Κείμενο: Γιώργος Χουστουλάκης
Ξεκούραση και θρησκευτική ευπρέπεια
Aπ’ τη παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι να περάσουν τα Φώτα, ο αγροτικός κόσμος της Κρήτης τα παλιά χρόνια του ‘60 και κάποιες δεκαετίες πριν τη κατοχή αλλά και μετά, θα κάνει ένα μεγάλο διάλειμμα, και θα φροντίσει να ξεχάσει τι θα πει δουλειά! Aπό την μία θα επιδιώξει τη ξεκούραση τη καλοπέραση, και από την άλλη θα επιδιώξει τη θρησκευτική ευλάβεια, ώστε να είναι και κοντά στο Θεό. Προτού ο κάθε χριστιανός πήγαινε να κοινωνήσει, φρόντιζε να επισκεφτεί αυτόν που τυχόν είχε τσακωθεί, είτε ήταν αδερφός του ή γείτονας και να του πάρει συχώρεση!
Το θρησκευτικό πνεύμα που ήταν χαρακτηριστικό των εποχών, μεγάλωνε όσο πλησίαζαν οι μέρες των γιορτών.
Μετά από εκείνες τις εξαντλητικές και καταπιεστικές δίαιτες, ειδικά για τα παιδιά, και τις κοπιαστικές εργασίες της σποράς, έπρεπε να επακολουθήσει αυτή η μεγάλη ξεκούραση, και να δοθεί έτσι σε όλους η ευκαιρία να το ρίξουν και λιγάκι έξω! Ας θυμηθούμε και τη ταλαιπωρία ειδικά των παιδιών με τις εξαντλητικές δίαιτες, λέγοντας τους πως «άμα νηστεύουν, την Άνοιξη θα βρούνε τη περδικιά» (φωλιά της πέρδικας)!
Πριν ακόμα μπει ο νέος χρόνος, φρόντιζαν οι μεγάλοι να έχουν αγνή και καθαρή συνείδηση, να είναι καθαροί, και έτσι καθαρό να είναι και το νέο έτος . Φρόντιζαν να έχουν ταχτοποιήσει όλες τους τις εκκρεμότητες, ακόμα και τις οικονομικές, γιατί δεν ήθελαν να τους βρει ο καινούργιος χρόνος και να χρωστούν, οπότε κάνανε τα πάντα για να ξοφλήσουν το τυχόν χρέος! Τηρούσαν λοιπόν όλοι, τους κανόνες της ευπρέπειας και της συγνώμης.
Πάντα η αρχή τους ήταν πως ότι κακό θα έκαναν τη πρώτη μέρα του νέου έτους, θα το έκαναν αυτό όλο το χρόνο! Έτσι απέφευγαν να κοιμούνται όλη μέρα, απέφευγαν να μαλώνουν να τσακώνονται και να νευριάζουν. Ήθελαν να είναι χαρούμενοι, να τρώνε να πίνουν και να διασκεδάζουν! Και καλώς ή κακώς, αυτή ήταν η διασκέδασή τους, να σμίγουν με τους κοντινούς συγγενείς, με τους γειτόνους και να κάνουν παρέες και να κάνουν καλαμπούρια.
Το αμίλητο νερό
Ενώ ο νοικοκύρης του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς θα κρεμάσει μια ασκοτιζάρα,(αγριοκρομμύδα) στο τοίχο δίπλα στη πόρτα που συμβολίζει τη μακροβιότητα, ένα παιδί, συνήθως κορίτσι, θα πάρει το σταμνάκι να πάει στη βρύση του χωριού και να φέρει νερό, αλλά στο δρόμο δεν θα βγάλει μηλιά σε κανένα!
Ότι και να του λένε στο δρόμο, εκείνο δεν θα απαντά, μέχρι να φέρει το νερό στο σπίτι. Εκεί θα βάλει σε ένα ποτήρι ή τενεκάκι και με το νερό που θα ρίχνει θα κάμει το σημείο του σταυρού στο κατώφλι.
Μετά το σημείο του σταυρού με το νερό στο κατώφλι, θα μιλήσει εκείνος επιτέλους ή εκείνη που έφερε νερό που λέγεται « αμίλητο νερό»! Η μάνα θα φέρει το Αγίασμα από το φυλαγμένο μπουκαλάκι από το εικονοστάσι, και με αυτό ρίχνοντάς το, θα κάνει και εκείνη το σημείο του Σταυρού μέσα στο δωμάτιο.
