Ο Άγιος Σεβαστιανός γεννήθηκε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας, το 250 με 256 μ.Χ. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με μεγάλη χριστιανική επιμέλεια. Καθώς ήταν και από γένος διακεκριμένο, είλκυσε την εύνοια του αυτοκράτορα Καρίνου, που γρήγορα τον ανέδειξε σαν στρατιωτικό. Έπειτα, ο Διοκλητιανός τον έκανε αρχηγό του πρώτου συντάγματος των πραιτοριανών.
Φιλάνθρωπη ψυχή ο Σεβαστιανός, από τη θέση αυτή πολλές φορές υπήρξε προστάτης των φτωχών και των πασχόντων χριστιανών. Πρόθυμα επίσης, βοηθούσε στις ανάγκες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Γι’ αυτό και ο πάπας Γάιος του απένειμε τον τίτλο του υπερασπιστή της Εκκλησίας.
Όταν όμως άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, συνελήφθη μια ομάδα χριστιανών. Ο Σεβαστιανός, προκειμένου να τους εμψυχώσει την ώρα που αυτοί δικάζονταν, προς γενική κατάπληξη όλων δήλωσε ότι είναι χριστιανός. Ο Διοκλητιανός διέταξε το θάνατό του. Και ο Σεβαστιανός δεν άργησε να πέσει κάτω, τρυπημένος στο στήθος από βέλος.
Το σώμα του παρέλαβε κάποια ευσεβής χήρα, η Λουκίνα. Διαπίστωσε όμως, ότι ανέπνεε ακόμα. Αφού τον περιποιήθηκε, μετά από λίγες ήμερες ο Σεβαστιανός ανέκτησε την υγεία του. Αλλά και πάλι επεδίωξε και συνάντησε το Διοκλητιανό και τον ήλεγξε για τη σκληρότητά του. Τότε αυτός διέταξε και τον μαστίγωσαν μέχρι θανάτου. Έτσι, ο Σεβαστιανός έγινε παράδειγμα αγωνιστικότητας για την πίστη «ἄχρι θανάτου» (Αποκάλυψη Ιωάννου, θ’ 10).