Είναι γνωστή η δραστική επιρροή των δασκάλων στη μετέπειτα πορεία των μαθητών και των μαθητριών τους, είτε με αρνητική είτε με θετική χροιά. Στην πράξη, οι ίδιοι οι βαθμοί των εκπαιδευομένων ή οι αποδόσεις τους στα διαγωνίσματα αποτυπώνουν τον πολύμορφο αντίκτυπο των διδασκόντων και δεν αποτελούν απλώς μία από τις προδιαγραφές της διδασκαλίας.
Από την άλλη πλευρά, πάντως, δεν μπορεί κανένας να θεωρήσει δεδομένο ότι οι χαρισματικοί δάσκαλοι και καθηγητές, ανεξαρτήτως πώς αυτό μετριέται και αξιολογείται, θα μεταφρασθούν σε μία καλύτερη ζωή για τους μαθητές τους. Οι πανεπιστημιακοί Ρατζ Τσέτι και Τζον Φρίντμαν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και ο Τζόνα Ροκόφ του Πανεπιστημίου Κολούμπια σε τελευταία τους εργασία παρουσιάζουν ορισμένα στατιστικά στοιχεία, τα οποία στοιχειοθετούν πως η αξία των καλών δασκάλων αποτιμάται σε χρυσό.
Τα σχολεία συνήθως αποτιμούν την ποιότητα των διδασκόντων τους με κριτήριο την «προστιθέμενη αξία», δηλαδή τον αντίκτυπο ενός δεδομένου δασκάλου ή καθηγητή στις βαθμολογίες των μαθητών του στα διαγωνίσματα. Οι γνώμες διίστανται. Οι διαφωνούντες παραδέχονται πως οι μαθητές με συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον –είτε από πλούσιες οικογένειες είτε με γονείς, που παρακολουθούν περισσότερο την πρόοδό τους– ξεδιπλώνουν την προσωπικότητά τους στην τάξη, όταν έχουν καλύτερους δασκάλους. Eάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε οι διδάσκοντες, που έχουν άριστες επιδόσεις ως προς την προστιθέμενη αξία τους, μπορεί απλώς να απευθύνονται σε προνομιούχα παιδιά. Οι πανεπιστημιακοί Τσέτι, Φρίντμαν και Ροκόφ προσπαθούν να διευθετήσουν αυτήν τη διαμάχη, χρησιμοποιώντας εκτεταμένα στοιχεία από μία μεγάλη αστική περιοχή και τα αντίστοιχα σχολεία της, την οποία, πάντως, δεν κατονομάζουν.
Καλύπτουν μία εικοσαετία και αφορούν περισσότερους από 2,5 εκατομμύρια μαθητές, δείχνοντας τα διδασκόμενα μαθήματα και τους βαθμούς των μαθητών τους από την τρίτη μέχρι την όγδοη τάξη (8-14 ετών).
Οι ερευνητές εντρύφησαν σε όγκους δεδομένων για να υπολογίσουν την επίδραση κάθε δασκάλου στις επιδόσεις των μαθητών του, προσαρμόζοντάς τα στις δημογραφικές αλλαγές και στους βαθμούς προηγουμένων διαγωνισμάτων.
Υιοθετώντας μία ελεύθερη προκαταλήψεων προσέγγιση, οι επιστήμονες έφθασαν σε μερικά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: όπως το ότι η ποιότητα των δασκάλων έχει μεγάλες διαφοροποιήσεις, κυρίως εντός του ίδιου σχολείου και όχι από το ένα στο άλλο. Με άλλα λόγια, όχι μόνο οι ίδιοι οι δάσκαλοι και οι δασκάλες είναι που μετράνε, αλλά και οι άριστοι από αυτούς δεν συχνάζουν σε κάποια συγκεκριμένα σχολεία. Στα σχολεία, τώρα, οι καλύτεροι μαθητές συνήθως αντιστοιχούν σε ελαφρώς καλύτερους δασκάλους.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι καλύτεροι διδάσκοντες συνδέονται με τις αυξημένες πιθανότητες ενός παιδιού να συνεχίσει την πορεία του στο πανεπιστήμιο, να παρακολουθήσει το καλύτερο πανεπιστήμιο και να έχει υψηλότερες αμοιβές μετέπειτα.
Τέλος, επισημαίνουν πως, εάν αντικαταστήσεις ένα δάσκαλο ή μια δασκάλα από την τελευταία βαθμίδα αξιολόγησης με έναν άλλο ή μία άλλη μέσης ποιοτικής απόδοσης, τότε το συλλογικό εισόδημα της κάθε τάξης στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής θα αυξηθεί κατά 1,4 εκατ. Δολάρια.
Το άρθρο το διαβάσαμε εδώ