Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Ο γανωτής υπήρξε ένα από τα κυρίαρχα πρόσωπα των μικράτων μου.
Ουδόλως με απασχολούσε το ότι ήταν πλανόδιος κακομοίρης, που κυνηγούσε μέρα και νύχτα το μεροκάματο, σέρνοντας τα πόδια του στους χωματόδρομους των Καμινιών, φορτωμένος τα σύνεργά του στους καμπουριασμένους ώμους του.
Μήτε και έδινα σημασία στο ότι μύριζε άσχημα και έβηχε συνέχεια.
Εμένα, ένα πράγμα με συγκλόνιζε.
Το ότι έπιανε στα χέρια του τα σκουριασμένα κουταλοπήρουνα και τα τσικάλια της μάνας μου, τους έκανε κάτι μαγικά με ένα λιωμένο μέταλλο που έβγαζε καπνούς και τα ‘κανε καλύτερα από καινούρια.
Τον παρακολουθούσα έκθαμβος και ανήμπορος να καταλάβω πώς έκανε εκείνα τα μαγικά.
Από μέσα μου έλεγα πως σαν θα μεγάλωνα, θα γινόμουν κι εγώ γανωτής, να μυρίζω, να βήχω, να περιδιαβαίνω όλα τα σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου και να ‘κανα όλα τα παλιά καινούρια.
Τόσο πολύ τον θαύμαζα, που μια φορά που η κακομοίρα η μάνα μου, μου είπε ”μαύρα μου ‘χεις κάνει τα σκώθια μου”, εγώ την ξάνοιξα απορημένος και της απάντησα ”γιάντα δε φωνάζεις το γανωτή να σου τα γανώσει;”.
Δεν την κορόιδευα, πίστευα ακράδαντα αυτό που της έλεγα.
Δεν θυμούμαι αν μ’ έδειρε ή όχι, θυμούμαι όμως πως απογοητεύτηκα διαπιστώνοντας πως η μάνα μου δεν είχε πάρει χαμπάρι τις θαυματουργές ικανότητες του ινδάλματός μου, του διαβατάρη γανωτή των Καμινιών.
Ακόμη και τώρα, πολλές φορές φέρνω στη θύμησή μου τον γανωτή.
Ιδιαίτερα όταν ακούω κουβέντες για πλαστικούς χειρουργούς και για θαυματουργά μαντζούνια που ξανακαινουριώνουν όλα τα παλιά και σκουριασμένα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς