Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Ο θάνατος φιλικών προσώπων προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Τη συγκίνηση, μόλις πληροφορείσαι τον απρόσμενο χαμό τους, διαδέχονται οι τύψεις, για το γεγονός ότι δεν μπόρεσες να τα συναναστραφείς όσο θα ήθελες και να ανταλλάξεις μαζί τους απόψεις για ζητήματα που σε απασχολούσαν. Τίποτε δεν μπορείς να κάνεις, όμως, ώστε να ξαναφέρεις πίσω τον χρόνο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, προκειμένου να αποκαταστήσεις κάπως το κενό που έχει δημιουργηθεί, καταφεύγεις στα γραπτά όσων πέρασαν στην αντίπερα όχθη. Ξαναδιαβάζεις ορισμένα κείμενά τους, εντυπωσιάζεσαι από την πρωτοτυπία τους και θαυμάζεις τον τρόπο σκέψης τους. Μια τέτοια κίνηση συνιστά ένα είδος μνημοσύνου για τα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Αυτά σκέφτομαι τις τελευταίες μέρες, καθώς σήμερα συμπληρώνονται επτά χρόνια από τον θάνατο του Αθανασίου Παλιούρα, από τους διαπρεπέστερους Έλληνες καθηγητές της Βυζαντινής Αρχαιολογίας των τελευταίων δεκαετιών.
Γεννήθηκε το 1937 στη λαϊκή συνοικία της Ντούτσαγας του Αγρινίου. Στη γενέθλια πόλη του έζησε, μέσα σε στερήσεις, τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια του. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος τον σημάδεψαν ανεξίτηλα.
Στα τέλη της δύσκολης δεκαετίας του 1950 βρέθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Θεολογία και Αρχαιολογία.
Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών του, υπηρέτησε ως καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε διάφορες περιοχές της χώρας, δημιουργώντας παντού μόνο φιλίες.
Στη συνέχεια, ως υπότροφος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Βενετίας, πραγματοποίησε συστηματική έρευνα στο πλούσιο αρχειακό υλικό που σώζεται στην πόλη των τεναγών. Σπουδαιότερος καρπός της επίπονης εργασίας του υπήρξε η σύνταξη της διδακτορικής διατριβής του με τον τίτλο: «Ο ζωγράφος Γεώργιος Κλόντζας (1540 ci.-1608) και αι μικρογραφίαι του κώδικος αυτού» (Αθήνα, Εκδόσεις Γρηγόρη, 1977).
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνέχισε να εργάζεται στη γενέτειρά του ως καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι το 1976, οπότε εκλέχθηκε Εντεταλμένος Επιμελητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων. Το 1984 έγινε Αναπληρωτής Καθηγητής και το 1988 Τακτικός Καθηγητής. Στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων υπηρέτησε ώς τη συνταξιοδότησή του το 2006.
Κατά την παρουσία του στα Γιάννενα ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Παράλληλα με τη διδασκαλία του, η οποία είχε μεγάλη απήχηση στον φοιτητικό κόσμο, υπηρέτησε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων από διάφορες ακαδημαϊκές θέσεις. Επίσης, δίδαξε θέματα της ειδικότητάς του στην Ανώτερη Εκκλησιαστική Σχολή Βελλάς Ιωαννίνων και στα Σεμινάρια Βυζαντινής Ιστορίας και Αρχαιολογίας που οργάνωνε στη Γενεύη η Ιερά Μητρόπολη Ελβετίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε την εποπτεία της Επιστημονικής Επετηρίδας της Φιλοσοφικής Σχολής «Δωδώνη» καθώς επίσης του επιστημονικού περιοδικού «Ηπειρωτικά Χρονικά» της Μητροπόλεως Ιωαννίνων. Τέλος, διετέλεσε για πολλά χρόνια μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ανώτατου επιστημονικού οργάνου του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το συγγραφικό έργο του, όλες αυτές τις δεκαετίες, υπήρξε πλούσιο. Έγραψε δεκάδες άρθρα και μελέτες που αποτελούν σημαντικές συμβολές στο επιστημονικό πεδίο που υπηρέτησε. Από τα βιβλία του, επισημαίνονται τα: «Ελληνικόν Ινστιτούτον Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Οδηγός του Μουσείου των εικόνων και του ναού του Αγ. Γεωργίου» (Βενετία 1976), «Ιερά Μονή Σινά» (Αθήνα 1985), «Το μοναστήρι της Παναγίας στον Προυσό» (Αθήνα 1997), «Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία. Συμβολή στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μνημειακή τέχνη» (Αγρίνιο 2004), «Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία» (Ιωάννινα 2004), «Μεταβυζαντινή ζωγραφική» (Ιωάννινα 2010), «Αιτωλία. Ανακαλύπτοντας τον Βυζαντινό Πολιτισμό μέσα από Ανασκαφές» (Αγρίνιο 2013).
Επιμελήθηκε, επίσης, την έκδοση ορισμένων σημαντικών τόμων: «Άγιοι Τόποι» (1988), «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία» (Αθήνα 1989), «Μακεδονία. Ιστορία-Αρχαιολογία-Πολιτισμός» (Αθήνα 1993), «Μοναστήρια Νήσου Ιωαννίνων» (Ιωάννινα 1999), «Αχελώος και τα χωριά “παρά τον καλούμενον Καμπύλον ποταμόν”» (Παρακαμπυλία Αιτωλοακαρνανίας 2010).
Οι παραπομπές σε όλα τα παραπάνω έργα, τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι συνεχείς. Και αυτό δείχνει τη μεγάλη σπουδαιότητά τους.
