Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Στο καφενείο του Δρουγκοστελιανού στη μεσοχωργιά, που υπάρχει ακόμη και σήμερα, εκαθούτανε πέρα πέρα στον ασκιανό, τέσσερις ταχτικοί πελάτες σε ένα στρογγυλό μεταλλικό τεζιάκι.
Ήτονε, βραδυασμένα και το ταχτικό αυτό παρεάκι, επίνανε τα κονιακάκια με στραγάλια, αφού θα τα πλερώσανε οι χαμένοι τση παρέας στη πρέφα!
Κύριο πρόσωπο όπως πάντα στη παρέα, ο γέρο Αντρουλής (Ανδρέας Δαμιανάκης) ο πχιά μεγάλος απ’ ούλους, με άλλους τρείς ντελικανίδες, ούλοι ντως πειραχτήργια και χωρατατζήδες!
Οι ορτάκηδες του, ο γείς από τον άλλο πχιά κουζουλός, και δος του κι ας έχει, εξεμπιμπικίζανε το γέρο, να τως-ε κάμει πράμα ιστορία απ τσι παλιές, γιατί ήτονε κατεχιάρης πολλώ λογιώ, μέχρι και αξεμούριστα! Εθέλανε μαθώς να περάσει και η γ- ώρα, να γελάσουνε, μα αυτός από ιστορίες εκάτεχε κάμποσες!
Άλλο απού δεν ήθελε και ‘κείνος, αφού εκεινά ήτονε σκιάς η δουλειά του μπλιό στα γεράματα, να τρώει να πίνει, και να διηγιέται ιστορίες!
Τόσες και τόσες εκάτεχε, αστείες ή σοβαρές, και όπου βρισκότανε σε παρέα, στο καφενείο σε σπίθια, στα χωράφχια, τσι διηγούντανε.
Εκάτεχε και τσι ανεκάτευε με τσι συζητήσεις που κάνανε, με τέθοιο τρόπο που να ταιργιάζει..
Ήλεγε και από μνιά ιστορία, πότες σα παράδειγμά, «ως καλή ώρα», και πότες για να πειράξει κιανένα, ή για να τον ε συμβουλέψει με παράδείγματα.
Γενικά ανάλογα τη περίπτωση ήτονε και το θέμα !
Τσι παλιές κουβέντες «όπου τσι πέταγε», εδένανε με το θέμα, και ποτές δε τσι πέταγε «στο σωρό»
Ήλεγε ο γέρος, πως η κάθε κουβέντα απου θα πει κιανείς, «έχει το χάζι τζη», μόνο οντε τη πει οντε πρέπει, και να «ταιργιάζει», να δένει δηλαδή με τη περίπτωση, αλλιώς εχάνανε τη μσή ουσία τση!
Μετά από διό ποτηράκια, ελύθηκε καλύτερα το στόμα του γέρο, και πάνω στο τρίτο άρχίνηξε και την ιστορία ντου…
– Ένα φεγγάρι κοπέλια, ένας ντελικανής, επήγε σε ένα χωργιό στο σπίτι ενός, και εζήτηξε τη κόρη του, να τη πάρει λέει γυναίκα του!
Δεν ήτονε άσκημη η κοπελιά, ούτε και πολλά όμορφη, καλή ‘τονε στη φάτσα, α δεν ήτονε πολλά αγριμπάζα!
Ο ντελικανής, απάνω κάτω τηνε κάτεχε, μα δε τον ένοιαζε εκείνον η αγριάδα τση!
– Ήρθα απόψε στο σπίτια σας, να ζητήξω το χέρι τη κόρης σου, είπε σαν επήγε.
Ο κύρης τση κοπελιάς, τον άκουσε με προσοχή, και άμα τέλειωσε τον-ε ρωτά:
– Σκέφτηκες το γιέ μου καλά ετονά απου πάς να κάμεις; Είσαι σίγουρος πως σου κάνει η κόρη μου για γυναίκα σου;
– Ε βέβαια και το σκέφτηκα καλά, και εμένα η κόρη σου μ’ αρέσει, μόνο ανε θες να μου την ε δώσεις!
– Ε κοίτα να ιδείς, σε αυτή τη περίπτωση δε μπορώ να σου αρνηθώ, η κόρη μου θα ήτανε περιζήτητη νύφη στο χωργιό, γιατί έχει πολλά προσόντα, είναι στιμονερή, είναι δυνατή, φορτώνει γομάργια τσι ελιές στο γάιδαρο, α δεν είχενε ένα ελάττωμα!
