Του Πέτρου Μηλιαράκη*
Η Ελλάδα έχει χρέος διά των πολιτειακών της Οργάνων να θέτει διαρκώς το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων καθώς και του κατοχικού δανείου. Ωστόσο,στην πρόσφατη επίσκεψη στην Αθήνα της εκτελούσας χρέη καγκελαρίου κυρίας Ανγκέλα Μέρκελ (από ό,τι δυστυχώς αποδείχτηκε) σε επίπεδο ελληνικής Πολιτείας δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα! Αυτό αφορά παράλειψη η οποία κρίνεται ασυγχώρητη!
Και είναι ασυγχώρητη διότι πράγματι προς το βάσιμο αυτό αίτημα, το οποίο είναι απαράγραπτο ,συλλειτουργούν όλοι οι κανόνες του σύγχρονου διεθνούς και ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμου. Η παρούσα δε ανάλυση (1) μπορεί να είναι χρήσιμη στη συνολική προβληματική του τρόπου αντιμετώπισης και διεκδίκησης τόσο του κατοχικού (πολεμικού) δανείου όσο και των πολεμικών επανορθώσεων (αποζημιώσεων) από την ενωμένη (πλέον) Γερμανία. Με τούτη την προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής
- ΟΙ ΕΜΠΟΛΕΜΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ
Όταν η Γερμανία κήρυξε το πόλεμο κατά της Ελλάδας, η Σύμβαση της Χάγης της 18ης Οκτωβρίου 1907 αναφερόταν με βάση το άρθρο 3, τόσο στις αξιώσεις αποζημίωσης λόγω των εχθροπραξιών, όσο και στην ευθύνη «δια πάσας τας υπό των συμμετεχόντων της στρατιωτικής δυνάμεως ενεργεθείσας πράξεις».
Παραλλήλως, ειδικότερα για τις εχθροπραξίες, με βάση το άρθρο 22 της προαναφερόμενης Σύμβασης της Χάγης, καθιερωνόταν η Αρχή Δικαίου, και για τη Γερμανία που ήταν άλλωστε η επιτιθέμενη, ότι ο εμπόλεμος: «δεν έχει απεριόριστο δικαίωμα περί την εκλογή των μέσων προς βλάβην του εχθρού».
Επίσης, με βάση το άρθρο 25 της προαναφερόμενης Σύμβασης της Χάγης, ρητώς υπήρχε ο κανόνας της απαγόρευσης της «προσβολής ή βομβαρδισμού ανυπεράσπιστων πόλεων, χωρίων, κατοικιών ή κτηρίων».
Υπ’ όψιν δε ότι η Ελλάδα μέχρι την κήρυξη του πολέμου δεν ήταν εχθρός της Γερμανίας, δεν απείλησε ποτέ τη Γερμανία, ούτε δε κατ’ υπαινιγμό εκδήλωσε την παραμικρή απειλή βίας η πρόθεση διεξαγωγής εχθροπραξιών εναντίον της. Αυτό καταγράφεται ενταύθα (εκ προοιμίου) λόγω της ιδιαίτερης νομικοπολιτικής σημασίας του.
Επειδή δε οι θηριωδίες της κατακτήτριας φασιστικής και ναζιστικής Γερμανίας που έλαβαν χώρα εναντίον της Ελλάδας εξ αιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφορούν ευθείαπαραβίαση των κανόνων του Δικαίου του Πολέμου, επιβάλλεται μια σύντομη αναφορά-προσέγγιση στο δικαιϊκό αυτό κλάδο.
- ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Αντικείμενο του Δικαίου του Πολέμου είναι πάντοτε η θέσπιση περιορισμών στη χρησιμοποιούμενη ισχύ από τους εμπόλεμους μέχρι εκείνο το βαθμό, ώστε η χρησιμοποιούμενη αυτή ισχύς, να υποκαθιστά τη δικαιοσύνη η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις των Κρατών πριν από τη σύρραξη. Και τούτο γιατί ο πόλεμος καταργεί το Διεθνές Δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις των Κρατών στην ειρήνη.
Βεβαίως, επικρατεί και η «θέση» ότι το Δίκαιο του Πολέμου αφορά μια «χωρίς αξία» ρύθμιση, καθόσον η πείρα έχει διδάξει ότι οι κανόνες του Δικαίου του Πολέμου παραβιάζονται συνεχώς από τους εμπόλεμους και ότι ο δικαιϊκός αυτός κλάδος αφορά διατάξεις οι οποίες δεν είναι αντικείμενο σεβασμού. Με βάση τη θέση αυτή, το Δίκαιο του Πολέμου συγκροτείται από διατάξεις οι οποίες δεν λαμβάνονται καν υπ’ όψιν κατά την περίοδο των εχθροπραξιών.
Ωστόσο, ένας τέτοιος ισχυρισμός αποδυναμώνεται με βάση τη λογική και την κοινή πείρα. Και τούτο γιατί θα πρέπει να θεωρούνται «χωρίς αξία» και οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου. Κατάκτηση επίσης της κοινής πείρας είναι, ότι οι διατάξεις του Ποινικού Δικαίου αφορούν κανόνες που παραβιάζονται αφορήτως και μάλιστα σε ακραίες εκδοχές λόγω της καθημερινής εγκληματικότητας των ατόμων. Ως εκ τούτου και το Δίκαιο του Πολέμου και το Ποινικό Δίκαιο, συγκροτούνται ως δικαιϊκοί Θεσμοί από κανόνες που παραβιάζονται. Αυτό όμως επουδενί σημαίνει ότι συγκροτούν γνωστικά αντικείμενα και δικαιϊκούς κλάδους χωρίς «πρακτική σημασία». Και τούτο γιατί οι κανόνες αμφοτέρων των δικαιϊκών αυτών κλάδων, δηλαδή του Δικαίου του Πολέμου και του Ποινικού Δικαίου, παράγουν αποτελέσματα με κυρωτικές συνέπειες.
Επίσης αξιοσημείωτα είναι τα εξής: Με τη Σύνοδο των Παρισίων το 1928 καταδικάσθηκε γενικώς ο πόλεμος, αλλά δεν απαγορεύθηκε όταν το Κράτος βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα. Η νόμιμη άμυνα ρητώς, άλλωστε, αναγνωρίζεται και από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Το Δίκαιο του Πολέμου εστιάζει ειδικώς στα πολεμικά εγκλήματα (war crimes). Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού του Διεθνούς Στρατοδικείου (γνωστού υπό την ονομασία και ως Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης), τα εγκλήματα πολέμου αφορούν όχι μόνο εγκλήματα κατά της ειρήνης γενικώς, αλλά και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στις ειδικές τους εκδηλώσεις.
Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου αξιοσημείωτο είναι ότι η διεθνής έννομη τάξη έχει ιδρύσει και λειτουργεί αποφασιστικώς το (ad hoc) Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο που προβλέπει και τιμωρεί εγκλήματα πολέμου με ειδικότερες αναφορές π.χ. στη γενοκτονία, στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας κ.ά.
- ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ
Οι μεταπολεμικές ευθύνες (2) της Γερμανίας είναι ενεστώσες και απαράγραπτες και η συνένωση των δύο Γερμανιών (31/8/1980), αποκλείει το οποιοδήποτε πρόσχημα περί της μη συνέχειας της κρατικής οντότητας της Γερμανίας του Βου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενταύθα ας μου επιτραπεί να υποστηρίξω ότι: α) ουδεμία παραγραφή υφίσταται για ποινικές και αστικές αξιώσεις που αφορούν εγκλήματα πολέμου, β) ότι η Συμφωνία (3) του Λονδίνου του 1953, ουδένα περιθώριο αφήνει για οποιαδήποτε παραγραφή και ειδικότερα για την Ελλάδα, ενώ γ) με το Ν.2023/1952 με τον οποίο τερματίζεται η εμπόλεμη κατάσταση της Χώρας μας με τη Γερμανία, ρητώς δηλώνεται η επιφύλαξη δικαιωμάτων των εκ του πολέμου προκυψάντων και υφισταμένων διαφορών.
- Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Η Γερμανία σήμερα, είναι Χώρα που ανήκει στο Συμβούλιο της Ευρώπης και έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου που αφορά στη Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Συνεπώς η Γερμανία έχει προσχωρήσει και υπάγεται σε κανόνες δικαίου του σύγχρονου νομικού και πολιτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας σημαντικότατος εταίρος και Κράτος-Μέλος είναι η Γερμανία, έχει προβεί σε κατευθυντήριες γραμμές για την προώθηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (4). Συνεπώς η ενωμένη Γερμανία δεν μπορεί να πολιτεύεται αγνοώντας τις μεταπολεμικές υποχρεώσεις της, αρνούμενη ουσιαστικώς τις εμπόλεμες ευθύνες της. Άλλως, δεν μπορεί να επικυρώνει και να κυρώνει το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (5). Η Γερμανία δεν μπορεί να είναι υπερασπιστής των σύγχρονων ευρωπαϊκών Αρχών και Αξιών, αλλά ούτε και τιμωρός των σύγχρονων εγκληματιών πολέμου, χωρίς την προηγούμενη και λυσιτελή ανάληψη των δικών της απαράγραπτων ευθυνών.
Στην προκειμένη περίπτωση: για τις μεταπολεμικές ευθύνες της Γερμανίας και με χρονική αφετηρία τη συνένωση των δύο (2) Γερμανιών, θα πρέπει, να υπάρξει αξιολόγηση στο πλαίσιο της θεωρίας και της πράξης της Διεθνούς Ευθύνης, κατά τα κρατούντα στο Διεθνές Δίκαιο. Άλλωστε, η Διεθνής Ευθύνη (6) αποτελεί θεμελιωμένο Θεσμό του Διεθνούς Δικαίου.
Η Διεθνής Ευθύνη της ενωμένης πλέον Γερμανίας, αφορά πέραν των παραβιάσεων που έχουν λάβει χώρα σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου, και στη άρνησή της (εν καιρώ ειρήνης) να αποδώσει τα δι’ αρπαγής λεηλατηθέντα χρήματα του Ελληνικού Λαού, να αποκαταστήσει και επανορθώσει τις ζημίες που προκάλεσε, καθώς και να αποζημιώσει για ηθική βλάβη τα θύματα και τις οικογένειές τους. Οι προαναφερόμενες αρνήσεις της Γερμανίας συνιστούν παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου «δια παραλείψεως»(7).
Επιτρέψατέ μου να υποστηρίξω την άποψη ότι η διεθνής ευθύνη προβάλλεται από το Κράτος που θέλει να υπερασπιστεί δικαιώματα που του αναγνωρίζει η διεθνής έννομη τάξη. Άσχετο είναι δε, εάν τα δικαιώματα αυτά ιδρύονται σε ειρηνική περίοδο ή σε εμπόλεμη περίοδο λόγω εχθροπραξιών. Σε κάθε περίπτωση ο άδικος πόλεμος (unjust war) έχει μεταπολεμικές συνέπειες και γεννά διεθνή ευθύνη.
Τα υφιστάμενα πολιτικά αλλά και δικαιοδοτικά Όργανα που συγκροτεί και αναγνωρίζει η σύγχρονη ευρωπαϊκή και διεθνής έννομη τάξη, εξασφαλίζουν στην Ελλάδα όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις να αξιώσει από τη μεταπολεμική Γερμανία την ικανοποίηση των δικαιωμάτων της.
ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) Θα επακολουθήσει προσεχώς κι άλλη ανάλυση που αφορά υφαρπαγή περιουσιακών στοιχείων απο την Τράπεζα της Ελλάδος.
(2) Οι σοβαρές παραβιάσεις των κανόνων του εθιμικού και συμβατικού Δικαίου του Πολέμου ταυτίζονται με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο. Ο σύγχρονος δε ορισμός διαμορφώθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης (η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 8 Αυγούστου 1945). Βλ. σχετικώς Χ.Ροζάκης, Έγκλημα και Τιμωρία: το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στη Νέα Παγκόσμια Τάξη, 2004,Μ.Σαρηγιαννίδης, Η Πολεμική Κατοχή στο Διεθνές Δίκαιο, 2011.
(3) Η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 συνιστά δέσμευση μεταξύ της τότε Δυτικής Γερμανίας και των Συνασπισμένων Δυνάμεων. Αφορά δε, ουσιαστικό κανόνα που έχει ενταχθεί στις εσωτερικές έννομες τάξεις. Στην Ελλάδα έχει κυρωθεί με το Ν.3480/1956. Σχετική είναι και η Συμφωνία της Βόννης του 1952. Πάντως η διακρατική Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, τελούσε υπό την «άγραφη» αίρεση του κρίσιμου νομικού ζητήματος που οφειλόταν στο κατά πόσο η (τότε) Δυτική Γερμανία ήταν η συνέχεια της νομικής προσωπικότητας του Γ’ Ράιχ.
(4) Βλ. επίσημη Εφημερίδα Ε.Ε. αριθμ. C327 thw 23/12/2005.
(5) Κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.3003/2002 (ΦΕΚ 75/τ.Α/8.4.2002). Επίσης βλ. και Ν.3948/2011(ΦΕΚ 71/τ.Α/5.4.2011) που αφορά: Προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
(6) Βλ. Ε.Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, ΙΙΙ, 1983, σελ. 113 και επ., Κ.Ευσταθιάδης, Διεθνές Δίκαιον, ΙΙΙ, 1963, σελ. 69 και επ., Π. Μηλιαράκης, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και Ελληνικό Σύνταγμα- (σε κοινή έκδοση στην ελληνική και αγγλική γλώσσα), 2008,σελ. 63 και επ. , R.M.M. Wallace-O.Martin Ortega, International Law, 2009 σελ. 194 και επ., I.Brownlie, Principles of Public Internationa lLaw, 1979, σελ. 431 και επ. L.B.Sohn,Settlement of Disputes Rerating of the Interpretation and Application of Treaties, 1976, σελ. 195-294.
(7) Τέτοιο παράδειγμα παράληψης, δηλαδή μη λήψης μέτρων αφορά η υπόθεση των ομήρων της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Τεχεράνη το 1980, αλλά και του Στενού της Κέρκυρας το έτος 1949, όπου το Διεθνές Δικαστήριο αναγνώρισε διεθνή ευθύνη με παράλειψη.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).