Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη εξαπλώνεται πάνω από είδη, στεγανά και μανιέρες.
Το αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη που φυλάσσεται στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Το μουσικό αρχείο, που αποτελείται από 50.000 φύλλα, το αρχείο κειμένων, το αρχείο αποκομμάτων τύπου και άλλα τεκμήρια.
Πώς μπορεί κάποιος να αναλύσει με συντομία αυτά τα 50.000 φύλλα; Πώς μπορεί κάποιος να κωδικοποιήσει αυτόν τον συνθέτη που άγγιξε όσο κανένας την ελληνική ψυχή; Δύσκολο, σχεδόν αδύνατον.
Αν θέλεις κάποιος να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μουσική ιδιοφυία» πρέπει να εστιάσει στην πρωτοτυπία του, στην πρωτοπορία του, στην καινοτομία της μουσικής του.
Αν αφήσουμε στην άκρη, όσο αυτό είναι δυνατόν, τον πολίτη του κόσμου και μείνουμε στον μουσικό οι δύο πρώτες καλλιτεχνικές περίοδοι του συνθέτη είναι άκρως αποκαλυπτικές.
Η πρώτη ξεκινάει από το 1937 και τελειώνει το 1959 με τον «Επιτάφιο» και την επιστροφή από το Παρίσι και η δεύτερη ξετυλίγεται από το 1960, που γράφει το «Άξιο εστί» έως το 1980.
Πρώτη περίοδος: Λόγια τιμής από τον Σοστακόβιτς
Λίγοι μουσικοί σε όλο τον κόσμο έχουν καταφέρει αυτό το σπουδαίο άθλο του Μίκη Θεοδωράκη. Να έχει διαπρέψει σε πολλά είδη μουσικής με την ειλικρίνεια και την ευαισθησία ενός μεγάλου μουσικοσυνθέτη.
Μπορεί στην Ελλάδα να συγκινούμαστε βαθύτατα με τον μελοποιημένο λόγο του Ελύτη, του Ρίτσου και του Σεφέρη αλλά στον κόσμο ο ορχηστρικός Θεοδωράκης είναι ισάξιος με τον δημιουργό τραγουδιών.
Δίπλα στην «Άρνηση», βάζουν την «Πρώτη συμφωνία» και την ώρα που ερμηνευτές σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να προσεγγίζουν την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, καταξιωμένοι μαέστροι μελετούν με ευλάβεια σουίτες, όπερες και ορατόρια.
Οι σπουδές του Μίκη στην μουσική ξεκινούν όταν γράφεται στο Ωδείο Αθηνών. Ξεκίνησε να ανακαλύπτει τη μουσική με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και μέσα από τα έργα του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν μπαίνει σε έναν άγνωστο μέχρι τότε σε εκείνον κόσμο.
Η ίδρυση του «Μουσικού Σωματείου Νέων» το 1945 δείχνει την έννοια του για τις δημιουργίες των νέων συνθετών και την διάδοση της μουσικής στη χώρα και οι προτάσεις του εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να θεωρούνται αξιοποιήσιμες σε ένα σύστημα μουσικής παιδείας που δεν έχει γνωρίσει πολλές αλλαγές.
Δέκα χρόνια μετά και ενώ βρίσκεται στο Παρίσι καλλιεργεί περαιτέρω τις μουσικές του γνώσεις και όπως αναφέρει ο ίδιος: «Έπλασα σιγά –σιγά μέσα μου το ιδανικό της ζωής μου. Να δημιουργήσω ηχητικές τοιχογραφίες , όμως με υλικά απολύτως ζωντανά. Με αναγκαιότητα και αλήθεια. Πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα με κάθε καινούρια τεχνική προσφορά…. όμως το πιο σπουδαίο, ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νοιώθει όλος ο λαός, να τη λογαριάζει για κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει από αυτόν».
Την περίοδο εκείνη γράφει και την σχεδόν άγνωστη σε πολλούς Σουίτα αρ.1 για πιάνο και ορχήστρα. Αν και οι κριτικές στην πρώτη του παρουσίαση το 1957 στην Αθήνα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ήταν κυρίως αρνητικές το έργο βρήκε το δρόμο του στην παγκόσμια μουσική ιστορία.
Τρανό παράδειγμα της αποδοχής που είχε η εξαιρετική του σύνθεση από τον υπόλοιπο κόσμο είναι το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας που απέσπασε ο Θεοδωράκης για αυτό το έργο και μάλιστα από τα χέρια του Σοστακόβιτς.
Ο τεράστιος συνθέτης χαρακτήρισε τον Μίκη Θεοδωράκη μουσική μεγαλοφυΐα του 20ου αιώνα και η ιστορία ήρθε να τον επιβεβαιώσει.
Ποιο είναι όμως το ισχυρό χαρακτηριστικό αυτού του έργου; Κυρίως ο ρυθμός του που το διαπερνά. Μια πρωτότυπη ρυθμικότητα που δεν βρίσκουμε πουθενά αλλού και που μετουσιώνει με έναν δικό του τρόπο την ελληνικότητα της μουσικής. Με εμφανή την επιρροή του Στραβίνσκι, του οποίου ο Μίκης, ήταν μεγάλος θαυμαστής, αλλά και τον έντονα χορευτικό ρυθμό το έργο ονομάζεται «Σουίτα».