Με μια ιδιαίτερη και ουσιαστική εκδήλωση μνήμης και τιμής προς τον Μίκη Θεοδωράκη ξεκίνησε το φετινό πρόγραμμα του ο Πολιτιστικός Σύλλογος Σίβα «Θέμος Κορνάρος».
Πρωταγωνιστές της βραδιάς ήταν ο Ομότιμος Καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννης Κουγιουμουτζάκης και ο μουσικός Γιάννης Κασσωτάκης, αμφότεροι με ρίζες από τον Σίβα, οι οποίοι παρουσίασαν μια ξεχωριστή εκδήλωση αφιερωμένη στα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα συνθέτη.
Η ομιλία του κ. Κουγιουμουτζάκη, με τίτλο «Εκδήλωση Τιμής και Μνήμης για τα 100 Χρόνια από τη Γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη», βασίστηκε και στην προσωπική του γνωριμία με τον Μίκη, προσφέροντας μια διαφορετική, βιωματική προσέγγιση του έργου και της προσωπικότητας του κορυφαίου δημιουργού. Η παρουσίασή του ήταν δομημένη σε τρεις ενότητες, με ενδιάμεσες μουσικές παρεμβάσεις από τον Γιάννη Κασσωτάκη, ο οποίος ερμήνευσε χαρακτηριστικά τραγούδια του Θεοδωράκη.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, ο Σύλλογος διένειμε δωρεάν στους παρευρισκόμενους 50 αντίτυπα του βιβλίου «Ο Παγκόσμιος Μίκης Θεοδωράκης» του συγγραφέα Γεωργίου Λογοθέτη. Το βιβλίο εκδόθηκε με τη στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης και αποτελεί ευγενική προσφορά του Περιφερειάρχη Σταύρου Αρναουτάκη.
Ακολουθούν προς επιλογή 5 αποσπάσματα από 4 γραπτά έργα του Μίκη Θεοδωράκη
«Με ποια εφόδια όμως; Με ποιες γνώσεις; Ποια βοήθεια; Ποια αισθητική και μουσική αγωγή και παιδεία; Ώστε για μένα η Μουσική υπήρξε ένας τρόπος ζωής ευθύς εξαρχής, που θα έπρεπε να τον ανακαλύψω εντελώς μόνος. [Στο Αργοστόλι, ετών 8-10, έτη 1933-1936]…στο άκουσμα γυμνασμένων χορωδιών ή της φιλαρμονικής, δηλαδή της μελωδίας με αρμονία…ένιωθα μια ενεξήγητη έλξη…Έτσι…έκανα μόνιμο αίτημα προς τους γονείς μου ένα βιολί…όμως η οικονομική κατάσταση δεν επέτρεπε την αγορά του. Μια φορά στα κάλααντα έβγαλα αρκετά χρήματα που όμως δεν αρκούσαν, δεν έφταναν την αξία έστω και ενός συνηθησμένου οργάνου. Και όλη την ημέρα έψελνα από πόρτα σε πόρτα μανιωδώς, με την εικόνα ενός βιολιού συνεχώς μέσα στο νού μου. Οι δικοί μου ήταν κατάκοιτοι από γρίπη. Μετρήσαμε τα χρήματα στο κρεβάτι τους και, όταν διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν αρκετά, η μητέρα μου έκλαψε και ο πατέρας μου γύρισε από αλλού το κεφάλι, για να κρύψει την έκφρασή του. Τότε πήγα στα καταστήματα και αγόρασα πλούσια δώρα για όλους και για τον εαυτό μου μια αληθινή μπάλα για το ποδόσφαιρο.» Θεοδωράκης, Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου. Αυτοβιογραφία, 1986/2009, τόμος Α, σ. 55-56.
