Ομιλία Ντόρας Μπακογιάννη στην παρουσίαση του βιβλίου
“Συνταγές με… Ιστορία” της Μαρίκας Μητσοτάκη
Σε σαράντα χρόνια πολιτικής πορείας, έχω βγάλει πολλούς λόγους. Κανέναν όμως τόσο δύσκολο όσο αυτόν. Αναγκάστηκα μάλιστα να τα βάλω σε χαρτί μην τυχόν κάνω λάθος..
Το να μιλάς δημοσίως για τη μάνα σου, εμπεριέχει μια αντίφαση… Η μάνα είναι κάτι τόσο δικό σου, τόσο οικείο που μοιάζει άτοπο να προσπαθείς να περιγράψεις την άυλη αλήθεια που σε συνδέει μαζί της σε άλλους…
Αλλά η πραγματικότητα είναι πως η Μαρίκα Μητσοτάκη ήταν πολλά περισσότερα από μάνα μας. Και όσο κι αν θέλουμε να τη κρατήσουμε με ζήλεια, για τον εαυτό μας, η μνήμη της αξίζει πολύ παραπάνω. Διότι τελικά, οι άνθρωποι που τη θυμούνται, δεν τη θυμούνται ούτε για την αναπηρία της, την οποία αντιμετώπισε με περισσή γενναιότητα, ούτε για τη μαγειρική της, η οποία έμεινε στην ιστορία.Τη θυμούνται για το δυναμικό χαρακτήρα της και την μεγάλη καρδιάτης, η οποία ξεχείλιζε από αγάπη, πρωτίστως βεβαίως για τον άντρα της,για τα παιδιά της, αλλά και για όποιον είχε τη τύχη να τη συναναστραφεί από κοντά. Γι’ αυτό το χαρακτήρα της θα προσπαθήσω να σας μιλήσω σήμερα, αν και είμαι σίγουρη πως στο τέλος θα έχω πει πολύ λιγότερα απ’όσα δικαιούται.
Κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, η Μαρίκα μεγάλωσε χαϊδεμένη και καλομαθημένη και η ζωή της προδιαγραφόταν άνετη και ευχάριστη. Μέχρι που της χτύπησε στα 10 της χρόνια την πόρτα η πολιομυελίτιδα και όλα άλλαξαν άρδην.
Η Μαρίκα στάθηκε απέναντι στην αρρώστια της με την ίδια δύναμη που επέδειξε όλη της τη ζωή διαψεύδονταςεπανειλημμένως γιατρούς και ειδικούς, και κάνοντας – βεβαίως- του κεφαλιού της.
Οι γιατροί της είπαν ότι δεν θα ξαναπερπατήσει ποτέ και περπάτησε. Η μάνα της της είπε να μην φοράει ξώπλατα φορέματα για να μην φαίνεται η τεράστια ουλή στη πλάτη της, εκείνη έβαζε μόνο τέτοια, λέγοντας «όποιος με θέλει, με την ουλή μου». Και όλοι μαζί της έλεγαν να μην κάνει παιδιά διότι θα χειροτερέψει η κατάστασή της κι εκείνη έκανε τέσσερα.
Αυτή ήταν η μάνα μας, γενναία, δυνατή, αποφασιστική. Και απόλυτα αφοσιωμένη στον άντρα που λάτρεψε και στήριξε με όλη της το είναι. Και ήταν τόσα πολλά άλλα για εκείνον πέρα από καλή μαγείρισσα.
Καταρχάς η Μαρίκα έκανε πολιτική από τη πρώτη μέρα. Είχε μια απίστευτη δυνατότητα επαφής με τον κόσμο, θα τολμούσα να πω πολύ μεγαλύτερη από αυτή του πατέρα μου. Πήγαινε στην οδό Ευρυπίδου, καθόταν σ’ένα σκαμνί μέσα σε ένα μαγαζί με κλωστές και μαζευόταν όλη η γειτονιά, να της πει τα θέματα και τα προβλήματα της.«Να κουβεντιάσομε», που έλεγε κι η ίδια. Σε εποχές που δεν υπήρχαν γκάλοπ, μετέφερε το κλίμα που υπήρχε στη κοινωνία, καλύτερα από οποιοδήποτε πολιτικό στέλεχος.