Το καλό ποδαρικό
Τεράστια σημασία είχε το λεγόμενο «ποδαρικό» ποιος δηλαδή θα πρωτοπατήσει το κατώφλι του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς και να τους φέρει γούρι! Πάνω σε αυτό θα φέρω ένα παράδειγμα που μου ήρθε στη μνήμη. Μια συμμαθήτριά μου σε μικρές τάξεις στο γυμνάσιο κάποτε, η οποία λόγω οικογενειακής ανέχειας, πήγε η μητέρα της σε υποδηματοποιείο και της πήρε ένα ζευγάρι παπούτσια δανεικά. Της έδωσε όμως η μάνα της λεφτά το τελευταίο Σάββατο πριν το νέο έτος να πάει να ξεχρεώσει τον άνθρωπο. Πράγματι πήγε πρωί – πρωί η μαθήτρια πριν πάει σχολείο, ήταν μόλις άνοιγε το μαγαζί του ο υποδηματοπώλης και του λέει:
-Καλημέρα σας! Μου έδωσε τα χρήματα η μητέρα μου για τα παπούτσια, γιατί δεν θέλει να χρωστάει με το νέο έτος!
-Καλημέρα και σε σένα κορίτσι μου! Καλά έκανε η μητέρα σου και μας τα έφερε, γιατί και εμείς δεν το ‘χουμε σε καλό να μπει ο καινούργιος χρόνος και να μας χρωστούνε!
Το ίδιο όμως βραδάκι του Σαββάτου, πέρασε η σύζυγος του υποδηματοπώλη από το σπίτι της κοπέλας ήταν εκεί απ’ έξω η μητέρα της που έπλενε στο πλυσταριό, και της λέει:
-Καλησπέρα! Είναι εδώ η κόρη σου?
-Ναι μέσα είναι και διαβάζει? Τι έγινε, έκανε τίποτα?
– Όχι, ίσα – ίσα! Μα το γουρλίδικο παιδί είναι η κόρη σας! Απ’ τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο μαγαζί, δε προλαβαίναμε να πουλούμε σήμερο παπούτσια! Μέχρι αργά άδειασε το μαγαζί, πουλήσαμε όλα σχεδόν τα παπούτσια! Λίγο ακόμα και δε θα ‘χαμε παπούτσια να πουλάμε! Να της πεις στη κόρη σου πως τη θέμε να ‘ρθη τη Πρωτοχρονιά πρωί – πρωί να μας κάνει το ποδαρικό!
Πράγματι πήγε η κοπέλα και τους έκανε το ποδαρικό, και το ίδιο έτος μπήκε η μεγάλη κόρη της στο πανεπιστήμιο! Αφού συνέχιζε η μαθήτρια να τους κάνει ποδαρικό στο σπίτι του μαγαζάτορα, τον άλλο χρόνο παντρεύτηκε και η άλλη κόρη τους με ένα καλό γαμπρό και έκανε ένα καλό γάμο! Έτσι με το ποδαρικό του μεθεπόμενου χρόνου ήρθε και το πρώτο εγγόνι, και μέχρι η μικρή να μπει στο πανεπιστήμιο, την έπαιρναν για ποδαρικό εκείνοι και διάφοροι άλλοι, γιατί την κοπέλα αυτή την θεωρούσαν πλέον αναμφισβήτητα «γουρλού»!
Δεν ήταν λοιπόν μονάχα τα αγόρια τα εφτάγερα και όμορφα που ήταν προτιμητέα για να πάνε σε σπίτια και να κάνουν καλό ποδαρικό, και τα κορίτσια μπορούσαν να έχουν ένα πολύ καλό γούρι!
Ακόμα και σήμερα τα παρακολουθούν κάποιοι, όπως έμποροι γιατροί δικηγόροι κλπ αν τους πήγε καλά η χρονιά, σκέφτονται ποιος τους έκανε το ποδαρικό, να τον ξανακαλέσουν να ξαναπάει και το επόμενο έτος!
Ποδαρικό με το εικόνισμα
Ποδαρικό αν ήθελαν κάποιοι στο σπίτι τους, μπορούσε να κάνει και ένα εικόνισμα όπως της Παναγίας. Από βραδύς το πήγαιναν στην εκκλησία, και το πρωί μετά τη Θεία Λειτουργία, το έφερναν για να μπει πρώτο στο σπίτι να τους κάνει ποδαρικό. Οποιοδήποτε εικόνισμα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αλλά συνήθως έπαιρναν για τη δουλειά αυτή ή της Παναγίας ή του Χριστού.
Ποδαρικό με τη πέτρα
Κάποιοι άφηναν από βραδύς μια πλακουτσή πέτρα έξω στο κατώφλι του σπιτιού, για να καθίσει το πρωί εκείνος που θα τους κάνει ποδαρικό. Μόλις έρθει αυτός με το ποδαρικό, θα τον βάλουν να καθίσει επάνω, και θα λέει: «κλου κλου κλου» για να κλωσήσουν οι κότες! Όσο, πιο πολύ λέγανε θα καθίσει πάνω στη πέτρα, τόσο πιο πολλές θα ήταν οι όρθες (κότες) που θα κλωσούσαν! Όμως αν κάποιος , συνήθως σε βαθειά γεράματα, δεν περίμενε κανέναν, έπαιρνε απέξω μια σιδερόπετρα, και το πρωί και την έβαζε μέσα για να κάνει το ποδαρικό η πέτρα!