«Και έφτασα σήμερα στο σημείο…να είμαι ό,τι είμαι, με γνωστό μέσα στις μάζες… μόνο το ένα δέκατο του συνολικού μου έργου…Γι’ αυτό εξάλλου αισθάνθηκα την ανάγκη γι’ αυτό το βιβλίο αφήγηση [Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου]. Για να βοηθήσω όσους με ξέρουν και κυρίως όσους δεν με ξέρουν, να πουν τον καλό ή τον κακό τους το λόγο, εν γνώσει για το τι λένε. Γιατί, σήμερα, οι πιο πολλοί, όταν μιλάνε για μένα, αναφέρονται κυρίως σ’ αυτήν τη διαθλασμένη εικόνα, που δημιουργεί η φήμη και η δυσφήμηση μαζί». Θεοδωράκης, Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου. Αυτοβιογρφία, 1986/2009, τόμος Α, σ. 290.
«…εάν τότε ο Ουρανός οδήγησε τον Πυθαγόρα στη μουσική, σήμερα αυτός ο άλλος, ο κοινός θνητός, οδηγήθηκε από τη μουσική στον Ουρανό…Φοβερά ερωτήματα, που ελπίζω κάποτε να βρουν απάντηση. Η επιστήμη ασθμαίνουσα προσπαθεί. Ας μην ξεχνάμε όμως…πώς υπάρχει …και η τέχνη που στοχάζεται….Φτάνει αυτά τα ερωτήματα να ερευνηθούν με ελεύθερη και ανοιχτή σκέψη… ».Θεοδωράκης, Μ. (2007). Συμπαντική Αρμονία. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ. έκδ.). Συμπαντική Αρμονία, Μουσική και Επιστήμη, σ. 100-101. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
«Η μουσική, η μόνη, η αληθινή, είναι αυτή που βρίσκεται μέσα μας. Στον κάθε άνθρωπο. Μόνο που κοιμάται… Κι αυτή που έρχεται απέξω έχει την ιδιότητα να την ξυπνά… Αν και όταν έλθει, αν και όταν ξυπνήσει η μουσική που είναι μέσα μας τότε γινόμαστε ένα με την Συμπαντική Αρμονία. …κάθε άνθρωπος κρύβει στα βάθη της ψυχής του ένα σκοτεινό και ακίνητο ηχητικό είδωλο που φωτίζεται και πάλλεται ευθύς ως έρθει σε επαφή με ένα γνήσιο μουσικό έργο. Αυτή η διαδικασία τον γεμίζει με ψυχική ευφορία…» (Θεοδωράκης, Μ. (2003). Πού να βρω την ψυχή μου. Μουσική. (σσ. 33, 36) Αθήνα: Λιβάνης,
«Άλλη βαριά αγγαρεία ήταν το κουβάλημα της πέτρας… Τις πέτρες τις μεταφέραμε απ’ το βουνό μισή ώρα δρόμο. Μια μέρα μας ρώτησαν ποιος είναι χτίστης. Παρουσιάστηκα και εγώ… Έχτιζες ξερολιθιά… και αυτοί κλοτσούσαν να δουν τη στερεότητα της κατασκευής. Αν έπεφτε, έλεγαν «Άλλος»… Αντίθετα, εγώ ήμουν τυχερός, γιατί τα λιθάρια που βρέθηκαν στην τύχη ήταν βαριά. …Το χτίσμα αντιστάθηκε στις κλοτσιές, κι έτσι η επιτροπή χωροφυλάκων με έχρισε χτίστη… Το ελληνικό κράτος, με το να με στείλει στο Μακρονήσι, φρόντιζε να εκπαιδευτώ πρακτικά σ΄ ένα επάγγελμα τόσο συγγενές με τη μουσική. Αν αντί για πέτρες και τη λάσπη χρησιμοποιήσεις τα μουσικά θέματα, την αρμονία και τα υπόλοιπα μουσικά υλικά, τότε μπορείς να χτίσεις μια συμφωνία, όπως χτίζεις ένα φούρνο. Με την αρωγή της πατρίδας, στα 1949, εγώ έχτιζα και φούρνο και συμφωνία!». Θεοδωράκης, Μ. (2009) . Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου. Αυτοβιογραφία. Τόμος Α σ. 452-453. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.