Κατέβαινε στη Κρήτη ως σύζυγος βουλευτή επαρχίας και η καλομαθημένη πριγκίπισσα που ήταν, δεν δίσταζε μπροστά σε καμία πρόκληση, μπροστά σε κανένα απομακρυσμένο χωριό.Σε τέτοιο βαθμό που οι δύσκολοι Κρητικοί την έκαναν τόσο δικιά τους,ώστε ο περισσότερος κόσμος να την περνά για Χανιώτισσα! Κι εκείνη υιοθέτησε αυτό το τόπο που τόσο αγαπούσε ο άντρας της, με τον δικό της μοναδικό τρόπο.
Η μάνα μας υπήρξε διαχρονικά το απόλυτο στήριγμα του πατέρα μας. Εκρηκτικός χαρακτήρας, φωνακλού και διεκδικητική στα πολλά μικρά, έμενε παράξενα σιωπηλή στα μεγάλα τα όποια αντιμετώπιζε με εντυπωσιακή ψυχραιμία.
Μπορεί να τσακωνότανγια δεκάδες μικροπράγματα (γιατί εκείνη τσακωνόταν, μόνη της, όπως έλεγε κι η ίδια), αλλά στις μεγάλες αποφάσεις του πατέρα μας, εκείνες τις δύσκολες που αλλάζαν τη ζωή της οικογενείας της, στεκόταν δίπλα του σαν έτοιμη από καιρό. Ποτέ δεν τον αμφισβήτησε στα δύσκολα. Ποτέ δεν τον έκανε να νιώσει τύψεις ή να ανησυχήσει. Του τα έκανε όλα εύκολα, και πρακτικά και συναισθηματικά.
Και πιστέψτε με, η ζωή δίπλα στον Μητσοτάκη δεν ήταν πάντοτε στρωμένη με ροδοπέταλα.
Θα σας πω μια χαρακτηριστική ιστορία: Όταν διέφυγε ο πατέρας μας επί χούντας κι εμείς μείναμε πίσω, ερχόντουσαν οι στρατιωτικοί κάθε μέρα μεταξύ 11:00 και 13:00 και μας ανέκριναν. Η μάνα μας τότε είχε πάθει νευρικό κλονισμό από τη πίεση και έβλεπε διπλά. Δεν έπρεπε βέβαια με κανένα τρόπο αυτό να το καταλάβουν οι χουντικοί. Με είχε βάλει λοιπόν δίπλα της και μου είχε πει, αν βλέπεις ότι δεν κοιτάω τον ανακριτή, αλλά φεύγει το βλέμμα μου, θα μου ζουλάς το χέρι για να ξαναεστιάζω. Δεν κατάλαβαν ποτέ τίποτα.
Αυτή η αποφασιστικότητα της Μαρίκας σφράγισε την οικογένειά μας. Αργότερα, όντες υπό κατ’οίκον κράτηση, αποφασίζουμε να δραπετεύσουμε από τη διπλανή πολυκατοικία. Κι ενώ είναι όλα έτοιμα, η Μαρίκα μαθαίνει ότι είναι έγκυος. Όλοι της είπαν ότι ήταν τρελή με τέτοιες συνθήκες, χούντα, υπό κατ’οίκον κράτηση,και με έτοιμη τη φυγή, να κρατήσει το παιδί. Και πρώτη απ’όλους η γιαγιά μου η οποία έτρεμε για την υγεία της μοναχοκόρης της.