Η καλή χέρα
Το πρωί του Αγίου Βασιλείου χτύπαγε η καμπάνα και όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν. Μετά την εκκλησία έστελναν με το παιδί τους οι γονείς το μπουναμά υποχρεωτικά στο νονό, και μετά στους παππούδες ή γιαγιάδες, στους κοντινούς συγγενείς και μπαρμπάδες. Tα παιδιά τα παλιά χρόνια δεν περιμένανε δώρα από κανένα, ούτε καν από τον Άη Βασίλη! Δεν ήξεραν καν τον η Βασίλη με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα!
Τον Αη Βασίλη τον μάθανε τα παιδιά μετά τη κατοχή, η γενιά η δικιά μας ας πούμε του ’50, μας έλεγαν πως μπαίνει από τις καμινάδες και αφήνει μικρά δώρα, παπούτσια πουκάμισα κλπ. Αποσκοπούσαν όμως τα παιδιά σε κάποια λίγα χρήματα που θα τους έδιδαν, κυρίως ο νονός, γιατί και τότε όλα τα παιδιά ήθελαν περισσότερα πράγματα από αυτά που είχαν.
Δεν παραπονιόταν όμως που περνούσαν φτωχικά, γιατί έτσι φτωχά ήταν και τα παιδιά του γείτονα, του παραγείτονα, και όλου του χωριού,, ακόμα και των πιο ευκατάστατων οικογενειών, δεν διέφεραν άρα δεν παραπονιόντουσαν. Τα δώρα αυτά που στέλνανε οι γονείς με τα παιδιά τους, τα λέγανε και «καλή χέρα», και πολλές φορές συνδυαζόταν και με το «ποδαρικό» . Όλα τα παιδιά κάποτε κάνανε αυτή τη «καλή χέρα», δηλαδή σε ένα πιάτο η μητέρα έβαζε γλυκά κουραμπιέδες μελομακάρουνα, καρύδια κάστανα σταφίδες, ότι είχε από αυτά, τα σκέπαζε με ένα άσπρο πετσετάκι, και θα το έδινε στο γιό της να το πάει στου νονού. Όλα αυτά τα λέγανε και καλοχερίδια ή καλοπιχερίδια ή μπράτη, και στα πιο μικρά παιδιά τα λέγανε και λιολιά. Εκεί το παιδί σαν έφθανε στου νονού του, θα άδειαζαν μέρος από τα πράγματα του πιάτου, και θα συμπλήρωναν από τα δικά τους.
Πολύ παλιά πριν το ‘40 θα έδινε ίσως ο νονός ένα πενηνταράκι στο φιλιοτσάκι του, που εκείνο μετά θα αγόραζε το πολύ – πολύ μια σφυρίχτρα! Έτσι με το ίδιο πιάτο το παιδί θα πάει και στους παππούδες όπου θα άδειαζαν και εκείνοι ένα μέρος για να συμπληρώσουν με δικά τους! Αυτό γινόταν σε πεντέξη σπίτια, ώσπου να καταλήξει το παιδί ξανά στο σπίτι του, αλλά το πιάτο στο τέλος θα είχε διαφορετικά πράγματα από ότι αρχικά είχε! Το γεγονός πάντως ήταν πως το μεσημέρι τα μισά παιδιά του χωριού κρατούσαν από μια σφυρίχτρα και σφύριζαν, και τα άλλα μισά θα έπαιζαν με τη φούσκα του χοίρου, που κάποιοι τις φύλαγαν από τα χοιροσφάγια να τους τη κάνουν δώρο! Για τους νεότερους λέμε πως η φούσκα του χοίρου, δεν ήταν άλλη από την ουροδόχο κύστη, που το μέγεθός της ήταν ανάλογο με το μέγεθος του χοίρου. Τη φούσκωνα και την έκαναν μπαλόνι! Χάλαγε ο κόσμος το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς από τις σφυρίχτρες και από τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν τη φούσκα του χοίρου ή το μπαλόνι που είχαν αγοράσει! Έσπαγε όμως το μπαλόνι κάποια στιγμή, και προσπαθούσαν να φουσκώσουν ακόμα και το λαιμό του μπαλονιού και να κάνουν τα λεγόμενα «κομπάκια», και να τα τρίβουν στη παλάμη τους να κάνουν το γνωστό συριστικό ήχο!
Πολύ παλιά, πριν τη κατοχή δεν κυκλοφορούσαν συνήθως λεφτά, πέραν από ελάχιστα και σε ελάχιστους. Αντί λεφτά «κυκλοφορούσαν» όμως κουραμπιέδες, μελομακάρουνα, καρύδια κάστανα, λάδι αυγά σταφίδες κλπ.
