ο οποίος- κατά την ομολογία του στον φιλοξενούμενό του Pashley- και την αγόρασε με τη δίχρονη κορούλα της από στους Τούρκους[10].
Αυτά, αγαπητοί μου, είναι τα αφορώντα στο Ολοκαύτωμα τής Παναγιάς τής Λαμπηνής και στη λοιπή περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ζοφερών εκείνων χρόνων τού Εικοσιένα. Αυτή η ένδοξη εποχή, αυτό το άπεφθο Εικοσιένα σε όλες του τις προεκτάσεις και εξακτινώσεις- μια των οποίων υπήρξε και το ηρωικό τούτο Ολοκαύτωμα των Λαμπηθιανών μαρτύρων προγόνων μας- ας αναθερμάνουν μέσα μας τη δόξα τής καταγωγής και το βάρος τής ευθύνης. Υπερήφανοι για το παρελθόν, συνειδητοί γνώστες των δυνάμεων και αδυναμιών τού παρόντος, ατενίζοντας μ’ εμπιστοσύνη και αποφασιστικότητα στο μέλλον, ας προχωρήσουμε όλοι μαζί με ευψυχία και τόλμη στον δρόμο τού καθήκοντος και της αυτοεπιβεβαίωσης, έτσι όπως μας τον διδάσκουν οι Μάρτυρες Ήρωες τού εορταζόμενου σημερινού Ολοκαυτώματος τής Παναγιάς τής Λαμπηνής!
Αδέρφια ανάψετε κερί και κάψετε λιβάνι,
Γι’ αυτούς που θυσιάστηκαν μέσα στην εκκλησία,
Για κείνους που χαθήκανε εις την αιχμαλωσία…
(Επίγραμμα: Κ. Απανωμεριτάκη)
[1] Κώστας Απανωμεριτάκης, Ύμνος και Θρήνος, Ρέθυμνο 1978, 3. Βλ. τού ίδιου «Μνήμες και Φήμες – Το Ολοκαύτωμα τής Λαμπινής», Προμηθεύς ο Πυρφόρος 40 (1984), 347- 352. Ιστορικά και τα δυο ποιήματα. Το πρώτο, σημαντικά εκτενέστερο τού δευτέρου, αποτελεί ένα Χρονικό των δραματικών γεγονότων των Ημερών εκείνων.
[2] Μιχ. Παπαδάκη, «Λαμπηνή το χωριό τής θυσίας»,Προμηθεύς ο Πυρφόρος 20 (1980), 177- 191 και ιδιαίτερα τη σελ. 190.
[3] Μιχ. Παπαδάκη, ό.π., 177.
[4] Εμμ. Σ. Λαμπρινάκης, Γεωγραφία της Κρήτης,Ρέθυμνα 1890, 65 Ο Μιχ. Παπαδάκης, που ασχολήθηκε περισσότερο με το ιστορικό γεγονός, θεωρεί ότι ο Λαμπρινάκης έχει λάθος και δέχεται ως ορθότερη την άποψη τού Pashley, που συμπίπτει με Κυριακή ημέρα, δεδομένου ότι η ημερομηνία Κυριακή 20 Ιανουαρίου, ημέρα τού αγίου Ευθυμίου, ως επί τής παραδόσεως στερρώς ερειδόμενη, δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση (Μιχάλη Μ. Παπαδάκι, “Λαμπηνή το χωριό τής Θυσίας”, ό.π, 183).
[5] Μιχάλη Μ. Παπαδάκι, “Λαμπηνή το χωριό τής Θυσίας”, ό.π, 183. Έτσι, από το 1980 έτος δημοσίευσης τού εν λόγω άρθρου τού Μ. Παπαδάκη ως έτος της Θυσίας θεωρείται το 1829. Βλ. και Μιχ. Εμμ. Παπουτσιδάκη, «Δυο τραγούδια για τη θυσία τής Λαμπηνής», Προμηθεύς ο Πυρφόρος 20 (1980), 193.
[6] Μιχάλη Μ. Παπαδάκη, ό.π., 179. Πρβλ. και Αθαν. Απανωμεριτάκη, «Πανηγυρικός λόγος στην επέτειο τού ολοκαυτώματος», εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα,21/1/2005 και Νικολ. Π. Καλιτσουνάκη, «Το Ολοκαύτωμα της Λαμπινής», περιοδ. Ορθόδοξο Μήνυμα, Ι. Μητροπόλεως Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, τ. 57 (Ιαν.- Φεβρ. 2008), 16-19.
[7] Πρόκειται, ασφαλώς, για το Τέμενος στη γωνία των οδών Κορωναίου και Φεραίου, παρά την Σωχώρα, που γκρεμίστηκε στους βομβαρδισμούς τού 1941.
[8] Που ή καταγωγή του, δηλαδή, ήταν από τη γειτονική Αγία Πελαγία.
[9] Μιχ. Εμμ. Παπουτσιδάκη, ό.π., 194.
[10] Rob. Pashley, Travels in Crete, II, London 1837, 120 και Μιχάλη Μ. Παπαδάκη, ό.π., 182. Για την παραπάνω διήγηση της θυσίας τής Λαμπηνής βλ. και στον Στ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 457-58 και Αθαν. Απανωμεριτάκη, ό.π.
Πηγή: ret-anadromes.blogspot.gr
* Το κείμενο του κ. Ηλιάκη είναι η ομιλία που εκφωνήθηκε στις εκδηλώσεις για το Ολοκαύτωμα της Λαμπηνής