Η Μαρίκα δεν το συζήτησε ούτε μια στιγμή. Τα σχέδια άλλαξαν, η κοιλιά φούσκωνε. Και η Μαρίκα, όσο φούσκωνε η κοιλιά της τόσο εκνευριζόταν με τους χωροφύλακες που είχε έξω από τη πόρτα της. Τόσο που κάποια στιγμή, σε μια αποστροφή του λόγου της, έβρισε έναν από αυτούςπου την παρακολουθούσαν και κατά τα προστάγματα της εποχής, την πάνε στο δικαστήριο για εξύβριση κατά της αρχής. Είναι χούντα, είναι η γυναίκα του Μητσοτάκη, φοβόμαστε ότι θα την πάνε μέσα.Εμφανίζεται η Μαρίκα με τη κοιλιά στο δικαστήριο, και με γραμμή άμυνας «μα είναι δυνατόν, εγώ, μία κυρία και μάλιστα σε αυτή τη κατάσταση να έχω πει αυτά τα πράγματα κ. Πρόεδρε;;;» Τον κοίταξε όλο αθωότητα προτάσσοντας τη κοιλιά της και γλύτωσε! Τέσσερις μήνες με αναστολή!Κι έτσι γεννιέται ο Κυριάκος. Η μεγαλύτερη χαρά της ζωής της. Και η μεγαλύτερη περηφάνεια της. Και για αυτή τη γυναίκα που τα είδε και τα έζησε όλα, ένα κρίμα υπάρχει, που δεν έζησε να τον δει Πρωθυπουργό.
Λίγο καιρό μετά από τη γέννηση του Κυριάκου, η Μαρίκα, βάζει τα τέσσερα παιδιά της και ο,τι χωρούσε το πορτμπαγκάζ, σε μια παλιά μερσεντές και φεύγει για το Παρίσι, αφού ο Παττακός της είχε δώσει 24 ώρες για να εγκαταλείψει τη χώρα. Βρέθηκε στην εξορία, μακριά από τα καλά της και τ’αγαθά της και δεν παραπονέθηκε ποτέ. Αντιθέτως έλεγε πως ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής της διότι είχε τον άντρα της συνεχώς μαζί της. Σ’αυτό το μικρό διαμέρισμα της οδού Mirabeau1, γύρω από ένα τραπέζι που χωρούσε 8, καθόμαστε 15, όλοι οι εξόριστοι Έλληνες. Με μπακαλιάρο σκορδαλιά, με ταραμοσαλάτα, με ένα παστίτσιο «που φτουράει» όπως έλεγε…
Σ’αυτή τη γυναίκα χρωστάμε εκτός όλων των άλλων και τη ευρύτερη παιδεία μας. Θα σας φανεί παράξενο αλλά στα μεσημεριανά τραπέζια, όταν είμασταν μόνοι μας, δεν μιλούσαμε για πολιτική. Η Μαρίκα έφερνε τα νέα από τον καινούριο τάφο που ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο, ή την τελευταία έκθεση που είδε ή την όπερα που πήγε. Και νομοτελειακά μας μύησε και εμάς στα ενδιαφέροντά της.
Η φιλοξενία της Μαρίκας, για την οποία τόσος λόγος γίνεται σήμερα, ήταν στ’αλήθεια μοναδική. Δεν ξέρω αν ήταν τόσο τα φαγιά της, όσο ο τρόπος που σε έκανε να νιώθεις. Είχε αυτό το ταλέντο να σε κάνει να νιώθεις σπίτι σου, να θες να ξανάρθεις. Είναι αυτό που άλλωστε τόνισε και η BarbaraBushστο βιβλίο της, μετά που την φιλοξένησε με τον άντρα της στη Κρήτη. «ένα πραγματικό σπιτικό που θες να ξαναπάς σε πρώτη ευκαιρία», έγραψε.
