Εις τα 1800 στο έτος το σαράντα
εις το Μοριά ευρίσκετο εις τιμημένος άνδρας.
Και το όνομά του ελέγανε Σκουντής ο Στεφανάκης
ποτέ του εις τους Κρητικούς δεν έπερνε χαράτσι.
Δήμαρχος εχρημάτισε μέσα εις την Αθήνα
και πάντα αγωνίζετο δια την ελευθερία.
Μια ταχινή σηκώνεται στου βασιλιά να παέι,
στην Κρήτη θέλει να ελθή καβγάδες για να κάμει.
– Ξέρεις ήντα λογάριασα, αφέντη βασιλέα,
να κάμω την πατρίδα μου, όπως και το Μορέα.
Και ο βασιλιάς ως το άκουσε, πολύ του βαροφάνει,
γιατί δεν είχε άδεια, πολέμους για να κάνει.
Τότε του λέει ο βασιλιάς: «Δήμαρχε Στεφανάκη,
όπλα δεν έχω να βαστάς στην Κρήτη δια να πάεις.
Όπλα δεν έχω να βαστάς, να κάνεις τους καβγάδες
και άδεια δεν έχουμε απ’ τα’ άλλους βασιλιάδες.
Όπλα δεν έχω να βαστάς στρατιώτες να κλουθούνε,
τους Κρητικούς Οθωμανούς, ναρθούν να πολεμούνε.
τους Κρητικούς οθωμανούς νάρθουν να πολεμούνε.
Δώσε μου εμένα άδεια στην Κρήτη δια να πάω
και όπλα , πολεμοφόδια, εγώ θα βρω να πάρω.
Και στρατιώτες βασιλιά, τους φυλακομένους βγάνω,
στην Κρήτη δια να κατεβώ, καβγάδες δια να κάμνω».
Λέει του: «Κύριε Δήμαρχε και γνωστικό κεφάλι,
αν πας εις την πατρίδα σου, καβγάδες δια να κάνεις,
Θα μούρθει πόνος στο μυαλό και ζάλη στο κεφάλι,
πρώτον δεν έχουμε άδεια και δεύτερον στη ζάλη,
Θα πάς εις την πατρίδα σου καβγάδες δια να κάνεις;».
Και ετότες ταποκρίνεται ως Δήμαρχος μεγάλος,
«Ανιβουλιά[1] σου βασιλιά, στην Κρήτη θε να πάω».
Και παρευθύς ο βασιλιάς κράζει τη δωδεκάδα,
και τους σοφούς και γνωστικούς απούχε η Ελλάδα.
– Ξεύρετε ήντα λογάριασε ο Δήμαρχος Σκουντάκης;
Να πάει στην πατρίδα του οφέτος παρεάκι.
Παρεάκι να πάει στην πατρίδα του, καβγάδες για να κάμει,
Να δώσει εις τους χριστιανούς ελευθεριά μεγάλη.
Και έδωκά του απάντηση πως άδεια δεν έχω
και είμαι ακόμη αδύνατος καβγάδες για να στέσω».
Και η δωδεκάδα είπανε τότες του βασιλέα:
« Να παέι στην πατρίδα του με ελληνική σημαία»
– Θα κατεβώ, μα θα βαστώ πολλά πολεμοφόδια,
γεμάτο ένα καράβι, ένα γεμιτζή καλό, στη Σούδα να με βγάλει.
Και ύστερις εις τα Χανιά, θα πάω να τα κάψω».
Και η δωδεκάδα του πενε: «Κύριε Στεφανάκη,
Απίτις πας εις τα Χανιά, τη Σούδα θα την κάψεις;
Μα, ύστερα χριστιανούς πολλούς, εις τα χωριά θα σφάξεις».
Και η δωδεκάδα τούπενε: «Στη Σούδα δε θα πάεις,
μόνον θα αδειάσεις τις φυλακές, στρατόπεδο να κάμεις.
Και λέει ως Δήμαρχος και αρχηγός, εμπρός στην δωδεκάδα
«Στην Κρήτη θε να κατεβώ, τούτη την εβδομάδα.
Θα πάω στην πατρίδα μου να κάνω τους καβγάδες
μα θέλω όμως τάλαρα εις τες τσέπες μου να βάλω».
Και η δωδεκάδα του ‘δωκε άδεια και παράδες
στην Κρήτη για να κατεβεί να κάνει τους καβγάδες.
Και τότες έβαλε αρχή, τους φιλακομένους θέλει,
απού του υποσχέθηκε και του ‘πε ο Καλλέργης.
Τους φυλακομένους έπαιρνε, στρατόπεδο να κάμει
στην Κρήτη δια να κατεβεί, καβγάδες δια να κάμει.
Και οι πρώτοι απού έβγαλε, ήταν οι Αθηναίοι,
και ύστερα με μια γραφή, ήρθαν και οι Θηβαίοι.
Από την Αθήνα έφυγε και πήγε εις το Ανάπλι,
τους φυλακομένους έβγανε στην Κρήτη δια νάρθη.
Και από κιδά σηκώνεται κι πάει στη Χαλκίδα,
και έδιδε εις τις φυλακές μεγάλη ελευθερία.
Τους φυλακομένους εμάζωξε, όλους εις τον Περαία
και από κιδά εβάρκαρε μια Παρασκή ημέρα.
Επήρε ασκέρι κι έφυγε, ως δυόμισι χιλιάδες
στην Κρήτη εκατέβηκε να κάνει τους καβγάδες.
Απ’ τον Περαία εβάρκαρε μαζί με το Χαιρέτη,
στην Κρήτη τους επαίψανε να την αποφεντέψουν μαζί.
Και οι δυο εβαρκάρανε, στην Τρυπητή εβγήκαν
μέσα στη Χώρα των Σφακιών, επήγανε και μπήκαν.
Και από κιδά σηκώθηκε και πήγε εις τα’ Αμάρι,
και εμάζωξε τους αρχηγούς, επιτροπή να κάνει.
Μαζώνει και στρατεύματα, στα καστρινά να πάνε
Εμάζωνε στρατεύματα, λίγοι σαν οι θελοντάδες,
απού σέρνε απ’ το Μοριά, να κάνει τους καβγάδες.
Από κιδά σηκώνεται και πάει στ’ Αποδούλου,
γράφει γραφές εις τα χωριά και τους μαζώνει ούλους.
Ελάτε αδέρφια χριστιανοί, όλοι να μαζωχτείτε,
και ήρθε η ώρα και ο καιρός που θα λευτερωθείτε…
[1] Χωρίς συγκατάθεση