Το ελάττωμα τση είναι, που ‘ναι πολλά ατίθαση και ζωηρή, και εκειά δα ήφτεγα και γω, απού μικρή την είχα πολλά κακομαθημένη, και ποτέ μου δε την έδειρα, ούτε καν την ακούμπησα ποτές, μηδέ με το μικιό μου δαχτυλάκι!
Δεν γρηκά κακορίζικο κιανενούς, δεν υπολογίζει άθρωπο, δεν μου αφρουκάται, μουδε εμένα του ίδιου! Ήντα να τη κάμω; Να τη σκοτώσω; Δεν έχει μάνα, και την έχω στα όπα όπα!
Οϊ μόνο δεν πλύνει τα πχιάτα, οντο θα σκωθούμε απ’ το τραπέζι, του λέει, μονό άμα τση πω και πράμα νευριάζει, τα αρπά ούλα και τα βροντά χάμαι και τα σπα!
Ούλα τα πχιατικά απίς θα φάμε, ποτήργια μοσόρες τα πχιάνει ντάκα ντάκα και τα σβουρά στο πάτωμα!
Τη πχιάνω με το μαλακό, τη σιργουλεύω, τση μιλώ με τ’ όμορφο, μα αυτή μου λέει βαργιέται να τα πλύνει !
Στο κατόπιν, τα μαζώνει ούλα, και τα πετά στα σκουπίδια!
Η ίδια τρώει τσι πχιά πολλές φορές από το τσικάλι με τα χέργια!
Κάνει σου δα ‘κεινηνά η γυναίκα; Ήντα θωρείς;
Καλιά κακομίτση να σε λείπει, μα οι γυναίκες δεν εχαθήκανε απ’ τον κόσμο!
Άμε καλιά να πάρεις μνιά απ’ αλλού, απου να’ ναι θεοτική, να μη σφαχτείτε και το ‘χω και βάρος στη συνείδησή μου!
Άντε να μη μπλέξεις, και συ και ‘γώ, μα για σπίτι αυτή να σου στέσει μη το σκέφτεσαι μπίτι για μπίτι!
Πάνω εκειά του απαντά και ο μελλοντικός γαμπρός:
Ξάνοιξε να ιδεις. Ε ναι, είναι μιαολιά ζωηρή δε λέω το καταλαβαίνω, μα εγώ καλή τηνε θωρώ κατά τα’ άλλα!
Εμένα, όπως τη θωρώ, μου αρέσει πολύ, και πιστεύω πως εμένα μου κάνει!
Θέλω να τη πάρω, μονό εσύ, μου τηνε δίδεις;
Δόσε μου τηνε εμένα, και ξα μου από ‘κειά κ’ ύστερα! Εσύ δεν θα χεις μπλιό ευθύνη άμα τη παραλάβω εγώ στα χέργια μου!
– Ε πάρε τηνε αφού τηνε θες ωστόσονά γιέ μου, μα και εγώ να τη παντρέψω θέλω! Μα μη μου πεις μετά πως δε σε προειδοποίησα!
Ο νεαρός απου είχε μερέψει μέχρι τότεσας ένα μπεγίρι, και διό άγριες τσινιάρικες φοράδες, δε το ‘χε σε πράμα να μερέψει … ακόμα και άλλη μια!
Πραγματικώς, αφού έπεισε το γέρο και είπε το «ναι», εμονοπαντίξανε τα σόγια και εκάμανε τσι ετοιμασές του γάμου. Ο γάμος εγίνηκε τη Κυργιακή κανονικότατα στο χωργιό τση νύφης σαν να μη συμβαίνει πράμα!
Όμορφη νύφη ήκαμε, ροδαλή και ο ίδιος ο γαμπρός την αποκαμάρωνε.
Και ο ο γαμπρός ήτονε όμως λεβέντης, άσχετα αν του πάτησε στην εκκλησά η νύφη το πόδα του! Εκείνος, ατάραχος, μηλιά, και το μυστήριο εκτελέστηκε κανονικά!
Ντετόγως κιόλας, μετά τη Δευτέρα αφού εξεσακιάσανε τα προικιά, και είπανε και τσι μαντινάδες, τα ξανασακιάσανε πάλι στα ‘ίδια σακιά, και ούλα τα τζιμπράγαλα, τα κασαρολικά και πχιατικά, τα φορτώσανε απάνω σε διό γαϊδούργια, δώρο κι αυτά του πεθερού, για να πάνε στο νέο σπιτικό στο χωργιό του γαμπρού!