Με αυτά έκαναν το ραέτι τους οι μεγάλοι στα παιδιά! Τα έθιμα μπορεί να τα τηρούσαν με χριστιανική ευλάβεια, αλλά μετά το ’40 θα επακολουθήσει σχεδόν μια δεκαετία με απανωτούς πολέμους, που ωστόσο οι πόλεμοι αυτοί δεν κατάφεραν να αποδυναμώσουν τα ωραία αυτά έθιμά μας. Τα έθιμα κατά κάποιο τρόπο διατηρήθηκαν και τις δεκαετίες ‘50 ’60 και λίγο εκείνη του ’70 ώσπου εξέπνευσαν.
Τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Παλιά τα Πρωτοχρονιάτικα παλιά κάλαντα που λέγανε στα χωριά πριν τη κατοχή, τα λέγανε συνήθως βράδυ, αλλά ενίοτε και πολύ πρωί. Το λέει και η ίδια η λέξη των καλάντων «ταχιά ταχιά» που θα πει λίαν πρωί. Και εδώ τα παλιά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα το περιεχόμενο. Πρώτα η αναφορά στο Θεό το Χριστό ή τους Αγίους, μετά η αναφορά στο νοικοκυριό, και τέλος στις ευχαριστίες και τα αποχαιρετίσματα. Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς που λέγανε το ‘30 στη Γαλιά με τις σχετικές αυτές αναφορές, ήταν τα εξής:
(Αναφορά στο Θεό το Χριστό και στον Άγιο Βασίλειο)
Ταχιά – ταχιά κι αρχημηνιά, ταχιά ν αρχή του χρόνου
αρχή που βγήκε-ν ο Χριστός, στη γη να περπατήσει,
εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες,
και πρώτος που του πάντηξε ήταν ο Άη Βασίλης.
-Ώρα καλή Βασίλιε, καλό ζευγάρι-ν έχεις!
-Καλό το λες Αφέντη μου, τούτη την άγια μέρα,
το βλόγησεν η Χάρη Σου, με τη δεξά Σου χέρα!
-Πες μου Βασίλη να χαρείς, τι σπέρνεις εδώ πέρα?
-Σπέρνω το Λόγο του Θεού, τη νύχτα και τη μέρα!
-Πες μου Βασίλη να χαρείς, πόσα μουζούρια σπέρνεις?
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε,
ταγή και ρόβι δεκοχτώ, κι από νωρίς στο στάβλο!
(Αναφορά στο νοικοκυριό)
Σήκω κυρά κι αρχόντισσα, κι άναψε το φενέρι
και δες απ’ το κελάρι σου ήντα θα μας προσφέρεις!
Φέρε πανιέρι κάστανα πανιέρι λεπτοκάρυα
φέρε και φετεινή ρακή, να πιούν τα παλικάρια!
Απάκι η λουκάνικο, κι από πλευρό κομμάτι
κι από το πύρο του βουτσιού, να πιούμε μια γεμάτη!
Κι από τη μαύρη όρνιθα κιανένα αυγουλάκι
κι αν είναι κι απ τη γαλανή, να γίνουν ζευγαράκι!
Κι από το λαδοπίθαρο, και μια οκά λαδάκι!
(Αποχαιτετίσματα)
Πριν αποκαλαντίσομε, να ευχηθούμε πρώτα
γιατί μας περιμένουνε να πάμε σ’ άλλη πόρτα!
Σε τούτο το αρχοντικό, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης κι η κερά, χρόνους πολλούς να ζήσει!
Επά που καλαντίσαμε, καλά μας επλερώσανε
καλά να παν τα έτη τους κι όλα τους τα ποδόσα!
Και του χρόνου και εις έτη πολλά!
Λεξιλόγιο: Ταχιά = ταχιά = πρωί – πρωί, αξημέρωτα
ζευγολάτες = ζευγάδες, μουζούρι = δοχείο μονάδα χωρητικότητας κυρίως σιτηρών που αντιστοιχεί με 10 -`12 οκάδες , ρόβι = σόγια , φενέρι = φαναράκι
λεπτοκάρυα = φουντούκια, ο πύρος του βουτσιού = η κάνουλα του κρασοβάρελου.
Και τη Πρωτοχρονιά ο δάσκαλος του δημοτικού θα κανονίσει την ομάδα του να πάνε αργά στα κάλαντα, γιατί οι ανάγκες σε αναλώσιμα, σε ξύλα για τη σόμπα ήταν πολλές, και τα χρήματα αυτά που θα συγκέντρωναν χρειαζόταν σε επιπλέον ανάγκες από αυτές που είχαν ταχτοποιήσει τη Πρωτοχρονιά.