Το ίδιο πλούσια υπήρξε και η ανασκαφική έρευνά του. Στην Αιτωλοακαρνανία, οργάνωσε και διεύθυνε τρεις μεγάλες πανεπιστημιακές ανασκαφές, από τις οποίες αναδείχθηκαν: η τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική στον λόφο Αγίας Τριάδας χωριού Κάτω Βασιλική Αιτωλίας, η Εγκλείστρα του σπηλαίου του Αγίου Νικολάου Βαράσοβας Αιτωλίας και η Αγία Τριάδα Μαύρικα Αγρινίου.
Η σχετική δραστηριοποίησή του συνεχίστηκε και σε διάφορες ελληνικές περιοχές, όπως στη βυζαντινή ερειπωμένη Μονή της Παναγίας Αρτοκωστά Κυνουρίας.
Την τελευταία περίοδο της ζωής του είχε επικεντρώσει την προσοχή του στην ανασκαφή της Ιεράς Μονής των Τριών Ιεραρχών, στην περιοχή «Λουσούδι» των Καπετανιανών Αστερουσίων, στη νότια Κρήτη.
Στις παραπάνω ανασκαφές συμμετείχαν πάντα φοιτητές και φοιτήτριές του από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, που αποκτούσαν κατά αυτό τον τρόπο πολύτιμες εμπειρίες για τη μετέπειτα σταδιοδρομία τους.
Όλα τα χρόνια, παρά τον φόρτο των εργασιών του, διέθετε χρόνο για να υπηρετεί με διάφορους τρόπους την αγαπημένη του πόλη. Αγωνίστηκε να γίνει πράξη το μεγαλύτερο όραμά του, η δημιουργία αυτόνομου Πανεπιστημίου στο Αγρίνιο, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, Αντιπρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Αγρινίου «Κώστας Χατζόπουλος» και πολλών άλλων επιστημονικών σωματείων. Η εντονότερη ανάμειξή του τα τελευταία χρόνια στα πνευματικά πράγματα της περιοχής του, απέφερε θεαματικά αποτελέσματα, με την οργάνωση σημαντικών επιστημονικών συναντήσεων.
Τον Αθανάσιο Παλιούρα δεν τον γνώριζα αρκετά καλά. Τις λίγες φορές, που είχαμε συναντηθεί, οι συζητήσεις μας περιορίζονταν σε τυπικότητες. Στα λίγα λεπτά που διαρκούσαν, ωστόσο, εύκολα μπορούσες να διακρίνεις την ευγένεια του χαρακτήρα του. Η έγνοια του, για όσους είχαν περάσει από τη Βενετία και είχαν πραγματοποιήσει έρευνα στον αρχειακό πλούτο της, δεν ήταν καθόλου προσποιητή.
Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Διατηρούσε πάντα στενούς δεσμούς με την Κρήτη, καθώς η γυναίκα του καταγόταν από τον Χάρακα Μονοφατσίου. Περνούσε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του στο νησί, ερχόμενος σε επαφή με τους ανθρώπους του.
Συναντιόμασταν τακτικότερα, με την ευκαιρία των εργασιών κάποιων Επιστημονικών Συνεδρίων, οπότε μπόρεσα να εκτιμήσω καλύτερα την προσωπικότητά του. Με τις παρεμβάσεις του, ύστερα από κάθε εισήγηση, πρόσφερε τα ερεθίσματα για την ανταλλαγή απόψεων. Ακόμα και σε θέματα, στα οποία είχε εμφανώς διαφορετική άποψη, επιδίωκε τον ουσιαστικό διάλογο.
Στο τέλος κάθε βραδιάς, μόλις ολοκληρώνονταν οι ομιλίες, η συζήτηση συνεχιζόταν για αρκετή ώρα στις μικρές παρέες που δημιουργούνταν. Τις ώρες εκείνες, μακριά από τις συμβατικότητες, ξεδιπλωνόταν όλος ο ψυχικός κόσμος του.
Ο φιλικός τρόπος, με τον οποίο σε αντιμετώπιζε, αμέσως σε κατακτούσε. Άκουγε τους προβληματισμούς σου με απέραντη υπομονή και σου απαντούσε απλά και γαλήνια. Ο λόγος του δεν πρόδιδε καθόλου έπαρση. Η καλοσύνη, ήταν πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Στις μαζώξεις αυτές, στις οποίες παρευρίσκονταν πολλοί άλλοι κοινοί γνωστοί, η κουβέντα πάντα ξεστράτιζε σε άλλα θέματα. Του άρεσε να διηγείται ιστορίες από τα παιδικά χρόνια του στον γενέθλιο τόπο του και το άσχημο κλίμα που βίωσε η γενιά του. Ορισμένες από αυτές τις ιστορίες, με την απαραίτητη ανάπτυξη, είχε αρχίσει να δημοσιεύει σε ημερήσια και περιοδικά έντυπα.
Λίγο αργότερα συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του: «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα. Ανάμεσα σε Αρμένηδες, Εβραίους και Γύφτους» (Αθήνα, Εκδόσεις Αρμός, 2011).
Είναι από τα ωραιότερα λογοτεχνικά κείμενα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Στις σελίδες του, μέσα από την αθώα παιδική ματιά, ξετυλίγονται χαρακτηριστικές όψεις της καθημερινής ζωής των κατοίκων των περιχώρων του Αγρινίου τη δύσκολη μεταπολεμική περίοδο.
Η συγκίνηση, από το διάβασμα των βιωματικών διηγημάτων, είναι έκδηλη στον αναγνώστη του βιβλίου. Κι αυτό γιατί ανακαλύπτει τα δικά του βήματα στις γειτονιές των παιδικών και εφηβικών χρόνων του.
Μία πρώτη μορφή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Έξοδος κινδύνου» (16 Οκτωβρίου 2015).
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς, Φιλόλογος, Συγγραφέας και Ιστορικός και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)