Του Μιχάλη Στρατάκη*
Δε μπορεί να πόθανε, αφού τον βλέπω, τον αιστάνομαι και τον γροικώ παντού, ολοζώντανο.
Βροντόλυρα είναι η ψυχή μου και η φωνή του, ανακατεμένος λυγμός και τραγούδι δοξάρι στις χορδές της.
«Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαίς…».
Ξανοίγω τις καμπάνες του ξωκκλησιού και τονε θωρώ να βαστά το σκοινί και να τραγουδά.
«Σώπα, όπου να ΄ναι θα σημάνουν οι καμπάνες».
Μια χαχαλιά χώμα πιάνω και η φωνή του σκίζει τα νέφαλα και φτάνει στ’ αφτιά μου.
«Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας, δε μπορεί κανείς να μας το πάρει».
Μια πύρινη αχτίδα πέμπει ο ήλιος στα μάθια μου και με νταλώνει, τα καμνιώ κι ακούω πάλι τη φωνή του.
«Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα».
Ποκαμωμένος από την κάψα σκύβω να πιώ νερό από ‘να αρόλιθο και να το πάλι το αγγελικό τραγούδι.
«Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι, διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό».
Κάθομαι και συλλογούμαι τα πάθητα τ’ αθρώπου και τονε θωρώ ολόρθο, με ανοιχτή τη διπλαγκάλη του σα ν’ αγκαλιάζει την πλάση ολάκερη και γροικώ το παραπονεμένο τραγούδι του.
«Πού να σε ταξιδέψω, γυαλιά και λαμαρίνες, γεμίσανε τα χρόνια μ’ εκετελεσμένους μήνες».
Και πρίχου η θλίψη με κατασκεπάσει, έρχεται από το στόμα του το σιργούλιο, η ορμηνιά και η προσταγή.
«Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους, στο τίμιο λάβαρο πάντα πιστοί, στη σάλπιγγα πλάι που μας προσκαλεί».
Είναι παντού ο Μίκης, τον βλέπω παντού, τον ακούω παντού, τον αιστάνομαι παντού, όπως αιστάνομαι και τη Δραπετσώνα να μ’ έχει κυριέψει.
Ακόμη και στ’ αστρα που ξανοίγω, τονε θωρώ να γελά και να τραγουδεί.
«Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό, στου φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο».
Και στα καρδιοσκιρτήματα μου, που μοναχά εγώ τα κατέχω, σύντροφο κατεχάρη τον αιστάνομαι να με παρακινεί να τραγουδήσω μαζί του, για να ξαλαφρώσω.
«Άγιος ο έρωτας, άγιος ο καημός, άγιος αθάνατος ελέησον, ελέησον ημάς».
«Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου με το καθημερνό της φόρεμα κι ένα χτενάκι στα μαλλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία».
«Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου, δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά».
Εμόλαρα τη μαθιά μου λεύτερη να παλεύει ν’ αγκαλιάσει το πέλαγος και απάνω που ετοιμαζόμουνα να τραγουδήξω, ετραγούδηξε αυτός.
«Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλιάζει το πέλαγος».
Κι όπως η μαθιά μου εσεργιάνιζε στις κρητικές ακρογιαλιές, Θλιμένο και οργισμένο ταυτόχρονα τον είδα και τον άκουσα να τραγουδεί.
«Και νάτη η Κρήτη φάνηκε γαλάζια και ξανθιά, τη θάλασσα στα μάτια της τον ουρανό στην αγκαλιά, τον ήλιο στα μαλλιά».
Επήρε βαθειά ανασεμιά, έσφιξε τις γροθιές του και συνέχισε.
«Μάνα σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες, ψυχή δε σου αφήσανε μόνο φωτογραφίες».
Εσήμανε κι η σειρά μου να τραγουδήξω, και το ‘καμα.
«Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή».
Δε με συντρόφεψε σ’ αυτό το τραγούδι, μόνο εβάστα σφαλισμένα τα χείλια του.
Δε μπορεί να πόθανε ο Μίκης Θεοδωράκης, αφού τον βλέπω παντού ολοζώντανο.
Και τον βλέπω και τον γροικώ και τον αιστάνομαι.
Και κατέχω πως γροικά κι αυτός το τραγούδι που σιγοτραγουδώ.
«Άντε μια κι άλλη μια πνοή κι ανάσανε
σταυρωμένε μου ουρανέ τα καρφιά σκουριάσανε.
Άντε μια κι άλλη μια καπετάν απέθαντος,
της ζωής ο σταυραητός ντύνεται γαμπρός».
* Π Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς