Στις 19 Νοεμβρίου του 1973, δύο ημέρες και μία νύχτα μετά από την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο, ο Διονύσης Μαυρογένης -φοιτητής της Φαρμακευτικής και ένας από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης- έβγαινε με χίλιες προφυλάξεις από το κρησφύγετό του, στου Ζωγράφου και έπαιρνε το πλοίο για το Ηράκλειο της Κρήτης, κάτω από συνθήκες άκρας παρανομίας.
Το καθεστώς των συνταγματαρχών τον καταζητούσε -και αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκε- οπότε, πήρε την απόφαση να κρυφτεί στα κρητικά βουνά. Τελικά, έζησε εκεί χωρίς να αποκαλυφθεί, ως τον Ιούλιο του ’74 -όταν η χούντα του Ιωαννίδη προκάλεσε, με το πραξικόπημα που επιχείρησε στην Κύπρο, την τουρκική απόβαση που οδήγησε στην κυπριακή τραγωδία.
Ο Μαυρογένης κρατήθηκε και βασανίστηκε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ μετά την εξέγερση της Νομικής, τον Φεβρουάριο του ΄73. Αποφυλακίστηκε με την «αμνηστία» του Αυγούστου του ’73 -και τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς βγήκε στην «παρανομία».
Τους πρώτους δύο μήνες που βρέθηκε στην Κρήτη, κρυβόταν σε σπίτια φίλων του, οι οποίοι λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μπόρεσαν να τον μεταφέρουν σε ένα μιτάτο -μία στάνη, στα Αμαριώτικα!
Σημειώνει χαρακτηριστικά:
Όταν έφτασα στα κρητικά όρη με παρέδωσαν για φύλαξη στον Μάνο Χριστοδουλάκη. Επρόκειτο για έναν πρώην Παρτιζάνο και μέλος της ομάδας του Πετρακογιώργη που είχε λάβει μέρος στην αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής. (Η ομάδα του είχε κάνει πολλά σαμποτάζ ενώ βρισκόταν πίσω από την απαγωγή του στρατηγού Κράιπε). O Χριστοδουλάκης είχε στο βουνό ένα μεγάλο αγρόκτημα με πρόβατα. Ανέβαινε κάθε 15 με 20 μέρες και μου έφερνε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Στο αγρόκτημα ήταν και ένας βοσκός που φυλούσε τα πρόβατα. Λεγόταν Μάνος Φουντουλάκης και καταγόταν από ένα χωριό τη Νίθαυρη. Ζούσε εκεί με τη γυναίκα του την Φερενίκη και το μικρό παιδί τους τον Γρηγόρη, ο οποίος τότε ήταν 6-7 χρονών», συνεχίζει.
«Ένα βράδυ μετά από πολύ μεγάλο διάστημα πάνω στο βουνό μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα και έτσι αποφάσισα να κατέβω με τα πόδια στην Αγία Γαλήνη, ένα τουριστικό χωριουδάκι στη νότια Κρήτη. Στην παραλία βρισκόταν μία ομάδα νεαρών τουριστών. Κάποια στιγμή μια κοπέλα ήρθε και με ρώτησε στα αγγλικά που μπορεί να αγοράσει τρόφιμα. Το όνομα της ήταν Λόρεν. Της έδειξα έναν φούρνο που υπήρχε ακριβώς απέναντι. Τότε με ρώτησε που ζω και αφού μιλήσαμε για λίγο της είπα ότι είμαι καταζητούμενος από τη χούντα και την προειδοποίησα να προσέξει αυτούς που φορούν γυαλισμένα παπούτσια γιατί επρόκειτο για χωροφύλακες.
“Εάν θέλετε να συζητήσουμε μπορείτε να έρθετε στο βουνό όπου μένω”, της είπα χαρακτηριστικά. Η κοπέλα πήγε κατευθείαν στον Τόμπι και του μίλησε. Έτσι λοιπόν το επόμενο πρωί και αφού πρώτα της είχα δείξει το δρόμο περπάτησαν για δύο ώρες και έφτασαν στα Ριζά του Ψηλορείτη όπου βρισκόταν και το μιτάτο του Χριστοδουλάκη.
Όσο ανέβαιναν προς το βουνό εγώ τους παρατηρούσα με τα κιάλια μου. Μάλιστα ο Τόμπι είχε μαζί του και μία φωτογραφική μηχανή. Το ίδιο βράδυ η Λόρεν έφυγε και ο Τόμπι που είχε μαζί του ένα sleeping bag έμεινε για τρεις μέρες μέσα σε μία στάνη με πρόβατα», θυμάται ο Διονύσης Μαυρογένης.
«Στις συζητήσεις που κάναμε με τον Τόμπι υπήρχαν από την πλευρά μου κάποιες σκόπιμες ασάφειες καθώς δεν ήξερα με ποιον μιλάω. Ήθελα να του δώσω να καταλάβει τι γίνεται αλλά του έλεγα και κάποια μικρά ψέματα. Παρόλα αυτά εκείνος καταλάβαινε τα πάντα. Για παράδειγμα ο Τόμπι γράφει ότι με έκρυβαν στο κτήμα του αδερφού του πατέρα μου. Φυσικά δεν υπήρχε κανένας αδερφός αλλά ο μόνος που υπήρχε ήταν ο φίλος του αδερφού μου. Μάλιστα όλοι στην Κρήτη με ήξεραν ως Μάνο και όχι ως Διονύση», λέει ακόμη στο protothema.gr.
Πότε ξεπέρασε τον φόβο; Όταν συνάντησε έναν ηλικιωμένο, στο χωριό Βαχός, λίγα 24ωρα πριν την πτώση της χούντας. Ο ηλικιωμένος είχε υπάρξει κρατούμενος στο κολαστήριο του Άουσβιτς και ήταν ένας από τους λίγους που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από εκεί. Του διηγήθηκε για ώρες πως έφτασε στον τόπο μαρτυρίου χιλιάδων αιχμαλώτων του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και του έδειξε τα σημάδια στα χέρια του, τα χαρτιά και το περιλαίμιο που είχαν τότε οι κρατούμενοι ως αναγνωριστικά.
Η φήμη του φυγά Διονύση Μαυρογένη θα έφτανε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού μέσω ενός φοιτητή ο οποίος το 1974 βρέθηκε στην Κρήτη ως τουρίστας και είχε την ευκαιρία να περάσει μαζί του τρεις μέρες στο βουνό. Ήταν ο Τόμπι Μακλέοντ ο οποίος σήμερα είναι ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφιστές των ΗΠΑ. Πρόκειται για τον product director της Sacred Land Film Project με έδρα το Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια. Η εταιρεία δημιουργεί φιλμ και ντοκιμαντέρ.
Η περιπέτεια του Διονύση Μαυρογένη έγινε η βάση για μία πανεπιστημιακή εργασία του η οποία δημοσιεύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Yale το 1976. Η συγκεκριμένη εργασία έρχεται στη δημοσιότητα μέσα από το protothema.gr, ενώ ένα μεγάλος μέρος της βασίστηκε στις σημειώσεις που είχε κρατήσει στο ημερολόγιό του. Όπως γράφει ο Μακλέοντ όταν άκουσε ότι η χούντα κυνηγούσε τον Διονύση Μαυρογένη νόμιζε ότι θα έβλεπε μπροστά του έναν «γενειοφόρο Τσε Γκεβάρα καβάλα σε άλογο που είχε πάνω από τον ώμο του ένα υποπολυβόλο».