Στο ένα χτήμα εφορτώσανε τα λίγα προυκιά τση νύφης, και στ’ άλλο φορτώσανε και κάπχια είδη πρώτης ανάγκης, και αφού αποχαιρετιχτήκανε, εξεκινήσανε για να πάνε να στελειώσουνε και το δικό ντως κονάκι!
Στο δρόμο που πηγαίνανε δε μιλούσανε μεταξύ τους, εβάλανε μπροστά το δρόμο, και ξεσουβγιάζανε κάθε τόσο τα χτήματα, τα νυματούσανε να τρέχουνε πχιά ογλήγορα!
Μιας τσιμιάς όπως βγαίνανε έξω από το χωργιό, ένας κάτης τως εκλούθα, και δόστου να μπλέχνεται στα πόδια του γαϊδάρου και νιαούριζε!
Βρέ του κάνει «πχίτι» καμπόσες φορές ο γαμπρός, του αγριεύγει να φύγει, μα ο κάτης έφευγε από τα πόδια του ενός γαιδάρου και πήγαινε και μπερδευότανε στου αλλουνού!
Κατεβαίνει τάκα τάκα από το χτήμα ο γαμπρός, ξεκρεμά από το σομάρι ένα δίκανο που είχε, ξαμώνει του κάτη, και του παίζει μια μπαλωθιά, πάρτον κάτω!
Ξαναλαβαλίκεψε πάλι, και συνεχίσανε το δρόμο για το χωργιό του.
Στα μισά του δρόμου κάπχια στιγμή, τσοι πήρε από πίσω ένας σκύλος!
Τσοι κυνήγαγε και συνέχεια τωσε γαύγιζε! Πότε επήδαγε να δακάσει τα αφθιά του ενός γαϊδάρου, και πότε δάκανε την οριά του άλλου, και δεν του ‘κουε, να αφήσει τα χτήματα ήσυχα!
Εφώνιαζε του «ούστ», «κούκι», μα χαμπάρι ο σκύλος! Εκατατρόμαζε τα χτήματα, και από το φόβο τους ξεφύγανε και απ το δρόμο, και ασπολίγο να ξεσελώσουνε τα σωμάργια, και να τσοι φλασκώσουνε και τσοι διό χάμαι!
Πχιάνει πάλι όπως ήτονε καθιστός στο σωμάρι το δίκανό του, παίζει μια μπαλωθιά του σκύλου, πάρτονε κάτω κι αυτόνε!
Επιτέλους συνεχίσανε ήρεμα ήρεμα το δρόμο ντως, χωρίς παρατράγουδα.
Η νύφη μηλιά πάλι για ότι εθωρούσανε τα μάθια τζη!
Εκοντοσιμώνανε στο χωργιό του γαμπρού και αξάφνου ο ένας γάιδαρος, ο αρσενικός, που ο ίδιος εκαβαλίκευε, θωρεί ξαφνικά μια θηλυκιά γαϊδάρα στην άκρα του δρόμου, που την είχανε δεμένη δίπλα σε ένα χωράφι, για να φάει τα κόντιλια από τσι θεμωνιές απου είχανε παραπομείνει.
Ε πως του ‘ρθε του αρσενικού οζού ντου και μόλις είδε τη γαϊδάρα εκείνη μονομιάς ξετζουτζούρωσε, λες και δεν είχε ξανάδε θηλυκό!
Γγκάνιζε γκάνιζε, κι αντιχούσανε τα λαγκάδια απ΄τα γκανιτά! Εστένουνταν στα διό του πόδια όρθός, και ήβγανε αφρούς απ το στόμα, και πα’ όλο που του τραβούσε το χαλινάρι, σταματημό δεν είχε! Με τίποτα δεν ήκανε καλά το πολλά ζωηρό γάιδαρο του!
Μπεθιές ήκανε με μάνητα και πείσμα να ορμήξει άρον άρον τση γαϊδάρας!
Νευριάζει κι ο γαμπρός, που εγίνηκε μπαρούτι!
– Μωρέ εσύ θα μου βγάλεις από στα δα μέντες;
Ξεπεζέφνει με ένα πηδαράκι, και αρπά τάκα τάκα το τσιφτέ του πάλι, και του την ανάβει του γαϊδάρου ντου, μα «εις το δόξαπατρί»!
