Φωτογραφία: Αντώνιος Καλογεράκης
Του Γιώργου Καλογεράκη*
Αγαπημένε μου πατέρα, το ρολόι του κόσμου σταμάτησε να χτυπά για σένα χθες την Κυριακή, στις τρεις παρά τέταρτο το απόγευμα.
Θέλω να σου πω δυο λόγια, μα μου φαίνεται ότι θα είναι φτωχά.
Θέλω να σου πω ότι για μένα ήσουν ο καλύτερος πατέρας του κόσμου. Ο καλύτερος.
Θέλω να σου φιλήσω τα χέρια μα μου φαίνεται ότι κι αυτό είναι λίγο.
Τα χέρια που όσες φορές μ’ ακούμπησαν, άφησαν το αποτύπωμά σου πάνω μου.
Θυμούμαι όταν με πήρες από το χέρι και με πήγες για πρώτη φορά στο Δημοτικό Σχολείο, μαθητή της πρώτης τάξης. Πολύς ο κόσμος, χάθηκες μέσα στο πλήθος την ώρα του αγιασμού. Κι εγώ να σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών για να σε δω.
Θυμούμαι όταν με πήραν τα χέρια σου, μικρό παιδάκι ήμουνα και με σήκωσες και με έβαλες σε ένα σκαμνάκι που είχες στο ποδήλατό σου. Μου λες θα σε πάω να δεις τον κόσμο. Και πήγαμε με το ποδήλατό σου στο αεροδρόμιο του Καστελλίου. Ήταν ένα αεροπλάνο στο διάδρομο. Θυμούμαι που μου είπες Γιωργιό, άμα μεγαλώσεις, μ’αυτό το αεροπλάνο θα γυρίσεις τον κόσμο.
Θυμούμαι το πρώτο παγωτό που μου αγόρασες από του Θοδωρή του Καμπάνη. Ένα παγωτό σοκολάτα μέσα σε σακουλάκι. Κι εγώ δεν το δοκίμασα, δεν ήξερα ακόμη ότι τα παγωτά λιώνουν, ήθελα να δώσω και της αδερφής μου και το’βαλα στην τσέπη μου κι αυτό έλιωσε.
Θυμούμαι που με πήγαινες στο Σμάρι στην κορφή του Προφήτη Ηλία. Μου έδειχνες τις πέρδικες στις πλαγιές του βουνού και τον Αη Γιάννη από ψηλά να δεσπόζει στη μέση του χωριού. Αυτό είναι το χωριό μας, το Σμάρι μου’λεγες ! Και γελούσες.
Θυμούμαι τη χαρά που πήρες όταν αγόρασες το πρώτο σου αμάξι το τογιότα. Με ρώτησες : Θα γίνω καλός οδηγός ή ατζαμής ; Κι εγώ σου είπα ο καλύτερος !
Αγαπημένε μου πατέρα. Ο καλύτερος πατέρας του κόσμου !
Θυμούμαι τα χέρια σου και θέλω να τα φιλήσω. Μα μου φαίνεται ότι κι αυτό είναι μικρό και ασήμαντο μπροστά στην προσφορά τους.
Θυμούμαι τα χέρια σου πάντα με αγάπη. Γιατί ποτέ δεν τα σήκωσες πάνω μου. Ποτέ. Ούτε μία φορά δεν θυμάμαι να με μαλώσεις, να μου τραβήξεις το αυτί, να με τιμωρήσεις. Ποτέ πατέρα μου. Μόνο αγάπη έδιναν τα χέρια σου.
Θυμούμαι τα λιόφυτα στου Λαγού. Όλες οι ελιές περνούσαν απ’αυτά τα χέρια. Θυμούμαι και κείνη τη μέρα που έπιασε μια μεγάλη μπόρα στο λιόφυτο. Τεσσάρων η πέντε χρονών εγώ. Και με πήγε η μάνα μου κάτω από μια ελιά. Και εσύ ήρθες και έβγαλες το σακάκι σου και με σκέπασες. Έβλεπα τη βροχή να σε χτυπά. Δεν κρυώνεις ; σε ρώτησα. Όχι Γιωργιό, και πάλι γελούσες. Όχι Γιωργιό !
Γιατί καλέ μου πατέρα ήσουνα τόσο καλός ; Γιατί ; Ξέρεις πόσες φορές φέρνω στο μυαλό μου ακόμη και σήμερα αυτό το όχι Γιωργιό ;
Θυμούμαι πατέρα μου και το αγαπημένο σου τραγούδι. Εκείνο, του Πάνου Γαβαλά.
…όσο με μαλώνεις κι όσο με πικραίνεις,
άλλο τόσο μέσα στη καρδιά μου μπαίνεις…
Αγαπημένε μου πατέρα, το ρολόι της ζωής σταμάτησε για σένα. Η ζωή σου σταμάτησε κάπου εδώ.
Λίγα λεπτά πριν φύγεις από τη ζωή, σήκωσες τα χέρια σου και μου έκανες σινιάλο να πλησιάσω στο κρεβάτι.
-Τι θέλεις ; σου είπα.
– Γιωργιό μου είπες, είχα πενήντα χρόνια να σ’ακούσω να με λες έτσι, Γιωργιό, άμα πεθάνω να μη κλάψεις ! Να μη κλάψεις! Ακούς ;
Ναι, πατέρα μου δεν θα κλάψω !
Όμως αγαπημένε μου πατέρα σου είπα ψέματα. Θα κλάψω για σένα. Πάντα θα κλαίω. Γιατί σου αξίζει. Γιατί για μένα, ήσουν ο καλύτερος πατέρας του κόσμου !
* Ο Γιώργος Καλογεράκης είναι Δάσκαλος, Δ/ντής του Δημοτικού Σχολείου Θραψανού και Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων