Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Είναι ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου και φυσικά είναι ο μήνας που προαναγγέλλει το χειμώνα που σε λίγο πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Ο μήνας με τις επείγουσες δουλειές, αφού τα επερχόμενα κρύα, βροχές και χιόνια του χειμώνα δυσχεραίνουν την κατάσταση. Βέβαια και οι μεγάλες γιορτές που θ’ ακολουθήσουν τον ερχόμενο μήνα, το Δεκέμβρη, με τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, τα Χριστούγεννα, χρειάζονται διάφορες προμήθειες που πρέπει να γίνουν, όπως φαγώσιμα, ξύλα για το τζάκι και ό,τι χρειάζεται.
Μ’ άλλα λόγια ο Νοέμβρης προϋποθέτει κάθε είδους προετοιμασία.
Τα λαϊκά ονόματα δεν του απολείπουν και αυτό, αφού οι δουλειές που απέμειναν, προκειμένου να γίνουν, είναι αρκετές. Τον λένε Βροχάρη για τις πολλές του βροχές, Νιαστή για τα τελευταία νυάσματα ή νεάσματα (οργώματα) της γης, Παχνιστή για το κλείσιμο των ζώων στο παχνί, Χαμένο, επειδή ο χρόνος για εργασία είναι μικρός. Σποριάς ή Μεσοσπορίτης εξαιτίας της σποράς, Κρασομηνά (αφού ανοίγουν τα κρασιά). Παίρνει ονόματα όμως και από τους Αγίου του, που γιορτάζουν όπως: Αϊ Γιώργης, Αϊ Ταξιάρχης, Αϊ Στράτηγος ή Αρχαγγελιάτης, Φιλιππιάτης και Αγιαντρέας.
Στο στόμα του ελληνικού λαού ο μήνας Νοέμβρης έχει τα πιο πολλά ονόματα.
Πάνω στις μετεωρολογικές παρατηρήσεις αιώνων και μέσα στα χρονικά στεγανά των μηνών τους, οι άνθρωποι της γης είχαν ρυθμίσει τις εργασίες τους, αλλά και την ψυχαγωγία τους.
Έχουμε αναφέρει πολλές φορές ως τώρα για τα σημάδια του ουρανού που οι άνθρωποι τα μεταχειρίζονται σαν δείχτες για τις δουλειές-τους: πότε να τις αρχίζουν και πότε να τις τελειώνουν. Το ουράνιο σημάδι που κυριαρχεί το μήνα Νοέμβρη και οργανώνει το χρόνο των Ελλήνων αγροτών, γεωργών και κτηνοτροφών, είναι ο αστερισμός της Πλειάδας, δηλαδή της Πούλιας, όπως τη λέει ο λαός.
Η ανατολή της Πούλιας στα τέλη Μαΐου (όταν, δηλαδή, αρχίζει να γίνεται ορατή λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου) και η δύση της στα μέσα Νοεμβρίου (όταν, δηλαδή, η Πούλια δύει λίγο πριν από την ανατολή του Ήλιου) σημαδεύουν, αντίστοιχα, την αρχή του καλοκαιριού και την αρχή του χειμώνα. Ως ημέρα της επιτολής της Πούλιας (επιτολή ονομάζεται η ανατολή ενός άστρου πριν από την ανατολή του Ήλιου) θεωρείται από το λαό η γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, 21 Μαΐου (όλες όμως αυτές οι ημερομηνίες λογαριάζονται με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή 13 μέρες πίσω), ενώ η δύση -της τοποθετείται στη γιορτή του Αγίου Φιλίππου, 14 Νοεμβρίου. Κατά τόπους όμως το φυσικό αυτό φαινόμενο έλκεται, θα μπορούσε κανείς να πει, και από άλλους αγίους και τοποθετείται στη δική-τους γιορτή. «Ο Αϊ-Μηνάς εμήνυσε Πούλια μήν ξημερώσει», λέει μια παροιμία, που μαρτυρεί τη σύνδεση του φαινομένου με τη γιορτή του Αγίου Μηνά.
Είναι χαρακτηριστική και έκδηλη η αγάπη των Ελλήνων προς το μήνα Νοέμβριο. Τον νιώθουν, τον θεωρούν σαν ένα συγκαταβατικό γέροντα, ο οποίος τους βοηθάει για να μπουν στον χειμώνα. Τους βοηθάει, τους συμπαραστέκεται να κάνουν κάποιες από τις εργασίες τους, όπως το μάζεμα της ελιάς για ν’ αποκομίσουν τη σοδειά τους. Δεν παύει όμως να συμφιλιώνει και να ενώνει τους ανθρώπους, μαζεύοντάς τους στα σπίτια τους από νωρίς, κουβεντιάζοντας σε συγγενικές αλλά και γειτονικές συντροφιές.
Ακόμα έρχονται στη μνήμη μου εκείνα τα αξέχαστα νυχτέρια των συγχωριανών μου στα χωριά του Πηλίου. Θυμάμαι σε πολύ μικρή ηλικία τις συνάξεις γειτόνων, συγγενών και φίλων με το φως της λάμπας αλλά και του λύχνου πολλές φορές. Κι εδώ πρέπει να σταθώ στους λύχνους που χρησιμοποιούσαν οι μεγαλονοικοκυραίοι του χωριού μου, αυτοί που είχαν πολλά κτήματα, πολλές ελιές και φυσικά έβγαζαν και πολύ λάδι. Είχαν σίπατους λύχνους με οκτώ συνολικά φιτίλια που έδιναν απεριόριστο φως αλλά έκαιγαν και πολύ λάδι. Οι οικονομικά ασθενέστεροι χρησιμοποιούσαν τον κανονικό λύχνο με ένα φιτίλι. Ας είναι…
Ο μήνας Νοέμβρης είναι ο προάγγελος των εορτών, των μεγάλων εορτών που θα ακολουθήσουν. Μας προϊδεάζει με το “Σαραντάμερό” του για την εορτή των Χριστουγέννων και για το ελπιδοφόρο ξεκίνημα του νέου χρόνου.
Σίγουρα μπορεί “ο κόσμος ν’ άλλαξε, ν’ αλλάξαν και οι καιροί” όπως λέει και το παλιό νοσταλγικό τραγούδι! Όμως… το νυχτέρι (μια ελληνικότατη λέξη) να μην υποχώρησε στη μοντέρνα λέξη “βεγγέρα”. Ηταν αυτό που έδεσε οικογένειες, αυτό που έφερε σε επαφή και επικοινωνία γείτονες, συγγενείς και φίλους, αυτό που χάρισε ζεστασιά και δημιούργησε το αίσθημα της φιλοξενίας και της αλληλοβοήθειας. Για πολλούς τα νυχτέρια υπήρξαν πολιτιστικοί κύκλοι με μοναδικά ενδιαφέροντα.
Σήμερα οι συνήθειες αυτές σίγουρα έχουν αραιώσει, αφενός με την υπερβολική χρήση της τηλεόρασης που πολλές φορές καθηλώνει την οικογένεια και αφετέρου με την χρήση των υπολογιστών που και αυτά καθηλώνουν ξεχωριστά κάθε ένας μέλος της οικογένειας. Παρ’όλα αυτά όμως, οι παλιές συνήθειες, αλλά και οι ψυχικές διαθέσεις των αγροτικών γενεών αλλά και των αστικών ακόμα, ενώ έχουν μειωθεί σημαντικά, δεν έχουν λείψει. Πάντοτε κάποιες ωραίες συνήθειες, κάποιες όμορφες στιγμές του παλιού σκληρού, αλλά καλού καιρού, αντιστέκονται. Είναι οι σημερινές σύγχρονες μαζώξεις, οι σημερινές οικογένειακές, φιλικές και συγγενικές στιγμές που θα υπάρχουν όσο υπάρχουν άνθρωποι και κοινωνίες. Οσο θα υπάρχει αγάπη και ζεστασιά, κατανόηση και σεβασμός. Για τις στιγμές αυτές, για τον φωτισμό και για τις βεγγέρες, μας δίνει πληροφορίες η Μαρίκα Φρέρη στο βιβλίο της με τίτλο: Το κάστρο μας.
“Μα τώρα θυμήθηκα και κάτι άλλο που γινόταν στα παιδικά μου χρόνια και που με γέμιζε μελαγχολία-άγνωστο γιατί.
Ηλεκτρικό κείνα τα χρόνια δεν υπήρχε στην Κρήτη, ούτε γκάζι. Τα σπίτια φωτίζονταν με τις κρεμαστές λάμπες και κείνες που βάζαμε πάνω στα σκρίνια και στη μέση του τραπεζιού. Κάθε βράδυ σαν πηγαίναμε όλοι για ύπνο φέγγαμε στα δωμάτιά μας με το καντηλάκι του λαδιού- που για περισσότερη οικονομία το έβαζε η μητέρα ανάμεσα στην ανοιχτή πόρτα που χώριζε την κρεβατοκάμαρή μας από τη δική της. Κι έτσι με ένα καντήλι φέγγαμε όλοι μας.
Οι δρόμοι και τα στενά δρομάκια του Κάστρου μας φωτίζονταν αχαμνά με αραιά φανάρια κρεμασμένα σε ψηλούς στύλους. Μόλις έκανε πως θα βραδιάσει, πηγαίναμε και κολλούσαμε τη μύτη μας στο παράθυρο του σπιτιού μας- στο ισόγειο- που έβλεπε στο δρόμο μας, την οδό Αρετούσης.
Περιμέναμε να δούμε τον φαναρά να προβάλει. Κι αλήθεια, πάντα στην ώρα του, φαινόταν να κατεβαίνει από το πάνω μέρος του δρόμου. Ήταν αξιολύπητος να τον βλέπεις. Ψυλός, ξερακιανός, μ’ ένα ολογίγδωτο κουστούμι, είχε κρεμασμένη στον ώμο του μια μακριά σκάλα και στο χέρι του κρατούσε ένα πελώριο λαδερό. Ξεκρέμαγε τη σκάλα του και την ακουμπούσε όσο καλύτερα μπορούσε ανοικτή.
Τότε τρέχαμε μέσα στην τραπεζαρία και φωνάζαμε:
-Νύχτωσε! Άναψε ο φαναράς τα φανάρια του δρόμου μας…
Μα δεν ήταν μόνο τα φανάρια του δρόμου που με μελαγχολούσαν. Ήταν και τα φαναράκια που είχαμε όλοι στα σπίτια μας και που τα μεταχειριζόμαστε σαν θέλαμε να πάμε βεγγέρα στη γιαγιά ή σε άλλο συγγενικό σπίτι.
Προτού ξεκινήσουμε, άναβε ο πατέρας το φαναράκι- που έτιμο και πεντακάθαρο περίμενε πάνω στο ράρι της κουζίνας- και κρατώντας το ψηλά πήγαινε πρώτος και πίσω ακολουθούσαμε οι άλλοι πατώντας τις μακρόσυρτες σκιές που έριχνε το τερμουλιαστό φως”.
Τέτοιες μέρες λοιπόν… τέτοια λόγια… τέτοιες συνήθειες!
Έτσι ήταν η ζωή. Δύσκολη, απλή, αλλά ανθρώπινη. Και μέσα απ’ όλα αυτά ξετυλιγόταν και η ομορφιά της, αφήνοντας σε μας τους νεότερους μνήμες νοσταλγίας εκείνου του παλιού καλού καιρού!