Αλλά για τη Μαρίκα, σημασία είχαν οι άνθρωποι, όχι οι τίτλοι τους. Σήμερα εδώ μαζί μας είναι ο ΚυριάκοςΤοπούζης. Με καλά πατημένα τα 90. Ο κ.Κυριάκος ήρθε στη ζωή μας στις αρχές της δεκαετίας του 50. Ως ψυκτικός, τον έστειλε η εταιρία του να επισκευάσει το ψυγείο της μάνας μας. Ήρθε ο άνθρωπος, έκανε τη δουλειά του, έφυγε. Την άλλη μέρα τον φωνάζει έξαλλο το αφεντικό του, «τι έκανες στη κα Μητσοτάκη, με πήρε ωρυόμενη, θέλει να ξαναπάς από κει τώρα!» Έντρομος ο κ. Κυριάκος ξαναπάει τρέχοντας στο σπίτι και του λέει η Μαρίκα: « πως τόλμησες να φύγεις χωρίς να σε τρατάρω! Κάτσε να φας και ξαναφεύγεις!». Ο κ. Κυριάκος δεν ξανάφυγε ποτέ από το σπίτι μας. Εμείς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, μεγαλώσαμε με τη σιγουριά του.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στη δεκαετία του 80. Εκεί η Μαρίκα έδωσε τον πιο σκληρό της αγώνα. Γύρισε όλη την Ελλάδα μόνη της, μαζεύοντας γυναίκες από το Διδυμότειχο μέχρι την Ιεράπετρα. Οδηγούσε μάλιστα ένα mazdaκαι έπαιρνε για παρέα καμιά από τις φιλενάδες της, κάποιες είναι εδώ και θα το θυμούνται. Μαζί με την Άννα Συνοδινού, δημιούργησε ουσιαστικά την οργάνωση γυναικών της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν την είδα να μιλάει πάνω σε μια καρέκλα, και σκεφτόμουν, Θε μου αν πέσει, τι θα πάθουν τα ήδη πολύ βεβαρημένα πόδια της.. και το χειρότερο όλων… τι θα πω στον μπαμπά μου!
Γνώριζε και θυμόταν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, παιδιά της ΟΝΝΕΔ, τα οποία βοηθούσε να σπουδάσουν και να προχωρήσουν στη ζωή, χωρίς να το μάθει ποτέ κανείς. Κάποια είναι επίσης σε αυτή την αίθουσα.
Τη Μαρίκα την αγάπησε βαθιά ο κόσμος. Γιατί τον αγαπούσε εκείνη πρώτα. «Από πολλή αγάπη δεν έπαθε κανείς τίποτα» ήταν η μεγαλύτερη κουβέντα της. Και το εφάρμοζε απαρέγκλιτα.
Ο πατέρας μου έλεγε πολλές φορές ότι «τη μάνα σας την κατέστρεψα». Πως αν δεν ήταν εκείνος και η πολιτική, μ’όλα τα προσόντα της θα διοικούσε μια μεγάλη εταιρία. Αστείο μοιάζει σήμερα… Κι όμως η Μαρίκα ήταν πάντα μπροστά από την εποχή της. Επαναστάτρια από μικρή, προοδευτική και φιλελεύθερη στις αντιλήψεις της, δεν πίστευες πως αυτή η γυναίκα που τηρούσε με ευλάβεια όλες τις παραδόσεις, μπορούσε να υπερασπίζεται τον έρωτα «όπως τον θέλει ο καθείς». Μιλούσε με μια άνεση για ερωτικά ζητήματα, σε βαθμό που σόκαρε τις συνδαιτυμόνισες της εποχής της, στήριζε την επαγγελματική και οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών με νύχια και με δόντια και τσακωνόταν στα χωριά όταν έβλεπε γυναίκες που υπέφεραν δίπλα σε βίαιους άντρες. «Από το μαλλί θα την πάρω να φύγει Κώστα.. Ναι Μαρίκα μου, πες μου τι θες». Αυτή ήταν.
Όταν έφυγε η μάνα μας, έφυγε ο κορμός της οικογενείας μας. Μας άφησε βαριά κληρονομιά. Όχι μόνο διότι εκ των υστέρων μάθαμε, πόσους ανθρώπους, πόσα ιδρύματα, πόσες εκκλησίες βοηθούσε σταθερά, κάθε μήνα, αλλά διότι τότε συνειδητοποιήσαμε σοκαρισμένοι ότι η μεγάλη δύναμη που έλεγαν πως είχε ο πατέρας μας, ήταν στην πραγματικότητα, εκείνη.
Σας ευχαριστώ πολύ. |