Ξεφορτώνει τα μπράτη, από το σομάρι του ξαπλαρωμένου κάτω γαϊδάρου, που μονοβουβάθηκε, και τα φορτώνεται ο ίδιος στη ράχη του, και συνεχίσανε, μα εκοντοφτάνανε μπλιό!
Η κερά ντου μπροστά καβαλίκευε πάντα σελάδες την αμπάσα γαϊδάρα τση, και εκείνος κλουθούσε ξωπίσω φορτωμένος σα το γάιδαρο, ώσπου φτάξανε επιτέλους στο χωργιό, και στο νέο τους σπιτικό!
Η γυναίκα από ούλα απού εθώργιε στο δρόμο, σε κιαμιά περίπτωση δεν ήβγανε μιλιά!
Το βράδυ εβάλανε να φάνε φαί στα πχιάτα, από αυτό που είχανε φέρει απ τα περισσεύματα του γάμου.
Μόλις εποφάγανε, ο γαμπρός δεν είπε τση γυναίκας του να πλύνει τα πχιάτα, τα παίρνει όλα μαζί εκείνος, και όπως ήταν όλα μαζί, τα βροντά κάτω και τα σπά!
Πάλι αμίλητη η γυναίκα ντου!
Επέρασε-νε μιαολιά καιρός, ο πεθερός κάθε μέρα καθούντανε σε αναμμένα κάρβουνα!
Ήταν ανήσυχος ο κακομοίρης ο γονιός, μα από την άλλη πάλι σκεφτότανε: « Ε δεν άκούστηκε δα και πράμα δυσάρεστο συμβάν. Αν ήτονε και σκοτωθούνε θα το μάθαινα, το πολύ πολύ, α δε ταιριάζουνε, να μου την ε γιαγείρει οπίσω!».
Πέρασε η μια βδομάδα, πέρασε και η δεύτερη, όλα κυλούσαν πολύ ήσυχα!
Ωστόσο, το ζευγάρι περνούσε ως φαίνεται πολύ καλά, και τη τρίτη βδομάδα, μια Κυριακή, αποφασίσανε να κάνουνε και μια επίσκεψη και στο σπίτι του πεθερού στο άλλο χωργιό, να ιδούνε ήντα κάνει.
Ο πεθερός τους περίμενε πώς και πώς, και ήτανε μα ο Θιό να σκάει από αγωνία! Ήθελε να μάθει πως περνούνε, μα ήθελε να ρωτήξει ιδιαιτέρως το γαμπρό.
Σα ταίριαξε και τον ξεμονάχιασε τον ε ρωτά:
-Πως τα πας γιέ μου με τη κόρη μου;
Και ο γαμπρός, του λέει…
-Μια χαρά τα πάμε! Ούλα πάνε ρολόι! Περνούμε θαυμάσια πατέρα με τη κόρη σου!
Καλύτερη σύζυγο δε θα ‘βρισκα, και είμαι πολύ ευχαριστημένος!
Είναι καλή νοικοκερά, και ούλες τσι δουλειές τσι κάνει κανονικά, και εμένα μάλιστα με καλοπερποιείται ! Δεν έχω παράπονο!
Δεν είναι η κατάσταση τση ετσά απου μου τα περιέγραψες πατέρα!
– Δόξα τω Θεώ! Είπε ο πατέρας, γεμάτος απορίες!
Κάπχοια στιγμή, ξεμοναχιάζει και τη κόρη, και τη ρωτά και εκείνη, αν περνούνε καλά, κι αν είναι εντάξει τσοι υποχρεώσεις τση, και ανε κάνει ούλες τσι δουλειές του σπιθιού.
– Μια χαρά περνούμε πατέρα, του λέει και εκείνη. Εκείνος πατέρα είναι άνδρας, και κατέχει τη δουλειά του, το πώς να φερθεί σαν άνδρας! Δεν είναι σα και τουλόγου σου, απού το μόνο που κατέχεις να κάνεις, είναι να παρακαλείς και να ξαναπαρακαλείς και να με παραχαϊδεύγεις!
Ήκαμε το σταυρό του ο πατέρας, και τως ήδωκε για άλλη μια φορά την ευκή ντου μέσα απ’ τη ψυχή του, που επιτέλους επήγε στο τόπο τση!